ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει

Gabriel Garcia Marquez – Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει – Λιβάνης


Το πλέον διάσημο έργο του Μάρκες (μαζί με το «100 χρόνια μοναξιάς») γράφτηκε το 1956 στο Παρίσι και είναι το πιο αγαπημένο του συγγραφέα. Η θεματολογία του είναι απλή: Ένας παλαίμαχος συνταγματάρχης περιμένει τη σύνταξη του που δεν έρχεται ποτέ. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε μέσα στη φτώχεια και στα δάνεια μαζί με την γυναίκα του. Ο γιος του έχει σκοτωθεί σε αγώνα κοκορομαχίας και ο δυστυχής πατέρας κληρονομεί έναν πετεινό. Ο πετεινός αυτός θεωρεί ότι είναι η μόνη τους ελπίδα. Στην αρχή προσπαθούν να τον πουλήσουν κι όταν το ποσό που τους δίνεται δεν τους ικανοποιεί σκέφτεται να τον βάλει στους αγώνες, γιατί στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί να τον πουλήσει. Ο χρόνος περνάει και η κατάσταση διαβίωσης του στρατιωτικού και της γυναίκας του χειροτερεύει.

Ο συγγραφέας εκτός από το αίσθημα της συγκίνησης, σε ένα έργο δραματικό, με την πενία να αποτελεί την κυρίαρχη κατάσταση, προσεγγίζει  και άλλα θέματα όπως:

α) Η αδράνεια: Ο συνταγματάρχης αφήνει να περνούν τα χρόνια, ενώ βλέπει ότι η σύνταξη δεν έρχεται. Δεν αποφασίζει να κάνει κάτι και να πάρει τη ζωή στα χέρια του.

Μτφρ: Κλαίτη Σωτηριάδου

«…Τόσο καιρό που σου λέω να αλλάξεις δικηγόρο θα είχαμε προλάβει να ξοδέψουμε τα λεφτά, είπε η γυναίκα, καθώς έδινε στον άντρα της το απόκομμα της εφημερίδας. Δεν κερδίζουμε τίποτα αν μας τα βάλουν μες στην κάσα μας  για τον άλλο κόσμο, όπως κάνουν οι ιθαγενείς».

β) Η μοιρολατρία: απόρροια μιας εγγενούς αξιοπρέπειας. Ο συνταγματάρχης θεωρεί ότι δεν πρέπει να παρακαλέσει κανέναν. Το κράτος του οφείλει.

«…Πεθαίνει από διαβήτη, είπε ο συνταγματάρχης. Κι εσύ πεθαίνεις από την πείνα είπε η γυναίκα. Για να πειστείς πως η αξιοπρέπεια δεν τρώγεται». …Ο συνταγματάρχης χαμογέλασε. «Na τι παθαίνεις για να μην κρατάς τη γλώσσα σου, είπε. Εγώ πάντα σου το ’λεγα ότι ο Θεός είναι με το μέρος μου. »

Ο Μάρκες δημιουργώντας μια απλή ιστορία κατορθώνει μέσα από την αναμονή να γεμίσει τον αναγνώστη με συναισθήματα αλλά και να αφήσει μια μικρή ελπίδα να εξυφαίνεται. Με μικρά άλματα στην πλοκή ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα αύριο ίδιο με το χθες και το σήμερα. Ο συνταγματάρχης «ζει την ίδια μέρα» για μήνες και χρόνια, κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει, αλλά κι ο ίδιος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πλήρως την τραγικότητα της κατάστασης που έχει περιέλθει.  

γππ


Βιογρ: Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ισπ. Gabriel José García Márquez, 6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα, Διαμέρισμα Μαγδαλένα, Κολομβία. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη της Ινδίας των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη
δημοσιογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 και το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και του χάρισε μεγάλη δημοσιότητα. Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Ο ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΜΕΝΤΕΛ - STEFAN ZWEIG - ΑΓΡΑ

Ο ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΜΕΝΤΕΛ

Ακόμη ένας υπέροχος Στέφαν Τσβάιχ. Ο λογοτέχνης αυτός επέτυχε το ιδεώδες. Να είναι ταυτόχρονα ποιοτικός και εμπορικός μέχρι τις μέρες μας. Το 2013, 160 διαφορετικοί εκδοτικοί οίκοι είχαν εκδώσει βιβλία του. Ο Τσβάιχ εξακολουθεί  να πουλάει σε πείσμα των «ψευτοκουλτουριάριδων» οπαδών των δυσνόητων συγγραφέων που πιστεύουν ότι η «σπουδαία» λογοτεχνία είναι για λίγους και οτιδήποτε εμπορικό ανήκει στην «παραλογοτεχνία». Ο Τσβάιχ είχε πλούσια φαντασία, διεισδυτική γραφή με γοργό ρυθμό ανάπτυξης που δεν κούραζε, ενώ η θεματική του ήταν βαθιά ανθρώπινη και κοινωνική. Ταυτόχρονα μπορούσε να αναδείξει πειστικά τους ψυχισμούς των ηρώων του και να προβάλλει τις βαθύτερες και σκοτεινότερες πτυχές του χαρακτήρα τους. Ευτυχώς για τους πολλούς, εξύψωσε το επίπεδο του μέσου αναγνώστη μέσα από μιαν εύληπτη μεν αλλά καθόλου απλοϊκή γλώσσα.

Ο «Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ», είναι μια νουβέλα γραμμένη το 1929 που καταδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο τις τραγικές επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ένας πόλεμος, όχι μόνο απώλειες ζωών και μείωση βιοτικού επιπέδου αλλά και την ηθική και πολιτισμική κατάπτωση.  Ο Μέντελ  είναι ένας Εβραίος από τη Γαλικία ο οποίος είναι «τέρας» μόρφωσης αλλά και απομνημόνευσης. Ο άνθρωπος αυτός αναζητά την ηρεμία του μέσα από την ανάγνωση βιβλίων σε ένα καφενείο με όνομα «Γκλουκ». Επίσης εκεί διεκπεραιώνει όλες τις σχετικές με βιβλία συναλλαγές του. Ο Μέντελ συνεχίζει απρόσκοπτα αυτό που τον ενδιαφέρει, παρ’ όλο που έχει ήδη ξεκινήσει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος. Κι όμως, κατηγορείται για συναλλαγές με χώρες που είναι εχθροί του αυστριακού καθεστώτος, - παρόλο που αυτές αφορούν βιβλία – και στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο. Ύστερα ο Μέντελ εξαφανίζεται από το καφενείο και ο αφηγητής ψάχνει να βρει τι του συνέβη. Αν ο Τσβάιχ είχε αποφασίσει να γράψει ένα μεγαλύτερο έργο και ενέπλεκε στη συνέχεια και τον Μέντελ, τάχα να προσπαθεί να βρει το δίκιο του θα μιλάγαμε για «καφκική» ανάπτυξη στη νουβέλα. Ο συγγραφέας όμως επιτυγχάνει το σκοπό του έτσι κι αλλιώς: η μόρφωση και η παιδεία αλλά και κάθε έννοια πολιτισμού ισοπεδώνονται από το χέρι της μοίρας, κι  ο άνθρωπος γίνεται υποχείριό της. Κι αν υπάρχει ένα ποσοστό όπου το ανθρώπινο χέρι μπορεί να επηρεάσει το πεπρωμένο του σίγουρα ο Μέντελ δεν ήταν αυτός που θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Ο Τσβάιχ στο πρόσωπο του Μέντελ προβάλλει ένα μέρος του εαυτού του. Ένας κατεξοχήν άνθρωπος του βιβλίου και του πνεύματος όπως αυτός, αυτοκτόνησε το 1942 στη Βραζιλία κατά την διάρκεια του πολέμου. Ο ευαίσθητος ψυχισμός του δεν μπόρεσε να αντέξει το δυσοίωνο μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.

Μτφρ: Μαρία Τόπαλη

«Τι ψυχικό τρόμο θα πρέπει να δοκίμασε ο Γιάκομπ Μέντελ σε τούτα τα δυο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, δίχως βιβλία, δίχως τα αγαπημένα του βιβλία, δίχως χρήματα, με συντροφιά τους αδιάφορους, τους άξεστους, τους συνήθως αναλφάβητους αυτής της τεράστιας ανθρώπινης κόπρου, τι οδύνες θα πέρασε αποκομμένος από τον ανώτερο και μοναδικό του κόσμο των βιβλίων, σαν τον αετό που του ψαλίδισαν τις φτερούγες και τον έβγαλαν απ’ το αιθέριο στοιχείο του…»

Βιογρ. Wiki
Ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, Βιέννη, 28 Νοεμβρίου 1881 – Πετρόπολις Βραζιλίας, 23 Φεβρουαρίου 1942) ήταν Αυστριακός συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιογράφος. Στον κολοφώνα της λογοτεχνικής του καριέρας στις δεκαετίες 1920 και 1930, ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμo. Είχε πει ο Τόμας Μαν για εκείνον: «...Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης - ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου [...] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ».


Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ - JOSEPH ROTH - ΡΟΕΣ


ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ - JOSEPH ROTH - ΡΟΕΣ

Ακόμα ένα έργο του Ροτ που ναι μεν αφορά τη συγκεκριμένη περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και του μεσοπολέμου αλλά εμπεριέχει και διαχρονικά μηνύματα που αντανακλούν σε κάθε εποχή. Ο Πάουλ Μπερνχάιμ γιος τραπεζίτη, ο Τέοντορ Μπερνχάιμ αντισημίτης και ο Νικολάι Μπραντάις Ρωσοεβραίος και φιλόδοξος είναι τα πρόσωπα εκείνα με τα τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά με ένα κοινό όραμα, την επιτυχία και την απόκτηση πλούτου. Ο συγγραφέας είπε για το έργο του αυτό ότι «αρνείται την ύπαρξη χαρακτήρων». Πράγματι το βιβλίο είναι μια σπουδή στον οπορτουνισμό, την έλλειψη ηθικών αρχών και το χαμαιλεοντισμό. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και για τους τρεις ήρωες του μυθιστορήματος.

Μτφρ: Πελαγία Τσινάρη

«…Τον συναντούσες σε τράπεζες, σε αίθουσες αναμονής διευθυντικών γραφείων, στο χρηματιστήριο, στα καφέ του εμπορικού τετραγώνου. Ήταν γνωστό επίσης ότι έμενε σε μια μικρή πανσιόν στο δυτικό τμήμα της πόλης, όπου όμως δεν γευμάτιζε. Καμιά φορά τον έβλεπαν αργά το βράδυ σε μια από τις κλειστές χαρτοπαικτικές λέσχες. Καθόταν σε μια γωνιά, έπινε πλήρωνε και έφευγε. Τα καπηλειά είχαν κλείσει εκείνη την ώρα, ο Μπραντάις έβλεπε τις λέσχες απλώς ως υποκατάστατα αυτών. Δεν ανταποκρινόταν σε προκλήσεις. Μετακινούνταν πάντα πεζός. Από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόταν ήταν ο μόνος που δεν διέθετε αμάξι, αλλά και ο μόνος που δεν φαινόταν να βιάζεται. Τον έβλεπες να κατεβαίνει το δρόμο αγέρωχα, αργά,  προκλητικά αργά, με ένα μπαστούνι με μεταλλική μύτη στραμμένο προς τον ουρανό, σαν όπλο περασμένο στον ώμο, το χέρι με τη λαβή του μπαστουνιού κρυμμένο στην τσέπη, το καπέλο με το στενό μπορ χαμηλά πάνω απ’ τα μάτια. Έτσι έμοιαζε έτοιμος για όλα, κι η σιγουριά του ήταν η σιγουριά ενός ανθρώπου που βαδίζει στην κορυφή μιας μεγάλης ακολουθίας».

Η έκπτωση των ηθικών αξιών και η ευελιξία μπορεί πράγματι να οδηγήσει κάποιον στην κατοχή αξιωμάτων και πλούτου αλλά του στεγνώνει την ψυχή. Η ματαιοδοξία εμπεριέχει τον σπόρο της ηθικής και προσωπικής εκβαράθρωσης και οδηγεί τον άνθρωπο στην απομόνωση και την εσωτερική μοναξιά. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του Ροτ είναι φανερή, χαρακτήρες σαν τον Πάουλ, τον Τέοντορ και τον Νικολάι, «ευδοκιμούν» σε κάθε εποχή.

Τα δυο αδέλφια αλληλομισούνται και προοδεύουν μέσα από ζωές κούφιες μέσω του Μπραντάις. Ο ένας γίνεται διευθυντής εταιρίας και ο άλλος επιτυγχάνει σα δημοσιογράφος ενώ είναι ακροδεξιός. Ο ίδιος ο Μπραντάις αναρριχάται σε μια σαθρή κοινωνία που δεν εκτιμά, προσαρμοζόμενος στο καθαρά ωφελιμιστικό της μέρος. Ο Ροτ με το γνωστό του στυλ δημιουργεί ένα μυθιστόρημα ηρώων «χωρίς χαρακτήρες» με την έννοια  των ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Μέσα όμως από τους ήρωές του ο Ροτ αντανακλά και την δική του οπτική, παρουσιάζοντας την ηθική κατάπτωση που προκύπτει ως απόρροια της δικής του εκτίμησης για τη μοναρχία: «Τώρα που δεν υπάρχει Φραγκίσκος Ιωσήφ, τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο». Ο συγγραφέας, μάστορας της ανάπτυξης της κοινωνικής ζωής και των ανθρώπων της εποχής του,  παρουσιάζει τον αστό του 20ου αιώνα. Ο «νέος άνθρωπος» δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς αλλά ούτε και φραγμούς προκειμένου να επιτύχει τα όποια ιδανικά του.
Το βιβλίο αξίζει να το διαβάσει κάποιος γιατί είναι Ροτ,  δεν φτάνει όμως το ύψος ούτε του «Εμβατηρίου Ραντέσκυ», ούτε της «Κρύπτης των καπουτσίνων».




Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΦΑΛΑΙΝΑ - PAUL GADENNE



ΦΑΛΑΙΝΑ - PAUL GADENNE - ΑΓΡΑ

Όπως και ο Χέλμαν Μέλβιλ έτσι και ο Gadenne χρησιμοποιεί μια φάλαινα σαν αφορμή για  το ξεδίπλωμα των στοχασμών του πάνω στην φύση, τη ζωή και τον άνθρωπο. Η μόλις 40 σελίδων νουβέλα με τίτλο «Φάλαινα», εκδόσεις «Άγρα», (Baleine, φάλαινα χωρίς δόντια) είναι ένα μικρό αριστούργημα. Είναι αριστούργημα γιατί σε μικρό αριθμό σελίδων ο συγγραφέας συμπυκνώνει όλη την υπαρξιακή του αναζήτηση χρησιμοποιώντας εξαιρετικό ποιητικό ύφος με ουσιαστικό στοχαστικό υπόβαθρο. Η «θέση» του έργου είναι η περιπλάνηση στη ματαιότητα, μια οντολογική μελέτη και μέσω αυτής η ανάδειξη της ζωής σε υπέρτατο αγαθό.  Η μοναχική πορεία του Πιέρ και της Οντίλ σε μια απέραντη παραθαλάσσια αμμουδιά, τους οδηγεί κάποια στιγμή στην θέαση εντός του νεκρού κήτους, μιας φάλαινας φυσητήρα. Ο συγγραφέας μετουσιώνει τη νουβέλα σε λυρικό δοκίμιο μιας «μπαλάντας θανάτου» με αφορμή το νεκρό κήτος. Η συνάντηση αυτή συγκλονίζει και τους δύο και αναζωπυρώνει όλες τους τις ευαισθησίες και αγωνίες. Το μέγεθος ενός γιγάντιου πλάσματος που λίγο πριν έσφυζε από ζωή και δέσποζε στην ωκεανό δεν αποτελεί τώρα παρά ένα κουφάρι που αποσυντίθεται αργά και αποτελεί τη βάση για να δώσει ζωή σε άλλους οργανισμούς στο οικοσύστημα. Έχει σημασία λοιπόν και το ζώο που διάλεξε ο συγγραφέας όπως και ο τόπος. Διότι το μέγεθος δημιουργεί το ανάλογο δέος δοσμένο στο ιδεώδες χωρικό πλαίσιο: Απεραντοσύνη (νερό, αέρας, ξηρά, δέντρα). Δεν υπάρχει έμβιο ον που να μην παραδοθεί κάποια στιγμή στο χώμα. Η αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει τη θνητότητα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη μπροστά σε κάτι τόσο μεγάλο. Αναφέρει χαρακτηριστικά :«Νομίζαμε πως αυτό που βλέπαμε ήταν απλώς ένα κήτος μισοχωμένο την άμμο, ωστόσο αυτό που ατενίζαμε ήταν ένας νεκρός πλανήτης». Διότι το μέγεθος υποβάλλει και μεγεθύνει την έννοια του αναπόφευκτου. Είναι προφανές ότι διαφορετικά συναισθήματα κατακλύζουν τον άνθρωπο όταν αντικρίζει μια νεκρή φάλαινα σε σχέση με μια μύγα ή ένα ποντικό.

Μτφρ: Βάνα Χατζάκη

«Όλα αυτά αρκούσαν για να εξηγήσουν  τη θλίψη μας. Γιατί, ποια κραυγή θα μπορούσαμε εμείς να ξεστομίσουμε που θα ήταν στο ύψος αυτής της κραυγής; Ψάχναμε το δρόμο μας, ψηλαφιστά, ανάμεσα σε πέτρες που δεν είχαν πια τα ίχνη της ιστορίας, όπου τα χέρια μας δεν έβρισκαν από κάτω τους παρά την υπνωτική ηδύτητα των βρύων, την παγωνιά των υποθαλάσσιων φυτών. Στεκόμασταν  εκεί, οι δύο μας, μάρτυρες αδύναμοι και εφήμεροι, συντετριμμένοι ωστόσο από το μέγεθος  του αναστήματός μας. Ήταν μάταιο να ελπίζει κανείς ακόμη ότι θ’ ανακαλύψει, κάτω από τις ύποπτες αυτές κηλίδες, κάτω απ’ τις δυσδιάκριτες  εκείνες αποχρώσεις, έστω και το λείψανο μιας ιδέας. Το πιο ποταπό συναντούσε  εδώ το πιο ευγενικό εγχείρημα. Το πνεύμα έλιωνε και γινόταν νερό. Μια πελώρια, και μοναδική λάμψη κυοφορούνταν, μια μοναδική σιωπή – η σιωπή των πόλων».


Γιώργος Πολ. Παπαδάκης









Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΩΝ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΩΝ- ΓΙΟΖΕΦ ΡΟΤ- ΑΓΡΑ

Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΩΝ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΩΝ- ΓΙΟΖΕΦ ΡΟΤ- ΑΓΡΑ

Μετά το «Εμβατήριο Ραντέσκυ», η «Κρύπτη των Καπουτσίνων» είναι εκείνο το μυθιστόρημα του Ροτ που προσεγγίζει με ακόμα πιο άμεσο και συναισθηματικό τρόπο την ψυχολογία του ήρωα, την ευρεία περίοδο του μεσοπολέμου και το τέλος της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Το ανθρώπινο στοιχείο και οι μικρές καθημερινές σκηνές όπως τα δείπνα του Τρότα με την μητέρα του, το ταβερνάκι του Γιαντλόβκερ, η περιγραφή φυσικών στοιχείων, ακόμα και η ανάπτυξη ασήμαντων χαρακτήρων  ή ο έρωτας με την Ελίζαμπεθ, σκιαγραφούν ένα φόντο όπου ο Ροτ ξεδιπλώνει ταυτόχρονα την ιστορική  αλλά και την αφηγητική του γλώσσα. Ο συγγραφέας είναι ένας εξαιρετικός παρατηρητής, όχι μόνο της ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά και την ανθρώπινης συμπεριφοράς, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι ικανός να αναδεικνύει την πλοκή μέσα από τέτοιες «μικρές λεπτομέρειες».
Όλο το βιβλίο είναι μια «ωδή στη μελαγχολία», γι’ αυτό ο συγγραφέας, εκτός από τη ματαιότητα του πολέμου, προτάσσει τη νεότητα έναντι των γηρατειών καθώς και την αντίθεση ομορφιάς και μιζέριας. Αυτή του όμως η δραματικότητα και ο τρόπος που προσφέρεται είναι που καθιστούν το Ροτ έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα.

Η σκηνή μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο και η συνάντηση με τη μητέρα του αποτελούν ένα από τα συγκλονιστικότερα δείγματα της  σύγχρονης πεζογραφίας.

Μτφρ: Μαρία Αγγελίδου

[«Η μητέρα μου έστρεψε σε μένα το πρόσωπο της. Είχε δάκρυα στα μάτια, δάκρυα απ’ αυτά που δεν κυλάνε, δάκρυα απ’ αυτά που μοιάζουν με στεκούμενα νερά. Έπεσα στην της ηλικιωμένης γυναίκας. Μου χάιδεψε το κεφάλι. Τα μαλλιά σου είναι γεμάτα καπνιά, είπε. Και ξανά. Ξανάπε το ίδιο πράγμα κάμποσες φορές. Τα μαλλιά σου είναι γεμάτα καπνιά! Πήγαινε να  πλυθείς!»…..]

 Ο Ροτ είναι συγγραφέας της «αίσθησης». Μιας «αίσθησης» που προκύπτει μέσα από έναν ιδιότυπο ρεαλισμό που δεν έχει να κάνει μόνο με την περιγραφή αλλά και με τα συναισθήματα που αναδύονται μέσα από μια διαχέουσα πλήξη και μια μελαγχολία. Η «Κρύπτη» είναι ένα έργο πιο προσιτό, πιο εύληπτο από τον αναγνώστη (σε σχέση με το» Εμβατήριο») διότι δεν είναι «τριτοπρόσωπο» και  δεν διαθέτει την «επική» διάσταση του «Εμβατηρίου». Το «Εμβατήριο» είναι ένα βιβλίο αποχαιρετισμού μιας εποχής ολόκληρης, ένα νοσταλγικό ποίημα, και η «Κρύπτη» η συνέχεια του, εμβαπτισμένη με την εικόνα του ίδιου του Ροτ μέσα στην ατμόσφαιρα της οριστικής αλλαγής που επήλθε· προϊόν κατάρρευσης και απελπισίας. 

Βιογρ. Wiki

Ο Γιόζεφ Ροτ (Moses Joseph Roth) γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1894 στο Μπρόντι, μια μικρή πόλη της Ανατολικής Γαλικίας, στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ήταν Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος εβραϊκής καταγωγής. Απεβίωσε το 1939. Για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1922 δημοσίευσε συνεργασία του στην εφημερίδα Vorwärts, επίσημο όργανο του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Έγινε τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας, υπογράφοντας ως «Κόκκινος Γιόζεφ». το καλοκαίρι του 1923 άρχισε να κάνει ταξίδια στην Πράγα, όπου γνωρίστηκε με τον Μαξ Μπροντ (Max Brod), τον εκδότη του Κάφκα. Μετά από ένα ταξίδι στο Παρίσι, το 1927, η Frankfurter Zeitung τον έστειλε στην Αλβανία. Οι ανταποκρίσεις του δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο «Ταξίδι στην Αλβανία». Το φθινόπωρο η εφημερίδα τον έστειλε ένα ταξίδι στη Γερμανία. Προέκυψαν έτσι τα «Γράμματα από τη Γερμανία». Κυκλοφόρησε και το μυθιστόρημά του «Φυγή χωρίς τέλος», με το οποίο θα ενταχθεί στη «Νέα Αντικειμενικότητα» (ο ίδιος δεν το παραδεχόταν). Το 1932 εκδόθηκε το Radetzkymarsch «Το εμβατήριο Ραντέτσκυ». Αρχικά είχε δει το φως της δημοσιότητας στη Frankfurter Zeitung, σε συνέχειες. Ήταν το μοναδικό μυθιστόρημά του, στο οποίο αφιέρωσε πολύ χρόνο.


Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Το «μυστήριο του κίτρινου δωματίου», αποτελεί αξιόλογο δείγμα γραφής του συγγραφέα του «Φαντάσματος της Όπερας» Gaston Leroux. Όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από μια απόπειρα δολοφονίας που λαβαίνει χώρα σε ένα μικρό κίτρινο δωμάτιο, με τον δράστη να έχει καταφέρει να ξεφύγει μέσα από αυτό.
Η γραφή του Leroux  κυμαίνεται στο κλασικό ύφος των συγγραφέων του 19ου αιώνα, με τις αναλυτικές περιγραφές και την έμφαση στη λεπτομέρεια. Οι πρωταγωνιστές του έργου, ο δημοσιογράφος με το «αστυνομικό μυαλό» Ρουλεταμπίλ και ο διάσημος ντετέκτιβ Φρεντερίκ Λαρσάν έχουν αναλάβει να επιλύσουν την υπόθεση. Η αφήγηση εκτυλίσσεται ομαλά και προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η έλλειψη όμως σκηνών δράσης και μεγάλων ανατροπών δημιουργούν «κοιλιά» στην ανάγνωση του κειμένου μέχρι και τα δύο τρίτα του έργου. Στο τελευταίο  τρίτο, η πλοκή κορυφώνεται με ανατροπές και κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος. Ο συγγραφέας με έντεχνο τρόπο κορυφώνει την αγωνία η οποία αφορά δυο σημεία: α) Το ποιος είναι ο υποψήφιος δολοφόνος β) Πως κατάφερε να ξεφύγει από το κίτρινο δωμάτιο. Στο τέλος ανατρέποντας κάθε πιθανή πρόβλεψη ακούγεται στο δικαστήριο το όνομα του δολοφόνου.

Μτφρ: Βαγγέλης Γιαννίσης

«Μόλις είχα αρχίσει να συνέρχομαι από την έκπληξη που μου προκάλεσε αυτή η νέα ανακάλυψη, όταν ο Ρουλεταμπίλ με έπιασε από τον ώμο και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο δωμάτιό του.
«Τι θα κάνουμε εκεί;»
«Θα εξετάσουμε το συμβάν».
Ομολογώ ότι δεν ήμουν σε κατάσταση να σκεφτώ, ούτε μπορούσα να καταλάβω πως ο Ρουλεταμπίλ  κατάφερνε να σκεφτεί ήρεμα, την ώρα που ήξερε ότι η δεσποινίς Στάγκερσον ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ο αυτοέλεγχός του ήταν ανεξάρτητος. Κλείνοντας την πόρτα του δωματίου του, μου έκανε νόημα να καθίσω σε μια καρέκλα και αφού κάθισε και εκείνος μπροστά μου, πήρε τη πίπα του. Καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί, και μετά κατέρρευσα – κοιμήθηκα…»


ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ – ΜΠΡΑΝΙΜΙΡ ΣΤΣΕΠΑΝΟΒΙΤΣ

 ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ– ΜΠΡΑΝΙΜΙΡ ΣΤΣΕΠΑΝΟΒΙΤΣ

Μια νουβέλα «ταχύτητας» και «φυγής» με την ψυχολογία του ήρωα να δοκιμάζεται σε όλη τη διάρκεια του κειμένου. Το κείμενο διαβάζεται απνευστί από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα με το συγγραφέα να αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που εγκαταλείπει τα εγκόσμια δεδομένης της συνειδητοποίησής του ότι είναι άρρωστος και πεθαίνει. Κυριολεκτικά το σκάει από το τραίνο στο οποίο βρίσκεται. Επιθυμεί να πεθάνει κάπου μόνος στη φύση. Κάποιοι άνδρες τον ακολουθούν για να τον βοηθήσουν αλλά αυτός μόλις το αντιλαμβάνεται, παρεξηγεί τις προθέσεις τους και εντείνει τις προσπάθειές του για διαφυγή. Η αφήγηση σπάει σε δυο μέρη: ένα από τη σκοπιά του άρρωστου ήρωα και άλλο ένα από τη σκοπιά των διωκτών του. Η ενδοσκόπηση που επιτυγχάνεται στην ψυχή του φυγά μέσα από τις αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις, την εναλλαγή της διάθεσης και τον πόνο ο οποίος σταδιακά μετατρέπεται σε εμπειρία λύτρωσης, συνταράσσει τον αναγνώστη με τον πρωτότυπο τρόπο που προσφέρεται από τον Στσεπάνοβιτς: Η λύτρωση επέρχεται μέσω της φυγής, αλλά δοσμένη μέσα από ένα αδιάκοπο τρεχαλητό. Κι οι διώκτες επίσης μεταβάλλονται ψυχολογικά κατά την διάρκεια της καταδίωξης. Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η έννοια της ελπίδας  μεταλλάσσεται από την πρωταρχική της μορφή: από ελπίδα για επιβίωση σε  ελπίδα για αξιοπρεπή θάνατο. Αλλά κι αυτό ακόμα δεν είναι προφανές για το φυγά. Πρέπει να προσπαθήσει για να το κατακτήσει. Μια αλληγορία για την δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και το δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει μόνος του το πώς θα πεθάνει. Η γραφή του Στσεπάνοβιτς ποιητική, με συγκρατημένο λυρισμό, σαγηνεύει.

Μτφρ: Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης

«Με το ξημέρωμα σταματάει για να ξεκουραστεί. Δεν ήξερε ούτε πόσο καιρό βάδιζε στο σκοτάδι και στο άγνωστο ούτε πού έφτασε. Αλλά ήταν σίγουρος ότι καλά έκανε που κατέβηκε απ’ το τραίνο και που σ’ αυτό το μικρό και άγνωστο σταθμό – ενώ στεκόταν μόνος και χαμένος ανάμεσα στις ράγες, στα βαρέλια από πίσσα, στα σκορπισμένα και διαλυμένα ξύλινα κιβώτια – ένιωσε την επιθυμία να φύγει στο σκοτάδι και μακριά όσο πιο μακριά από τους ανθρώπους και από κάθε τι που, έστω για μια στιγμή, θα μπορούσε να τον αναγκάσει να ζητήσει από οποιονδήποτε παρηγοριά ή βοήθεια».   


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΚΑΤΣΜΠΥ - ΦΡ. ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ  ΓΚΑΤΣΜΠΥ

Ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ», το κορυφαίο έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, αποτελεί μια τοιχογραφία της Αμερικής αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο «Γκάτσμπυ» είναι περισσότερο ένα έργο «ιδέας» με την έννοια ότι ο συγγραφέας δίνει μια σημαντική εικόνα του «αμερικάνικου όνειρου», την κατάκτηση του πλούτου και την περιγραφή της ζωής των ανθρώπων που μέσα από το όνειρο και την «μεγάλη ζωή» κρύβονται τα χαμηλότερα ανθρώπινα ένστικτα. Ο Γκάτσμπυ είναι η ίδια η ενσάρκωση του «αμερικάνικου ονείρου». Ωραίος και πάμπλουτος με μυστηριώδες παρελθόν έχει σαν στόχο της ζωής του την καρδιά της Νταίζυ Φέυ, μιας νεανικής του αγάπης. Έτσι ο Φιτζέραλντ δημιουργεί το προκάλυμμα ενός ρομαντικού μυθιστορήματος, ενώ στην πραγματικότητα προτάσσει την ανάπλαση των χαρακτήρων, τον τρόπο σκέψης τους και το κλίμα της εποχής πριν το Μεγάλο Κραχ. Το κλίμα της εποχής περιγράφεται ανάγλυφα στο βιβλίο. Η άνθηση της εγκληματικότητας, το λαθρεμπόριο, ο έκλυτος βίος, τα μεγάλα πάρτι, όλα δίνονται μέσα από την μουσική υπόκρουση της τζαζ μουσικής.

Από πλευράς γραφής το μυθιστόρημα κινείται στο γνωστό ύφος της κλασικής περιγραφής με αρκετούς διαλόγους και σταδιακά αυξανόμενη ένταση. Ο ήρωας γοητεύει μέσα από τον μυστηριώδη, παράτολμο και γοητευτικό εαυτό του.  Ο συγγραφέας αργεί να εισαγάγει τον Γκάτσμπυ στη ροή της πλοκής για να προσδώσει ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση στην «είσοδό» του η οποία σε πρώτο επίπεδο είναι απλή. Φροντίζει όμως να κορυφώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη διότι τροφοδοτεί το κείμενο με κουτσομπολιά και απόψεις των άλλων χαρακτήρων για τον μυστηριώδη κύριο Γκάτσμπυ.
Το βιβλίο απέτυχε εμπορικά, ενώ μέχρι και το 1940 που πέθανε ο Φιτζέραλντ είχαν πουληθεί ελάχιστα αντίτυπα. Πέρασαν τουλάχιστον δέκα χρόνια μέχρι το βιβλίο να αρχίσει να πουλάει, όταν ο εκδοτικός οίκος Edmund Wilson, επανέκδωσε τον Γκάσμπυ μαζί με τον «Μεγιστάνα» σε μια προσπάθεια να επανεκτιμηθεί το έργο του Φιτζέραλντ.

Μτφρ: Γρηγόρης Παπαδογιάννης


«Ξεχώρισε ένα σωρό από τα πουκάμισα και άρχισε να τα ρίχνει ένα ένα μπροστά μας από καθαρό λινό ύφασμα και παχύ μετάξι και υπέροχη φανέλα, που ξεδιπλώνονταν, καθώς έπεφταν και σκέπαζαν  το τραπέζι με μια πανδαισία χρωμάτων. Όσο τα θαυμάζαμε τόσο περισσότερα έφερνε, και ο απαλός πλούσιος σωρός γινόταν όλο και ψηλότερος – πουκάμισα με ρίγες και ελικοειδή μοτίβα και καρό σε χρώμα κοραλλί και στο πράσινο του μήλου και στο μοβ της λεβάντας και σε αχνό πορτοκαλί, με μονογράμματα σε ινδικό μπλε. Ξαφνικά, με ένα πνιγμένο ήχο η Νταίζυ έγειρε το κεφάλι πάνω στα πουκάμισα κι άρχισε να κλαίει γοερά. «Είναι τόσο όμορφα τα πουκάμισα» έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της, με τη φωνή της να χάνεται μέσα στα ρούχα. «Με γεμίζουν θλίψη γιατί… γιατί δεν έχω ξαναδεί ποτέ πριν τόσο ωραία  πουκάμισα».

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

«Στα μπαλκόνια του ουρανού» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη Μάρθα Παπαδοπούλου


«Στα μπαλκόνια του ουρανού» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη




Η Ελλάδα του Αιγαίου, του ρομαντικού ηλιοβασιλέματος, του φυσικού πλούτου, του Έρωτα και της Ψυχής ξεπροβάλλει καθάρια και φωτεινή στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη «Στα μπαλκόνια του ουρανού». Είναι πανέμορφη, εκπληκτική η θέα από εκεί ψηλά. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία με την αίσθηση του πετάγματος, με το ρίγος του ύψους, των φτερών που ανοιγοκλείνουν, των ματιών που ερωτεύονται, αναπολούν, νοσταλγούν και συγκινούνται. Διάχυτος λυρισμός, βαθιά συναισθήματα, αισθαντικότητα, ειλικρίνεια, απρόσμενοι συνδυασμοί λέξεων που ξαφνιάζουν, εικονοπλαστική δύναμη, σύμβολα, μουσικότητα, στοχαστική εσωστρέφεια και ψυχικές εξάρσεις συνθέτουν το τοπίο μιας γνήσιας, ατόφιας ποίησης που σε κανένα σημείο δεν ψευτίζει, ούτε ακκίζεται.
Από τα «μπαλκόνια του ουρανού» ακούμε στις πλαγιές του Παρνασσού να φυσάει ο άνεμος απ’ την Αράχωβα, βλέπουμε τα Άγραφα να ξεχωρίζουν με τα απάτητα βουνά  και τον αδάμαστο ουρανό, στα πυκνά δάση του Τυμφρηστού το χιόνι να αργολιώνει, στις πλατανιές του Καρπενησίου να εισέρχεται η αρχόντισσα άνοιξη. Κατόπιν το βλέμμα αντικρίζει τη Γκιώνα με τις βαθιές χαράδρες, τα λιβάδια και τις ρεματιές, και λίγο πιο πέρα την ευμετάβλητη γοητεία της φύσης του Ολύμπου με το Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων.
Ξάφνου μεταφερόμαστε νότια στην καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς ή στις παρυφές του επιβλητικού και μυστηριώδους Ταΰγετου για να συνεχίσουμε στα ειδυλλιακά τοπία, στις χρυσές αμμουδιές της Πάτμου με τον μυστικισμό της Αποκάλυψης κι έπειτα από τα ηφαιστειακά κύματα της Σαντορίνης στο φαράγγι της Σαμαριάς κι από τα νησιά στις γαλάζιες Πρέσπες με την έξαρση του ασκητισμού των σπηλαίων.
Έλατα, πεύκα, πορτοκαλιές, κυδωνιές, ελιές, παπαρούνες, γαρύφαλλα, ανεμώνες, πελαργοί, γλάροι, κύκνοι, περιστέρια, αετοί, ένας ατέλειωτος κόσμος χλωρίδας και πανίδας παρελαύνει και κοσμεί την ποιητική συλλογή με σκοπό να υπογραμμίσει ο ποιητής με τις φλέβες του ευαίσθητου, λυρικού χεριού του και το μεγαλείο της ερωτικής ψυχής που θεάται την Ιδέα και την απέραντη ομορφιά της ελληνικής φύσης υπό το πέπλο της προστασίας μιας υπερκόσμιας, μεταφυσικής δύναμης που δεν ονομάζεται, αλλά ως αναγνώστες τη διαισθανόμαστε. Η Φύση, άλλωστε, είναι η σκέψη του Θεού, η Πρόνοια, που δεν δημιουργεί τίποτα τυχαία, μια άπειρη ουσία χωρίς αρχή και τέλος, που περικλείει τα πάντα, και όπου τα πάντα συμβαίνουν λόγω μιας αναγκαιότητας.
Μέσα σ’ αυτόν τον ζωγραφικό πίνακα, μέσα στο κάδρο της Φύσης, ο ποιητής
Γιώργος Πολ. Παπαδάκης θα επανανοηματοδοτήσει τον Έρωτα επαναφέροντας την αρχέγονη ουσία του, ως μια ζωογόνο φλόγα δημιουργίας, που εξυψώνει σε σφαίρες ουράνιες. Θα υμνήσει τον Έρωτα, αλλά θα σεβαστεί και τον δίδυμο αδερφό του τον Αντέρωτα. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο πρώτος είναι o φτερωτός, ξανθός θεός, που με την επτάχορδη λύρα του θρέφει με χαρά και πληρότητα την  ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος είναι ένας μελαχρινός, σκοτεινός και μοχθηρός θεός με σύμβολό του το τόξο και τα βέλη, που πυροδοτεί το πάθος, που ανοίγει βαθιές λαβωματιές κι αφήνει ανοιχτές πληγές.  Τέκνα της Αφροδίτης και οι δύο. Ο ένας θεραπεύει τα τραύματα, που δημιουργούν τα φαρμακερά βέλη του άλλου. Ποτέ δεν συνυπάρχουν. Όταν βρίσκεται εν ενεργεία ο Έρωτας, παραμένει εν δυνάμει ο Αντέρωτας και το αντίστροφο. Ο ένας είναι ουράνιος, θεϊκός, ενεργοποιεί τον ανώτερο εαυτό μας, μας φέρνει σε επαφή με την ψυχή μας και την αυτοσυνειδησία μας, ο άλλος γήινος, με το βάρος του σώματος, προσκολλημένος στον υλιστικό τρόπο ζωής, κατευθυνόμενος από τα πρότυπα και τις επίπλαστες ανάγκες της κοινωνίας μετατρέπεται σε επιθυμία να αρπάξει και να συντρίψει την ελευθερία του άλλου, να γεννήσει ενοχές, να διατάξει, να εκμεταλλευτεί, να πληγώσει, να ταπεινώσει, να εδραιώσει την κυριαρχία του. Κι όπως επισημαίνει ο Nietzsche: «Οι εραστές, με τίμημα μια αναμέτρηση, ενώνονται μέσα από τις πληγές που ανοίγουν ο ένας στον άλλον.»
Η ποιητική συλλογή «Στα μπαλκόνια του ουρανού» είναι το πέρασμα από το σκοτάδι και τα τραύματα του Αντέρωτα στο φως και στην αρμονία του Έρωτα. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο έρωτας μετουσιώνεται σε  μια ακατανίκητη επιθυμία να συμπορευθούμε με τους Θεούς και να κατακτήσουμε την αιωνιότητα, όπως θεωρούσε κι ο Πλάτωνας.
Ο ποιητής Γιώργος Πολ. Παπαδάκης έχοντας αναμετρηθεί με τις πληγές του, έχοντας βιώσει την εμβάθυνση στην οικειότητα, την τρυφερότητα, την απομάκρυνση, την αγωνία, την προδοσία, το ανεκπλήρωτο, την πίκρα του χωρισμού,  θα δει τον έρωτα με τη ματιά του φιλοσόφου. Θα θεωρήσει ότι ο έρωτας ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες.
Θα νιώσει έλξη για τα ωραία σώματα, έλξη προς τις ψυχές, έλξη προς τη δημιουργία και τη γνώση και στο τέλος θα κάνει την υπέρβαση για να νιώσει έλξη προς το Ιδεατό Ωραίο και την Ιδέα της Ωραιότητας. Το Ωραίο είναι αιώνιο. Γι’ αυτό ο ποιητής χρειάζεται το βάθρο της Φύσης. Μέσα στην ωραιότητα και την αιωνιότητα της Φύσης θα κάνει την υπέρβαση από τον αισθησιασμό, από τους «χίλιους σάρκινους έρωτες καρφωμένους στα σεντόνια», από το «γεμάτος είν’ ο άνεμος από ξεκούμπωτες θηλυκές φορεσιές» στην «αγάπη, γλυκιά ατέλειωτη αγάπη, γυμνή στης θάλασσας την αμμουδιά!» και στο «Μην ξεχνάς την αγάπη, μην ξεχνάς το χάδι της μπιγκόνιας στα τρυφερά μαλλιά σου, το πέταγμα της μέλισσας που μας κοιτά απ’ το παράθυρο μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο καλοκαίρι. Μην ξεχνάς την αγάπη!». Η αιωνιότητα της φύσης θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα της αγάπης. Γράφει: « Πέρα στα φλογερά περβόλια, ’κεί που κατοικεί ο έρωτας, θα φυτέψω μια τούφα απ΄τα μαλλιά σου, για να σ’ έχω πάντοτε αιώνια εισπνοή…». Σε ένα άλλο ποίημα με εξομολογητική διάθεση αποκαλύπτεται: « Κοίτα! Στο μέτωπό μου αχνές είν’ ακόμα οι στάλες απ’ τον ιδρώτα. Είν’ εκεί χρόνια τώρα και κυλάνε, έτσι αδυσώπητα, σαν μικρές φωτιές στο ξέφωτο παγερής νύχτας. Δε μ’ ενοχλούν, μα μου θυμίζουν συνεχώς τ’ αείζωο κύλημα του χρόνου, το βουτηγμένο μέσα στο κάλυμμα σιωπής. »
Η σιωπή και η θλίψη είναι το αναγκαίο σκηνικό για να εμφανιστεί η Ιδέα. Πρώτα πληγώνονται τα μάτια του και έπειτα αλλάζει οπτική. «Σ’ αγάπησα σαν έλατο σκισμένο στα δυο…Σ’ αγάπησα σα φούντωμα από κουκουνάρια που κατρακύλησαν στης ρεματιάς τα μπράτσα».   Πρώτα θα  δει το θύμα, που είναι ο ίδιος του ο εαυτός, να υποφέρει και να συντρίβεται, να εξουσιάζεται και να ελέγχεται κυριαρχικά από το πάθος, που προέρχεται απ’ το ρήμα «πάσχω», να βυθίζεται στον παραλογισμό της εμμονής και της ματαιότητας κι έπειτα θ΄ αναστηθεί με την παλλόμενη χορδή της λύρας του Έρωτα, ως σύμβολο απόλυτης χαράς.
Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης βιώνει και συγχρόνως ατενίζει τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη απ’ όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες, που συντηρείται απ’ το μυστήριο και είναι ασύμβατος με τη λογική. Ο έρωτας ως ένας δαίμων στην ψυχή του, παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στη θνητότητα και στην αθανασία,  καθιστά την ευτυχία αδιαχώριστη από τη δυστυχία. Ένα αίσθημα συντριβής και από την παρουσία και από την απουσία του άλλου προσώπου. Με πόση μαεστρία ο ποιητής καταφέρνει να συγκεράσει τον ρεαλισμό με τον ρομαντισμό. Βιώνει τον ρεαλισμό, ατενίζει τον ρομαντισμό του έρωτα.
«Ό,τι μου πεις είναι καημός. Ό,τι μου ψιθυρίσεις έρωτας. Είσ’ εσύ! Είσ’ η αγάπη μου η αιώνια π’ ερωτοτροπεί με το Καλοκαίρι, π’ ανασαίνει στο ρυθμό του τζίτζικα. Ν’ αρπάξεις και συ ένα μπαστούνι ξωτικού για να με ξαναγγίξεις, να σβήσεις τη δίψα σου. Στις δυο χούφτες μου μέσα τις γιομάτες από νεραϊδόγαλο!».  
Ο ποιητής ερωτεύεται ως μαθητευόμενος κι αντιμετωπίζει τον έρωτα ως μια εγκόσμια μαθητεία με γράμματα ιερογλυφικά, γνωρίζοντας τη μεγάλη πιθανότητα να μην ανακαλύψει ποτέ καμιά αλήθεια, παρά μόνο να αποκρυπτογραφήσει ορισμένα σημεία με τον κίνδυνο πάντα μιας λανθασμένης ερμηνείας, διότι ενυπάρχει στον έρωτα μια υψηλού βαθμού εγγενής απροσδιοριστία.
Το αγαπημένο πρόσωπο, ένας άγνωστος κόσμος, ένα τοπίο θολό, ένας τόπος που εμπεριέχεται στο σώμα του άλλου, ένας  εντυλιγμένος τρόπος ζωής που πρέπει να ξεδιπλώσει. Ο ποιητής δεν σκέφτεται τον εαυτό του, σκέφτεται να βγει από τον εαυτό του. Ολότελα κενός από τον ίδιο κι απορροφημένος από το άλλο αυτό σύμπαν θα προσφέρει το πιο βαθύ κόκκινο της ψυχής του. « Ξανάλα! Ξανάλα μικρή αρχόντισσα με τα μαβιά τα μάτια και τα μπριλάντια στα μαλλιά! Θα σε φιλέψω μια χούφτα γάργαρο νερό απ’ τα χέρια του Δία κι ένα κομμάτι ανθόμελο φυλαγμένο στο κελάρι της καρδιάς μου. Δεν ξέρεις ότι δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ ;»  Μ’ ένα αίσθημα ανακριτικό ζητάει να μάθει ακόμα περισσότερα για το αγαπημένο πρόσωπο και μαθαίνοντας υποφέρει, γιατί πάντα υπάρχει κάτι που το Εσύ δεν ομολογεί και του κρύβει. «Για δες πώς κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη τ’ ουρανού οι λέξεις και δε λεν να πέσουν! Κουράστηκα να κρέμομαι απ’ των χειλιών σου τις παρυφές και ν’ αρμέγω την Άνοιξη μέσ’ απ’ τις νεκρικές βουνοκορφές της νιότης».
Μα πώς να βγει από τον εαυτό του, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος ν’ αποκλειστεί απ’ αυτόν; Μα πώς να εισχωρήσει σ’ έναν κόσμο που δεν του ανήκει, που ποτέ δεν θα κατέχει ολόκληρο; Η βασανιστική επιθυμία να κατέχει ερωτικά το άλλο πρόσωπο δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί ολοκληρωτικά. «Κι εσύ, εσύ υπάρχεις μόνο για μένα. Άσπρο μεγάλο καλοκαίρι. Τα δάχτυλά σου, στα δάχτυλά μου. Αιώνια!» Ο ερωτευμένος κυριευμένος από ρομαντικά αισθήματα, προϊόντα της υποκειμενικής του κρίσης, καθιστά το αντικείμενο του πόθου του  φορέα ευτυχίας και νοήματος στη ζωή, δεν δύναται ν΄ ανιχνεύσει ψεγάδια σ΄ αυτό, δημιουργεί ένα πλάσμα προικισμένο με χαρίσματα, ένα φανταστικό πλάσμα, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, αφού οι εραστές δεν γνωρίζονται. «Σε ξανακοίταξα γυμνή, με κλεισμένα τα βλέφαρα της επιθυμίας. Σε ξανακοίταξα γυμνή, έτσι όπως ήσουν πάντα, ορθάνοιχτη, ερωτική γραμμή νοτισμένη απ’ τις πρώτες σταγόνες της βροχής!». Το υποκείμενο προβάλλει τις επιθυμίες του και τις σεξουαλικές του ενορμήσεις στο αντικείμενο του πόθου. «Θά ’ρθω να τραγουδήσουμε μαζί δυο τραγούδια ερωτικά… Πόσες φορές θα σε ξαναδώ, έτσι μικρή γυμνή ατόφια, πάνω στα χέρια της θάλασσας της φεγγαρόλουστης, μαζί να ψηλαφίσουμε το πεσμένο φως των αστεριών, μαζί ν’ αρμενίσουμε στ’ αρχέγονα λιβάδια του Πόε; Κι όταν ιδωθούμε θα χτυπήσουμε τα πλήκτρα στα χέρια της Άνοιξης, να ζωντανέψουμε ξανά όλες τις νεκρές αχιβάδες, όλα τα δίστιχα τα ξεψυχισμένα ν’ αναστήσουμε, όλα τα λησμονημένα φεγγάρια του παρελθόντος να ξανανταμώσουμε!»
Μα όταν τα είδωλα, όταν τα κατασκευάσματα του νου χαθούν και αντικρίζει ο ένας τον άλλον, όπως πραγματικά είναι, τότε καταλύονται οι ψευδαισθήσεις κι οι αυταπάτες και η απογοήτευση είναι μεγάλη ή η οδύνη, θα έλεγα. « …Δεν ήσουν ήλιου ανασεμιά μήτε αγέρας ήσουν, μόν’ ήσουν έρωτα πληγή αίμα πηχτό στα χείλη της λεμονιάς πικρός ανθός της Άνοιξης η δύση!» Τότε συλλαμβάνει ο ποιητής την αλήθεια στον έρωτα, τη στιγμή που παύει να τον ενδιαφέρει, τη στιγμή που το Εγώ του, που αγαπούσε, έχει κιόλας εξαφανιστεί. « Δεν θα μιλήσω για τις φλόγες της καρδιάς που τυραννιούνται, μέσ’ το σεντούκι του εαυτού σου…μόν’ θα μιλήσω για τα ερωτικά φλογισμένα γράμματα της ψυχής που πέφτουν και χάνονται, πνιγμένα απ’ τα κύματα της αδιαφορίας!».
Η οδύνη του έρωτα, δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας κι αυτή, μια τεράστια ψευδαίσθηση. Πάσχει το ποιητικό υποκείμενο και συγχρόνως φοβάται την ίαση, γιατί η γιατρειά θα σβήσει για πάντα το παλιό του Εγώ, έτσι ώστε, τελείως αποκομμένο απ’ αυτό, ν’ αναστηθεί σ’ ένα διαφορετικό Εγώ. Για να λησμονήσει πρέπει να ξαναγυρίσει και να καταδυθεί στο είναι του για να διασχίσει αντίστροφα τώρα όλα τα συναισθήματα που βίωσε στον τότε μεγάλο του έρωτα. « Γκρεμίστηκες απ’ το βάθρο που σ’ είχα ανεβάσει. Κρίμα! Άλλη μια κούφια γης χωρίς σφυγμό. Άλλη μια πηγή ξερή χωρίς νερό. Άλλη μια ύπαρξη ρηχή χωρίς καημό. »
Ακολουθώντας αυτόν τον οδυνηρό δρόμο και δια της επαναλήψεως  μαθαίνει ότι οι άνθρωποι, που έγιναν η αιτία της οδύνης του,  που αγάπησε και τον έκαναν να υποφέρει, τώρα δεν μπορούν να ασκήσουν πια καμιά δύναμη πάνω του. Και κοιτάζοντας βαθιά μέσα στην ύπαρξή του αυτήν τη σπασμένη αλυσίδα από σημεία ερωτικής οδύνης, θα συνειδητοποιήσει σε βάθος χρόνου, ότι μεταστοιχειώθηκαν σε χαρά. Έγιναν εικόνα, ουσία, Ιδέα για να μπορέσει ν’ αγαπήσει ξανά απ’ την αρχή. Άλλωστε, είμαστε πάντα στο τέλος πιο πιστοί κι αφοσιωμένοι στον εαυτό μας παρά στο πρόσωπο που αγαπήσαμε πολύ. Οι οδύνες δεν ήταν εξαρτημένες από το αντικείμενο του πόθου του, ήταν ένα κακόγουστο αστείο, ένα τέχνασμα εις βάρος του εαυτού του. Όταν ατενίσει τον Άλλον ως Ιδέα, αμέσως η λύπη μεταπλάθεται σε χαρά. Υπάρχει μια θεϊκή μορφή στο πρόσωπο, που τον πλήγωσε και τον έκανε να υποφέρει κι εκεί κρύβεται η τέχνη του ζην. «Μην κοιτάς ποτέ πίσω άνθρωπε, μην τις πληγές ανασκαλεύεις, ο ποταμός κοίτα πώς τρέχει, πισωγύρισμα δεν έχει, τρέχα κι εσύ μαζί, του ποταμού τ’ ατέλειωτου τα νερά ακολούθα.»
Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης έχει έγνοια και άγρυπνη συνείδηση για την αγάπη. Δεν την αφήνει να χαθεί «ανάμεσα στ’ ανοιχτόχρωμα βλέφαρα του χρόνου». Από τα μπαλκόνια του ουρανού κοιτάζει τόσο μακριά, μα τόσο μακριά και ως άνθρωπος και ως ποιητής! Πόσο δύσκολο ν’ ανεβεί κανείς στα μπαλκόνια του ουρανού. Πόσο δύσκολο να ξεφύγει απ’ τον μικρόκοσμό του και να απλώσει τα φτερά του, να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα και ν’ αγναντέψει τη σιωπή! Θεωρώ συγκλονιστικούς - και με αυτούς θα κλείσω το ταξίδι - τους στίχους του: «Μην κοιτάξεις πιο πέρα από το πέρα, απλά κοίτα πιο πέρα από το πρέπει κι απ’ το γιατί.»
Μάρθα Παπαδοπούλου



Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

ΝΕΑ ΑΤΡΑΠΟΣ - ΜΑΡΘΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - STAXTES

ΠΟΙΗΣΗ

«Νέα Ατραπός» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη

Ο φιλοσοφικός, υπαρξιακός και ερωτικός Λόγος του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη στην ποιητική του συλλογή «Νέα Ατραπός», χαράζει όντως, όπως φανερώνει κι ο τίτλος, ένα καινούργιο μονοπάτι στον τρόπο αντίληψης του κόσμου και της ζωής, ομολογουμένως δύσβατο και ιδιαίτερο, αφού προϋποθέτει το άνοιγμα των βαθύτερων έσω ενεργειακών μας κέντρων.
Οι λέξεις του, οντότητες με σάρκα και οστά, αυθύπαρκτες και αυτάρκεις γεννήθηκαν μέσα στη σιωπή και σ’ αυτήν έχουν προορισμό να επιστρέψουν. Μέσα στη σιωπή θα γίνουν κραυγή.
«Η σιωπή είναι η κραυγή του άρρητου», θα μας πει και «αποφάσισα να γράφω δίχως λέξεις». Οι λέξεις του θα συνδιαλλαχθούν με τη σιωπή, αφού πρώτα απεκδυθούν αυτό που νομίζουν πως είναι, αφού απαλλαγούν από το παρελθόν και το μέλλον και ριζικά αποχωριστούν το Γίγνεσθαι, που φθείρεται και φθείρει.
Ο ποιητής Γιώργος Πολ. Παπαδάκης παλεύει με τον «πυρήνα των κυττάρων» του, ασπάζεται εν επιγνώσει τη φαινομενικότητα και την αυταπάτη και ταυτοχρόνως τις πολεμά, προκειμένου να φτάσει στο σημείο εκείνο, όπου το Τίποτα είναι το ίδιο με το Όλον, όπου το κενό ταυτίζεται με το πλήρες, το ζωντανό με το νεκρό, η διαφορά με την ομοιότητα. Πασχίζει να αγγίξει το Ένα, το άπειρο, το αιώνιο, που δεν έχει ιδιότητες, διότι έχει όλες τις ιδιότητες. Να κρατήσει την όντως Ύπαρξη, το ά-τομο που δεν τέμνεται, δεν θρυμματίζεται, διότι
αντιδρά η ύλη με την αντι-ύλη και παράγουν το Μηδέν. Μέσα στο Μηδέν βρίσκει το Είναι, αφού, όπως γράφει, «όλα τελειώνουν κάποτε κι αρχίζουν απ’ το Ένα», « το πούσι της ερήμου φεύγει κι έρχεται σαν παλίρροια», «ξανακάνει έναν κύκλο πάλι η ιστορία» και επειδή «η ιστορία θα ξαναγεννηθεί χωρίς την παρουσία σου».
Στα ποιήματά του διακρίνουμε επιρροές από την κοσμογονία των πρώτων φιλοσόφων της Ιωνίας, τους οποίους απασχόλησαν οι έννοιες της ύλης, της δύναμης, της κίνησης, της αέναης ροής και μεταβολής των πάντων. Τα στοιχεία του νερού, της φωτιάς, της γης και του αέρα είναι διάσπαρτα στη συλλογή «Νέα Ατραπός» και μας ψιθυρίζουν τα μυστικά τους μηνύματα. Είναι, επίσης, διάχυτη η αίσθηση πως όλα τα πράγματα φθείρονται και διαλύονται «εις τα εξ ων συνετέθησαν», όπως έλεγε ο Αναξίμανδρος για να μεταστοιχειωθούν τελικά σ’ αυτό που νοείται ως ακίνητο, αέναο και άπειρο, με τη διττή έννοια της λέξης, δηλαδή του αδιαπέραστου και του χωρίς τέλος. Το Είναι, που προϋπάρχει προαιώνια, κατέχει κυρίαρχη θέση στα ποιήματα και, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, σαν ζωντανή φωτιά εναλλάξ δυναμώνει και εξασθενεί χωρίς ποτέ να σβήνει εντελώς.

Ο ποιητής έχει βαθιά επίγνωση του Γίγνεσθαι. Τα λουλούδια δεν φύτρωσαν, τα κλειδιά χάθηκαν, οι στιγμές τον προσπέρασαν και τρύπωσαν στα αυλάκια της ζωής, οι γυναίκες με την αγέρωχη κορμοστασιά και τα σαν πετρωμένη λάβα στήθη έγιναν Λερναία Ύδρα και ο έρωτας κόσμησε το μέτωπό του με το στέμμα της λήθης. Οι μνήμες τον πληγώνουν, «ψίθυροι απ’ τη χοάνη του παρελθόντος» γλείφουν και γλύφουν τις πληγές του, παραισθήσεις κι ενοχές τον αποπροσανατολίζουν.
Συγκινητικός μέσα στην τραγικότητά του  ο ποιητής καλεί τον αναγνώστη όχι μόνο να αντιληφθεί την ψευδαίσθηση και τη ματαιότητα, όχι μόνο να  συλλάβει τη σπουδαία ρήση του Ηράκλειτου, «τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» αλλά κάτι πιο δύσκολο, να την αποδεχθεί. «Τι είσαι; Ένα δέντρο μοναχό στο δάσος του γαλαξία. Αποδέξου την αδράνεια..».
Αδράνεια σημαίνει κατανόηση των φυσικών νόμων, που αν ακολουθηθούν, δίνουν αληθινή δύναμη σε κάθε πράξη. Αυτό που χρειάζεται είναι να ακολουθήσει κανείς τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, να πάει με το ρεύμα. Αν ο άνθρωπος αφεθεί στο ρεύμα, αυτό θα τον ταξιδέψει παντού, αν  εναντιωθεί, θα τον εκμηδενίσει. «Ο Νόμος είναι το Ένα κι αυτός που ευδοκιμεί στον νόμο γίνεται ένα με το Ένα.», γράφει ο ποιητής. Σ’ αυτό το σημείο υπάρχουν σπέρματα της ανατολικής φιλοσοφίας. Αληθινή αρετή είναι η ικανότητα του καθενός μας να αναγνωρίζει τον Νόμο, τον Δρόμο, με άλλα λόγια την Αιτία, την Αρχή, το Απόλυτο, την Αρμονία, τον Θεό, την πρωταρχική ενέργεια, τη Φύση.
Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, επειδή διαθέτει ως άνθρωπος παιδεία, ευαισθησία και μια δυσεύρετη ανώτερη ευφυΐα, δεν θα πτοηθεί. Άλλωστε, όπως είχε πει ένας απ’ τους κορυφαίους λογοτέχνες και ποιητές του 20ου αιώνα, ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόυς, « Ένας ευφυής άνθρωπος δεν κάνει λάθη. Τα λάθη του είναι ηθελημένα κι αποτελούν πύλες ανακάλυψης». Θα αποφασίσει, λοιπόν, ο ποιητής να ζήσει χωρίς ζωή, να παλέψει χωρίς χέρια με το θεριό που τον συνθλίβει μέσα του, να χτυπήσει ο ίδιος την αχίλλειο πτέρνα του, πιο δυνατά και τελειωτικά από ό, τι τα βέλη του Πάρη και να λυτρωθεί.
Μήπως, όμως, πέφτει έτσι σε αντίφαση; Πώς να ζήσει κανείς χωρίς ζωή; Πώς να παλέψει χωρίς χέρια, πώς να τρέξει με την ακινησία του βράχου; Η απάντηση είναι «όχι». Είναι η δυνατότητα του ποιητή να προτάξει βαθιές φιλοσοφικές έννοιες  του Ζεν μέσα από την ανάδυση του παράδοξου. Είναι και θέμα «Αδράνειας», όπως προείπαμε. Αδράνεια σημαίνει ν’ αφήσεις το κάθε πράγμα να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει σύμφωνα με τη φύση του, να επιτρέψεις την ικανοποίηση της Φύσης. Να αφήσεις το κάθε πράγμα να βρει και να εκτελέσει τον προορισμένο από τη Φύση δρόμο και σκοπό του. Να μην σπρώχνεις, να μην βιάζεις τις εξελίξεις.
 Η Αδράνεια είναι η ατραπός, που ψάχνει ο ποιητής και αυτή δεν ανήκει στον κόσμο της αντίληψης, ούτε στον κόσμο της μη αντίληψης. Δεν είναι στο καλό, ούτε στο μη καλό. Είναι στην ελευθερία, στο να κοιτάζει ο άνθρωπος τη συνείδηση χωρίς περισπασμούς από τον έξω κόσμο για να φτάσει σε ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας. Η Ατραπός είναι βίωμα, ούτε ιδεολογία, ούτε θρησκεία. Και το κυριότερο: Όσο πασχίζεις να την πλησιάσεις, τόσο αυτή ξεμακραίνει από σένα, όπως ακριβώς κι η ευτυχία, το σπάνιο εκείνο πουλί, που έρχεται και κάθεται από μόνο του στον ώμο του ανθρώπου, που δεν έτρεξε να το κυνηγήσει ή να το φυλακίσει.
Δεν είναι, επομένως, τυχαίο, που η πένα του ποιητή κείτεται μεν νεκρή, όπως θα ομολογήσει, αλλά η ποίησή του υπάρχει και είναι τρεχούμενο νερό που δεν στερεύει, ζυγιασμένη στη χαρά και στον πόνο, στο δούναι και λαβείν, στη μοναξιά, στην προδοσία, στο άσπρο και στο μαύρο.
Μέσα στα θηρία του Γίγνεσθαι, που τον κυκλώνουν, ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης βρίσκει τον Εαυτό, γιατί όταν ανοιχτεί κανείς στον ωκεανό της πανανθρώπινης συνείδησης, οι σταγόνες του μικρόκοσμού του χάνονται, περνά στην έκσταση και συνειδητοποιεί ότι το «μακρινό» είναι το «δίπλα» και αυτό με τη σειρά του είναι το «μέσα» μας. Ναι, όλα γίνονται Ένα τελικά. Αυτό είναι το μονοπάτι, η Ατραπός, η Νέα Ατραπός που είναι και εξίσου πανάρχαια.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο της ποίησης του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, που φανερώνει την ευρυμάθειά του, την ευρηματικότητα και την γονιμοποιό δύναμή του είναι η διακειμενικότητα, δηλαδή μια ουσιαστική συνομιλία άμεσα ή έμμεσα με μοτίβα, ιδέες και σχήματα άλλων κειμένων. Τα διακείμενα (λέξεις, φράσεις, αναφορές, παραθέματα, περιγραφές) θα μας βοηθήσουν να ξεκλειδώσουμε την ερμηνεία των ποιημάτων του, να αναδείξουμε τη διαχρονική σχέση συνύπαρξης του έργου του με τα πρωτότυπα, είτε μέσω ενός δημιουργικού εμπλουτισμού είτε μέσω της ανατροπής των συμβάσεων και της απόκλισης από την νόρμα του καταξιωμένου προτύπου.
Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα «Εντροπία» είναι φανερή η αναφορά στον ήρωα του μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία» του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.  Όπως ο Ρασκόλνικωφ, λοιπόν, έτσι και το ποιητικό υποκείμενο θα ακολουθήσει μια πορεία εσωτερικής αναζήτησης, θα περιπλανηθεί «μέσα στων ενοχών την παραζάλη», σε παραληρήματα και παραισθήσεις που τον διαλύουν σωματικά και ψυχικά. Η μοναξιά γίνεται αβάσταχτη. Απομονώνεται, κλείνεται στον εαυτό του και στα αδιέξοδά του βιώνοντας  έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: « Θα κομματιάσω το χαρτί…θ’ αφήσω το μυαλό να σβήσει κάνοντας μικρούς αλλοπρόσαλλους ήχους, όπως το καυτό σίδερο στο νερό….σ’ ένα σαλόνι ξεφτισμένο απ’ τον χρόνο θα σωριαστώ να ψάξω αυτό που κρύβω μέσα μου». Χρέος του κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου είναι να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής και την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη συμπεριφορά του ανθρώπου και στο απρόβλεπτο αυτής. Ποιο είναι το ηθικό χρέος του ανθρώπου; Πώς εισχωρεί κανείς στα μύχια της ψυχής του; Υπάρχει θεός; Έχει δύναμη η αγάπη; Η αιώνια πάλη του ποιητή με τις λέξεις, με τα συναισθήματά του, η αγωνία του να υπηρετήσει την ποίηση, ο αγώνας του να σκοτώσει τους προσωπικούς του δαίμονες, η ακροβασία του κοιτάζοντας κατάματα το κενό για να συνεχίσει να γράφει. Γράφω σημαίνει υπάρχω. Το ερώτημα είναι «τι γράφω»; Τι προσφέρω στο ιστορικό γίγνεσθαι και πώς οι στίχοι μου θα αποτελέσουν το καταφύγιο του δοκιμαζόμενου ανθρώπου; Θα θρυμματιστεί ο ποιητής, όπως και ο Ρασκόλνικωφ, αλλά στο τέλος με μια μαγική κίνηση θα ενώσει πάλι τα κομμάτια του και θα συνεχίσει να γράφει. Η ποίηση είναι κάθαρση, είναι η πορεία προς τον «ανώτερο άνθρωπο». Αυτή την πορεία προσπάθησε να ακολουθήσει κι ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι, ακόμα κι αν χρειάστηκε να σπάσει τους ηθικούς φραγμούς και να περάσει στην απόλυτη ελευθερία και στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Αξίζει να σταθούμε, επιπροσθέτως, στο ποίημα «Έκλειψη», στο οποίο ο ποιητής επικοινωνώντας νοητικά με την «Έρημη Χώρα» του Τόμας Έλιοτ, δημιουργεί μια κατάσταση παρακμής και αποσύνθεσης. Χαρακτηριστικά γράφει: «Θ’ αδειάσουν τα μάτια μας…το χώμα ξερνά νεκρό σπέρμα. Βουλιάζουν τα νησιά κι η Πάτμος πρώτη… Η μέγγενη σφίγγει το ραβδί της μοίρας. Η ιστορία κλαίει τους πεθαμένους… Μας δέχθηκε η άβυσσος σα μαύρη τρύπα που κατέρρευσε κι ήπιε το φως της». Στο ποίημα αυτό πίσω από το δράμα, που φαίνεται να παίζεται, υπάρχει ένα άλλο δράμα που ξετυλίγεται παράλληλα και βαθύτερα στη συνείδησή μας. Οι στίχοι του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη εμποτισμένοι με συναίσθημα από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής του, προσδίδουν ένταση στις λέξεις και στις εικόνες και εξαιρετική ενάργεια στα μέσα έκφρασης.
Είπαν εναντίον του Έλιοτ, ότι εγκαταλείπει τον αναγνώστη του χωρίς προοπτική ελπίδας σε μια άνυδρη, διψασμένη, άγονη «Έρημη Χώρα». Δεν θα πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι παρ’ όλα αυτά έγραψε ποίηση και η Τέχνη με την αιώνια ροή των φτερών της ταξιδεύει τις ψυχές των ανθρώπων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο ποίημα «Έκλειψη». Η παρακμή που περιγράφεται με σκληρά περιγράμματα, ετοιμάζει το χώμα για ένα διαφορετικό αύριο. « Ας ανοίξει κάποιος μια οπή στο κούτελο του Μίθρα. Ν’ ανοίξει η επίφυση, να χυθεί γαλάζιο φως.» Ο Μίθρας είναι η προσωποποίηση του φωτός, ο καλός ποιμήν, ο προστάτης της αλήθειας, το σύμβολο της πορείας από το έρεβος της γης στο ουράνιο φως, η εγγύηση της σταθερότητας του κύκλου από την σκοτεινή νύχτα της έκλειψης στην καινούργια μέρα της αναγέννησης. Άλλωστε, δεν αρκεί να γεννιόμαστε. Γεννιόμαστε με σκοπό να ξαναγεννηθούμε. Ο βαθύτερα μελετημένος αναγνώστης θα αντιληφθεί την έμμεση αναφορά στο τρίτο μάτι (επίφυση) του ποιητή ως διόδου διάχυση του φωτός και διαφυγής από το υλιστικό Εγώ.
Κλείνοντας την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση της ποιητικής συλλογής «Νέα Ατραπός», θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην επισημάνουμε τα ποιήματα «Κατανόηση» και «Οι νεκροί δεν μιλούν», εμπνευσμένα και με αναφορές το πρώτο στο βιβλίο «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο και το δεύτερο στο διήγημα «Οι νεκροί» από τη συλλογή διηγημάτων «Οι Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόυς. Πρόκειται για δύο ποιήματα που σχετίζονται με την κατάβαση στον Άδη ή σε πιο γενικές γραμμές με τον κόσμο των σκιών σε μια προσπάθεια εξερεύνησης του ατομικού ή συλλογικού ασυνειδήτου, σε μια προσπάθεια να αποδομήσει κανείς τις άμυνες του και να φτάσει στα άδυτα της ψυχής του απογυμνωμένος. Μια μεταμορφωτική διαδικασία η διαισθητική ενόραση και η επαφή με την αύρα των νεκρών. Μια ίσως επώδυνη εμπειρία, μα τόσο γόνιμη. Κανείς δεν επιστρέφει από μια τέτοια εμπειρία μένοντας ίδιος. Οι νεκροί δεν εξαγοράζονται, δεν ξεγελιούνται. Είναι σαν την ώρα που δραπετεύουμε από τον εαυτό μας για να σωθούμε και τελικά πέφτουμε τρέχοντας μέσα του. Πολλές φορές στη ζωή χρειάζεται να πεθάνουμε για να συνειδητοποιήσουμε, ότι ζούμε  ή μάλλον καλύτερα τον τρόπο πώς να ζούμε. Άλλες πάλι φορές ζούμε όντας μέσα μας ολότελα νεκροί. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, πως είμαστε εν δυνάμει νεκροί και αυτό μοιάζει παρηγορητικό αφού «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν», όπως αναγράφεται στην Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους του αποστόλου Παύλου.


Συμπερασματικά, η συλλογή «Νέα Ατραπός» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη μας προτρέπει στο εδώ και τώρα της ευτυχίας, ως αφυπνισμένη συνειδητότητα. Αυτό που χρειάζεται είναι να καθαρίσουμε τον θολωμένο από τη σκόνη και τα φαντάσματα του παρελθόντος εσωτερικό μας καθρέφτη για να αντικατοπτρίζει τα βουνά, τις θάλασσες, τα δέντρα, τ’ αστέρια. Η ευτυχία είναι συνυφασμένη με την αλήθεια, ένας ίσκιος της αλήθειας. Για να αναζητήσει κανείς την αλήθεια πρέπει να γίνει ο ίδιος αληθινός και για να δει κανείς το θεϊκό στοιχείο της ευτυχίας χρειάζεται να κοιτάξει με  μάτια ευτυχισμένα. Πίστευε για να δεις και ποτέ το αντίθετο. Προσκύνα τα βουνά, τις θάλασσες, τα δέντρα, τ’ αστέρια. Σώπασε και περίμενε.

Μάρθα Παπαδοπούλου - φιλόλογος






ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...