ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ




 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ  ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΛΙΣΣΕ – ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ 1960


ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΗ ΟΜΑΔΑ


Για αρχή θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «Μεγάλη ομάδα». Πότε χαρακτηρίζουμε μια ομάδα «Μεγάλη». Στην χώρα μας δε νομίζω ότι το σκεφτόμαστε πολύ. Μεγάλες χαρακτηρίζονται οι ομάδες : Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός. ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Άρα σε πρώτη ανάγνωση μεγάλη θεωρείται η ομάδα που έχει κατακτήσει πολλούς τίτλους. Τότε γιατί ο ΠΑΟΚ θεωρείται «μεγάλη» ομάδα; Έχει κατακτήσει 2 πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα, ενώ και πριν το 1976 θεωρείτο «μεγάλη» ομάδα που δεν είχε κατακτήσει ούτε ένα πρωτάθλημα. Συνεπώς δεν είναι μόνο οι τίτλοι που καθιστούν μια ομάδα «μεγάλη». Είναι η ιστορία, ο φίλαθλος κόσμος που υποστηρίζει την ομάδα, το ειδικό βάρος του ονόματος  η πόλη που φιλοξενεί την ομάδα οι παρουσίες στην Α΄ εθνική κατηγορία και οι συμμετοχές στην Ευρώπη. Με αυτή τη λογική, ναι μεν οι μεγαλύτερες αμάδες στην Ελλάδα, είναι ο Ολυμπιακός ο Παναθηναϊκός κι η ΑΕΚ που έχουν κατακτήσει τους περισσότερους τίτλους αλλά με την ευρεία έννοια, είναι καμιά δεκαπενταριά ομάδες :

Λάρισα
Παναχαϊκή
ΟΦΗ
Πανιώνιος
Αιγάλεω
Πανσερραϊκός
Εθνικός
Απόλλων Αθηνών (Σμύρνης)
Άρης
Ηρακλής κ.α

Όταν στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχουν εκατοντάδες ποδοσφαιρικά σωματεία και ομάδες, δεν μπορεί για παράδειγμα ο Ολυμπιακός να είναι «μεγάλη» ομάδα και ο Πανιώνιος «μικρή», όταν υπάρχει ο Χαραυγιακός, ο Άγιος Δημήτριος, τα Πράσινα Πουλιά, κι ένα σωρό ομάδες στο τοπικό. Αυτές πως πρέπει να χαρακτηριστούν τότε; «Μικρούτσικες»; «Μικρότατες»; ή «Μικρούλικες»;
Συνεπώς υπάρχουν διαβαθμίσεις μεταξύ των αναμφισβήτητων δυο πρώτων ομάδων, της ΑΕΚ που ακολουθεί, του ΠΑΟΚ των δέκα δεκαπέντε ομάδων που προαναφέραμε και των υπολοίπων.



Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Η διαιτησία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση αποτελεσμάτων στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σε πάμπολλες περιπτώσεις ευνοούνται οι 3 ή 4 «μεγάλες ομάδες έναντι της οποιαδήποτε «μικρής». Αυτό δε γίνεται ούτε λόγω παρασκηνίου, ούτε λόγω κάποιων σκοτεινών δυνάμεων που δρουν υπόγεια. Γίνεται γιατί οι διαιτητές είναι άνθρωποι και επηρεάζονται από την πίεση του κόσμου και τον «τσαμπουκά» που εκπέμπεται κατά τη διάρκεια του αγώνα από τους παίκτες της ¨μεγάλης» ομάδας, οι οποίοι απαιτούν το παραμικρό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε αμφίρροπα παιχνίδι να σφυρίζει – σε κάποιες περιπτώσεις – ο διαιτητής υπέρ της «μεγάλης» ομάδας ή να τη σπρώχνει στις λεπτομέρειες «ωθούμενος» από την «μαγνητική δύναμη» του όχλου. Πόσα και πόσα 0-1, δεν έχουν καταγραφεί σε έδρες όπως η Πάτρα η Κρήτη , οι Σέρρες, από κάποιο αμφισβητούμενο πέναλτι ή σε πόσα ματς κυπέλλου δεν έχει ευνοηθεί ο «δυνατός» από κάποιο οφσάιντ που δεν υπήρξε ποτέ ή κάποια άλλη «λεπτομέρεια»; Ακόμα και σε ματς που δεν δίνεται κάποια ξεκάθαρη φάση υπέρ του «δυνατού» βλέπουμε να «σπρώχνεται» από το διαιτητή  ο οποίος δεν καταλογίζει τα φαουλ κατά του, έτσι συνεχώς ανανεώνει την κατοχή της μπάλας υπέρ του. Δυστυχώς όμως έτσι υπάρχει αλλοίωση της πραγματικής ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου και της «προϊστορίας» μεταξύ «μεγάλων» και μικρών» ομάδων.

ΤΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ

Πιστεύουμε ότι το μέλλον στο ποδόσφαιρο ανήκει στην τεχνολογία. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΨΕΥΤΙΚΑ ΓΚΟΛ (όπως του Μαραντόνα με το χέρι το 1986) και να τα επικυρώνουμε έστω και εκ των υστέρων με τη «λογική» : Ε, έτσι είναι το ποδόσφαιρο  γίνονται αυτά, σήμερα ο ένας αύριο ο άλλος».
Η κάμερα έχει αναπόσπαστη θέση στο παιχνίδι και σα βοηθός του διαιτητή. Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να αδικείται μια ομάδα: «Επειδή δεν είδε καλά ο επόπτης ή ο διαιτητής» ενώ έχουμε τη δυνατότητα ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. 
Το μέλλον ανήκει στην κάμερα. Ο ίδιος ο αγωνιστικός χώρος θα είναι μια τεράστια κάμερα και με ηλεκτρονικούς αισθητήρες θα στέλνεται σήμα για τις παραβάσεις που γίνονται. ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ.



ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ

Το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ. Για πάνω από ογδόντα χρόνια εκατομμύρια φίλαθλοι σε όλο τον κόσμο ασχολούνται με τη στρογγυλή θεά και παραληρούν στο κύλημα της. Ο κάθε φίλαθλος υποστηρίζει μια ομάδα, με την οποία ταυτίστηκε είτε λόγω εντοπιότητας, είτε λόγω – κυρίως – της φήμης που έχει αποκτήσει μια ομάδα λόγω της κατάκτησης τίτλων. Κυρίως είναι με μια ομάδα ΕΠΕΙΔΗ ΝΙΚΑΕΙ, γι αυτό και οι τρεις πρώτες προαναφερόμενες ως «μεγάλες» ομάδες έχουν τους περισσότερους οπαδούς. Επηρεασμένος από το κλίμα που επικρατεί στις τάξεις των φιλάθλων ο εκκολαπτόμενος οπαδός αναπτύσσει σταδιακά χαρακτηριστικά που είναι συνήθως κοινά μεταξύ των ομοίων του. Η αναφορά που θα κάνουμε αφορά τον Έλληνα οπαδό.

1)   Επιδεικνύει τα χρώματα της ομάδας του ή τα σύμβολα αυτής (φανέλες, μπρελόκ, καπέλα κλπ).
2)   Προσωποποιεί το όποιο αποτέλεσμα της ομάδας του χρησιμοποιώντας πρώτο ενικό ή πληθυντικό (αναφερόμενος στους υπόλοιπους οπαδούς). «Νίκησες σήμερα, να δούμε τι θα κάνεις αύριο…», «Εμείς χάσαμε, αλλά έφταιγε η διαιτησία…». Το σουρεαλιστικό σε αυτό είναι ότι προσωποποιεί κάτι που δεν έχει ο ίδιος συμμετοχή και είναι υπόθεση άλλων (παικτών, παραγόντων κλπ). ΚΟΜΠΑΖΕΙ δε για την ομάδα του λες και η επιτυχία είναι προσωπικής συμμετοχής του ιδίου, ενώ ξεχνάει ΟΤΙ Η ΟΠΑΔΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ «ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗ» Η φίλαθλη υποστηρικτική ιδιότητα προς κάποια ομάδα είναι απλά μια εκδήλωση προτίμησης, και τίποτα περισσότερο. Μια ΔΗΛΩΣΗ που ο καθείς μπορεί να την κάνει.  Δεν συμμετείχαμε στις νίκες, δεν προπονήσαμε την ομάδα, δεν παίξαμε, απλά ΔΗΛΩΣΑΜΕ ότι είμαστε οπαδοί μιας ομάδας. Μήπως πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν είναι «πιο μάγκες» οι φίλαθλοι μιας ομάδας που δεν έχει τίτλους ή διακρίσεις; Γιατί άραγε υποστηρίζουν αυτή την ομάδα.



3)   Δεν γνωρίζει την σημασία της λέξης «αντικειμενικός» ενώ αν ήθελε θα μπορούσε. Ο φανατισμός για νίκη υπερισχύει της ψύχραιμης παρατήρησης. Μπορεί – σε θεωρητικό επίπεδο – κάλλιστα κάποιος να έχει συναισθήματα για μια ομάδα, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να «δει» και αντικειμενικά τα γεγονότα. Ο οπαδός δεν το κάνει.

4)   Βγάζει υποτιμητικά ψευδώνυμα ή παρατσούκλια  για τους οπαδούς των ανταγωνιστικών ομάδων «Κούλα», «Βάζελοι», «Γαύροι», «Μπαουγκ», «Βούλγαροι», «Χανούμια», «Γύφτοι», «σκουλήκια» και άλλα που δεν αναγράφονται.


5)   Θεωρεί σχεδόν πάντα ότι είναι αδικημένος από τη διαιτησία και ότι το «σύστημα» είναι κατά της ομάδας του και τον αδικεί.


ΤΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ


Ουτοπικό αλλά το λέμε. Θα ήταν ιδεατό να  υποστηρίζει ο καθείς την ομάδα της περιοχής του ή της πόλης του. Δε νοείται πατρινός φίλαθλος γέννημα θρέμμα ή Λαρισαίος ή Κρητικός και να υποστηρίζει ομάδα του ΠΟΚ. Γιατί;; ΜΑ φυσικά επειδή «ΝΙΚΑΕΙ ΣΥΧΝΑ» ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΙΤΛΟΥΣ. Θα πρέπει οι τοπικοί άρχοντες να αφυπνίσουν την ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ φίλαθλη συνείδηση των παιδιών από τα σχολεία για την ομάδα που θα επιλέξουν και όχι την ομάδα ΠΟΥ ΘΑ τους «ΕΠΙΒΆΛΛΟΥΝ». Δήμοι με τεράστιο πληθυσμό στην Αττική όπως η Καλλιθέα ή το Περιστέρι, έχουν ελάχιστους φιλάθλους που υποστηρίζουν τις τοπικές ομάδες. Πρέπει να σπάσει η σάπια νοοτροπία : «Είμαι Αιγάλεω αλλά από τις «μεγάλες» Παναθηναϊκός».




ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

1)     Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων – για να μην πούμε όλοι – υποστηρίζουν μια από τις 4 ομάδες Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Σε αντίθεση με δημοσιογράφους του παρελθόντος (π.χ Φουντουκίδης) δηλώνουν απροκάλυπτα ποια ομάδα υποστηρίζουν και λειτουργούν ως φίλαθλοι. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ικανότητα τους. Αρκετοί από αυτούς είναι πράγματι αξιόλογοι αθλητικογράφοι.
2)     Υπάρχουν και εκπομπές σε κρατικά μέσα όπου σε φιλικό πάντα κλίμα – «αντιμάχονται» - ο ένας τον άλλον υποστηρίζοντας  ο ένας τον Ολυμπιακό και ο άλλος τον Παναθηναϊκό (για παράδειγμα).

3)     Τα πιο εκτενή ρεπορτάζ, αφορούν τις τέσσερις γνωστές ομάδες, αναφέροντας ακόμα και δευτερεύουσες λεπτομέρειες για παίκτες, (πως ένοιωσε το πρωί που ξύπνησε, αν είχε ενοχλήσεις στον αγκώνα, αν τον πόνεσαν οι κοιλιακοί όταν έβηξε κλπ )ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν δεκάδες και δεκάδες ομάδες για τις οποίες είτε δεν γίνεται αναφορά, είτε  γίνεται ελάχιστα. Οι υπόλοιπες ομάδες είναι απλά δορυφόροι που πλαισιώνουν το πρωτάθλημα των τεσσάρων.
4)     Από την περιγραφή των ποδοσφαιρικών αγώνων, αντιλαμβάνεσαι ότι ο σπήκερ «αγωνιά» περισσότερο για την «μεγάλη» ομάδα κάνοντας συχνές αναφορές για την επιτακτική ανάγκη που έχει την νίκη, ποιος παίκτης της συμπλήρωσε κάρτες και δε θα παίξει στο επόμενο παιχνίδι ή γίνεται αναλυτικός στον τρόπο που παίζει η ομάδα του,  μην αναφέροντας σχεδόν τίποτα για την ανταγωνίστρια ομάδα. Είναι σαν να μην υπάρχει
5)     Οι «θετικές» αναφορές στις «μικρές» ομάδες, συνήθως πλαισιώνονται από τη λέξη «συμπαθής», ή ιστορική» η οποία παραπέμπει σε υποτιμητικό τόνο, ακόμα κι αν ο δημοσιογράφος δεν το έχει αυτό σα σκοπό: «Η συμπαθής ομάδα των Πατρών», «ο ιστορικός Πανιώνιος» κλπ…
6)     ΠΑΝΤΑ σε νίκες των «μικρών» ομάδων έναντι των «μεγάλων» εξυμνείται το ΠΑΘΟΣ και η αγωνιστικότητα της «μικρής» που νίκησε φυσικά την …σκιά της «μεγάλης». Δηλαδή για να το επεξηγήσουμε : «Νίκησε επειδή δεν έπαιξε καλά η «μεγάλη», αποκλείεται δηλαδή να έπαιξε υπέροχα η τοπική ομάδα και να κατάπιε την «μεγάλη». [Στο ελληνικό ποδόσφαιρο ειδικότερα σε παλαιότερες εποχές όπου έπαιζαν περισσότεροι Έλληνες παίκτες η διαφορά στην ψυχολογία ήταν που έγερνε περισσότερο την πλάστιγγα μεταξύ των ομάδων. (και φυσικά η δύναμη του κόσμου). Έπαιζε η Καβάλα στη Λεωφόρο για παράδειγμα και «είχε χάσει από τα αποδυτήρια» λόγω συνδρόμου ηττοπάθειας περισσότερο.


ΠΕΡΙΤΩΣΗ ΗΤΤΑΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ» ΟΜΑΔΑΣ

Όπως είπαμε τα κλισέ είναι λίγο πολύ τα ίδια από το 1960 και μετά (ίσως και πιο πριν). Όταν χάνει μια από τις «μεγάλες» ομάδες χάνει επειδή είχε τον «κακό της εαυτό» κι όχι επειδή πραγματικά νίκησε ο αντίπαλος.

Παραδείγματα διατυπώσεων:

«Είμαστε άθλιοι σήμερα, δεν παίξαμε σαν Ολυμπιακός (Παναθηναϊκός ή ΑΕΚ…). Η ομάδα μας δε φοβάται τον αντίπαλο αλλά μόνο τον κακό της εαυτό..

«Ο Παναθηναϊκός (Ολυμπιακός, ΑΕΚ) είναι μεγάλη ομάδα και εμφανίσεις σαν την σημερινή δεν αρμόζουν στην ιστορία του…

«Δεν αποτελεί δικαιολογία αλλά έλλειπαν 2 βασικοί μας παίκτες σήμερα…Όμως αν παίζαμε σαν ΑΕΚ (Ολυμπιακός, ΠΑΟ) δεν θα είχαμε να φοβηθούμε κανέναν…




ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: Ποιος υγιής φίλαθλος δεν θα χαιρόταν ένα ελληνικό πρωτάθλημα όπου θα ήταν ανταγωνιστικό και θα είχαμε μια επανάληψη του 1988, όπου η Λάρισα κατέκτησε τον τίτλο; Ποιος υγιής φίλαθλος δεν θα επιθυμούσε ένα πρωτάθλημα όπου θα πρωταγωνιστούσαν τα Γιάννινα, ο ΟΦΗ, ο Απόλλωνας η Παναχαϊκή, και δεν θα άλλαζαν κάτοχο οι τίτλοι; Εν τέλει, ΠΟΙΟΣ ΔΕ ΘΑ ΉΘΕΛΕ ΜΙΑ ΛΕΣΤΕΡ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ;




ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΑΙΚΤΩΝ – ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΕΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ.

Οι κλισσαρισμένες δηλώσεις των παικτών σε πιθανές ερωτήσεις δημοσιογράφων.

Σε ερώτηση για το πώς νοιώθει που έβαλε το γκολ

Δεν έχει σημασία που έβαλα εγώ το γκολ, σημασία έχει ότι νίκησε η ομάδα.

Σε ερώτηση για το πώς βλέπει το ματς της Κυριακής

Αν παίξουμε όπως ξέρουμε (!!) και είμαστε ο πραγματικός μας εαυτός (ποιος είναι αυτός άραγε) δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν αντίπαλο.

Σε ερώτηση για ένα δύσκολο ευρωπαϊκό ματς

Σεβόμαστε την Χ αλλά αν παίξουμε μέσα στις δυνατότητες μας πιστεύω ότι θα πάρουμε ένα θετικό αποτέλεσμα…

Σε ερώτηση για πιθανή εύνοια της διαιτησίας

Δεν μας ευνοεί η διαιτησία. Είμαστε η καλύτερη ομάδα και το αποδεικνύουμε σε κάθε αγωνιστική. Μας ζηλεύουν γι αυτό τα λένε οι αντίπαλοι.

Σε ερώτηση στην περίπτωση μεταγραφής ενός παίκτη σε «μεγάλη» ομάδα.

Από μικρός ήμουν Ολυμπιακός (Παναθηναϊκός, ΑΕΚ). Είμαι ευτυχισμένος που θα παίξω στην ομάδα των ονείρων μου.

Σε περίπτωση ήττας από «μικρή» ομάδα.

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω την Ψ ομάδα, μας βρήκε μπόσικους σήμερα. Είμαστε σκιά του πραγματικού εαυτού μας γι αυτό χάσαμε.




ΜΕ ΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ Ο ΥΓΙΗΣ ΦΙΛΑΘΛΟΣ Η ΟΠΑΔΟΣ


1)   Φυσικά θα θέλει να νικήσει η ομάδα του, αλλά αν κατακτήσει την νίκη με εύνοια της διαιτησίας να έχει το θάρρος να το πει.

2)   Να ξεφύγει από τη λογική «πρώτος στο χωριό». Κάθε χρόνο ακούμε για την προσπάθεια των τεσσάρων ομάδων να συμμετάσχουν σε μια ευρωπαϊκή διοργάνωση και την  αγωνία που υπάρχει γι αυτό το σκοπό. Ποιος θα πάρει την θέση για τα play off, αν θα υπάρχει προκριματικός γύρος για το champions league, και γενικότερα μια επιτακτικότητα γι αυτό το στόχο. Στην πορεία όμως αυτό που ενδιαφέρει είναι ποιος θα έχει τα πρωτεία στην Ελλάδα ή ποιος θα είναι ο νικητής στο ντέρμπυ Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ – ΑΕΚ, ή ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός. Ακόμα και σε καθοριστικά νοκ αουτ ευρωπαϊκά παιχνίδια το Μάρτιο διαφαίνεται από δηλώσεις παικτών και δημοσιογράφων στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις, ότι πρώτιστος στόχος είναι ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ κι όχι να κάνουμε την πραγματική υπέρβαση που είναι να φτάσουμε στους τέσσερις στη Ευρώπη ή σε κάποιο τελικό. Ακόμα κι ο Ολυμπιακός που τα τελευταία 20 χρόνια έχει σαρώσει τους τίτλους σε τοπικό επίπεδο αντί να προσπαθήσει να κάνει μια ομάδα ευρωπαϊκά ανταγωνιστική, αυτό που κοιτάει είναι να κατακτήσει τον 43, 44 , 45 τίτλο. Έχει άραγε πλέον καμιά σημασία; Ή τόση σημασία; Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Καλύτερα (που λέει ο λόγος) να πέσει στην Β εθνική αν είναι να κατακτήσει το europa leuage. Αλλά πιστεύετε πραγματικά ότι θα το επιθυμούσε αυτό κάποιος φίλαθλος «μεγάλης» ομάδας;


3)   Να παίξει η ομάδα του καλύτερη μπάλα.


Τι σημαίνει παίζει μια ομάδα ωραίο ποδόσφαιρο; Ωραίο ποδόσφαιρο είναι αυτό που τέρπει το μάτι του θεατή ή του τηλεθεατή και ευχαριστιέται θέαμα και σασπένς. Το ωραίο ποδόσφαιρο, προϋποθέτει : γκολ, γρήγορο ποδόσφαιρο, ταχύτητα, αυτοματισμούς κινήσεων μεταξύ των παικτών, φαντεζί ενέργειες κλπ. Χρειάζεται δηλαδή η ομάδα να έχει αναπτύξει ένα «ποδοσφαιρικό στυλ» πέρα από συστήματα [πως καταλαβαίνουμε αμέσως ένα αγγλικό ντέρμπυ ή ένα ισπανικό από τον τρόπο με τον οποίο κινείται η μπάλα μέσα στο γήπεδο;]. Ελάχιστες ομάδες έχουν παίξει κατά διαστήματα τέτοιο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα το οποίο εξαρτάται :

1)   Από την ποιότητα των παικτών
2)   Από τη διάθεση του αντιπάλου να ακολουθήσει
3)   Από την ικανότητα του προπονητή στην τακτική.
4)   Από το πόσα χρόνια παίζουν μεταξύ τους οι παίκτες.


Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες ομάδες που έπαιξαν ωραίο ποδόσφαιρο.

Παναθηναϊκός: δεκαετία 1930
Φίλιπποι Καβάλας: δεκαετία 1930
Παναθηναϊκός: δεκαετία 1960
Δόξα Δράμας: δεκαετία 1950
Πιερικός: δεκαετία 60 (62 -63)
Παναχαϊκή: αρχές δεκαετίας 1970
ΠΑΟΚ: μέσα της δεκαετίας του 1970
Ολυμπιακός του Γουλανδρή, 1970
Ηρακλής: μέσα δεκαετίας 1980
ΑΕΚ τέλη δεκαετίας 1970
ΑΕΚ: αρχές δεκαετίας του 1990
Ολυμπιακός: (εποχής Βαλβέρδε).

Προσοχή: Δεν μιλούμε για καλές ομάδες (όπως πχ ο Παναθηναϊκός του Κυράστα) αλλά για ομάδες που έπαιξαν ωραίο έως εντυπωσιακό ποδόσφαιρο άσχετα αν συνοδεύτηκε από τίτλους ή όχι.
Συνήθως το ποδόσφαιρο που παίζεται είναι κλωτσοσκούφι. Δηλαδή:

1)   Ανικανότητα για μια σωστή σέντρα ή πάσα
2)   Συνεχή λάθη στις εναλλαγές
3)   Άθλια σουτ
4)   Συνεχείς διακοπές με φάουλ και σπάσιμο των νεύρων του θεατή.


Όταν λοιπόν ακόμα και στη δεκαετία του 2000 διακρίνεις, ότι όταν μια ελληνική ομάδα παίζει με μια πραγματικά μεγάλη ομάδα στην Ευρώπη  «χάνει τη μπάλα» αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι δε πάει καλά στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας».

Γνωστοί καταποντισμοί ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη:

Μπαρτσελόνα (Ισπανία) - ΠΑΟΚ 6-1 (1975)
ΠΑΟ – Αγιαξ 0-3 (1996)
Λίβερπουλ – Ολυμπιακός 3-1 (2004)
Γιουβέντους Ολυμπιακός 7-0 (2003)
Ρεάλ – ΑΕΚ 5-0 (1985)
Ρεάλ (Ισπανία) - Ολυμπιακός 5-1 (1997)
Τβέντε – Παναχαϊκή 7-0 (1973)
Μπαρτσελόνα (Ισπανία) - ΑΕΚ 5-0 (2001)
Μπαρτσελόνα (Ισπανία) -Παναθηναϊκός 5-0 (2005)
Ολυμπιακός – Σαιντ Ετιέν 1-3 (2009)
Μπαρτσελόνα (Ισπανία) - Παναθηναϊκός 5-1 (2010)
Ολυμπιακός Αντερλεχτ 0-3 (2016)


Το κύριο χαρακτηριστικό των πιο πάνω ματς ήταν

Α) πίεση των Ελλήνων παικτών ψηλά στην άμυνα(από τους ξένους)
Β) Όταν έπαιρνε τη μπάλα Έλληνας έπεφταν 3 ξένοι πάνω του σα σφήκες και του την έπαιρναν.
Γ) Η ξένη ομάδα ήταν μια ταχύτητα πιο πάνω από την Ελληνική
Δ) Όταν επιτίθενται οι ξένοι κατεβαίνουν με έως και 6 παίκτες στην ελληνική περιοχή σε αντίθεση με τους Έλληνες που ο παίκτης παίζει με πλάτη και όταν κατεβαίνει με δυσκολία και προσπαθεί να επιτεθεί (διότι οι αντίπαλοι πρεσάρουν και δεν αφήνουν να πάρει ανάσα) συνήθως τον ακολουθεί ένας οι δύο επιθετικοί με αποτέλεσμα να δώσει μια χαμένη μπαλιά ή σέντρα.

Το θέμα είναι ότι αυτές οι αγωνιστικές διαφορές, δεν έχουν να κάνουν απαραίτητα με την ποιότητα των παικτών αλλά με την ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ. Ναι. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα ύστεα από την έλευση δεκάδων ξένων προπονητών και παικτών στην Ελλάδα, η ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΜΕΙΟΝΕΚΤΕΙ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ. Δεν είναι τυχαίο που όταν γύρισε ο Γεωργάτος από την Ιντερ ανέφερε ότι : ‘τάφτυσε στις προπονήσεις». Κανείς δεν έδωσε σημασία σε αυτό. Κι αν οι ήττες της Παναχαϊκής από την Τβέντε το 1973 δικαιολογούνται (έφαγε τα γκολ μετά το 55) λόγω διαφοράς φυσικής κατάστασης και ημιεπαγγελματισμού ή και της ΑΕΚ από την Ρεάλ το 1985, ΟΙ ΉΤΤΕΣ ΑΠΌ ΤΟ 1995 ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ  δεν δικαιολογούνται.

Η δικαιολογία των διαφορετικών οικονομικά ροστερ δεν επαρκεί όταν έχουμε το παράδειγμα της Λέστερ ή και άλλων ευρωπαϊκών ομάδων όχι με βαρύτερο όνομα από τις δικές μας που έχουν κατακτήσει κύπελλα ΟΥΕΦΑ ή κυπελλούχων.
Αναφέρουμε μερικές:

Γκετεμποργκ : 1982
Εσπανιόλ :1988
Σεβίλλη : 2006, 2007, 2014, 2015, 2016
Πάρμα : 1995, 1999
Σάλκε : 1997
Σαχταρ : 2009
Σπόρτιγκ Λισσαβόνας : 2005

Η άποψη μας είναι ότι ο στόχος διάκρισης των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη, καταλαμβάνει μειωμένο χώρο στο συλλογικό οπαδικο ασυνείδητο,  από την διάκριση στην Ελλάδα. Δεν επενδύουν σωστά, δεν προγραμματίζουν σωστά, δεν πιστεύουν στην πραγματικότητα ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι σπουδαίο.

Όταν σα ποδοσφαιρική χώρα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι μέσα στις δυνατότητες μας η ευρωπαϊκή διάκριση, θα έρθουν και τα αποτελέσματα. Ειδάλλως ως τότε ΘΑ ΈΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΉ ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΦΙΛΜ : ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ, ΚΛΙΣΣΕ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΝΤΕΓΚΛΗΣΕΙΣ, ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΛΩΤΣΟΣΚΟΥΦΙ ΚΛΠ.









Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ – SAMUEL BECKETT



ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ – SAMUEL BECKETT (μετάφραση Αχιλλέας Αλεξάνδρου)   


Το κεντρικό θέμα του βιβλίου  (Πρώτος Έρωτας) αυτού του Μπέκετ είναι ο νεανικός έρωτας ενός 25χρονου με μια κοπέλα που γνώρισε σε ένα παγκάκι. Αν και ο τίτλος προϊδεάζει αλλιώς τον «ανύποπτο» αναγνώστη η ανάπτυξη του θέματος δεν εμπεριέχει ρομαντικά και λυρικά στοιχεία, άλλωστε τα χαρακτηριστικά αυτά  δεν ανήκουν στο στοχαστικό σύμπαν του συγγραφέα. Ο Μπέκετ στήνει το σκηνικό της γνωριμίας σε ένα παγκάκι που αποτελεί απλά την αφορμή για τα «πετάγματά» του.   Στη πραγματικότητα αποδομεί το ερωτικό στοιχείο προσφέροντας την πραγματικότητα με ωμότητα:

Περιγραφή ποδιών:

«…και κατεβαίνοντας μεθοδικά και χωρίς να βιάζομαι μέχρι τα πόδια, έδρα κάλων, κραμπών, πρηξιμάτων, σπασμένων νυχιών, κρυοπαγημάτων, ποδάγρας και άλλων παραδόξων».

Αποδόμηση ρομαντικού έρωτα:

«..Μπορεί να την είχα ερωτευθεί με έναν έρωτα πλατωνικό; Δυσκολεύομαι  να
το πιστέψω. Θα είχα χαράξει το όνομά της πάνω στις ξεραμένες σκατούλες της αγελάδας εάν ο έρωτας ήταν αγνός και ανιδιοτελής;»

Ενίοτε σαρκαστικός :

«Έπιασε να γδύνεται…Όταν οι γυναίκες δεν ξέρουν πλέον τι να κάνουν, γδύνονται, και είναι δίχως αμφιβολία το καλύτερο που μπορούν να κάνουν.»

Η πρωτοτυπία του Μπέκετ είναι πρωταρχικά γλωσσική. Δεν υπακούει ούτε στους κανόνες της φόρμας, ούτε της γραμματικής. Μπορεί να ξεκινήσει μια παράγραφο με λυρικό τόνο κι ύστερα στην ίδια παράγραφο να αλλάξει ύφος και να γίνει πρόστυχος ή ακόμα και ωμός, ενώ μπορεί να ξεκινήσει μια φράση τον ενικό και να την τελειώσει στον πληθυντικό.

Η αφήγηση αφού εστιάσει σε ένα θέμα π.χ στη γνωριμία με την κοπέλα στο παγκάκι, στο μονόλογο που ακολουθεί επεκτείνεται στον ουρανό, στο ίδιο το  παγκάκι, στο τι θα γινόταν αν έβρεχε, στο πρόσωπο της κοπέλας, στα πόδια, ακόμα και  σε «επεκτάσεις πάνω στις επεκτάσεις» π.χ όταν κάνει αναφορά στο πρόσωπο της το συσχετίζει με το πρόσωπο του νεκρού πατέρα του και τις διαφορές που υπάρχουν. Στην πραγματικότητα ο Μπέκετ ακολουθεί τη ροή της σκέψης και την «κάνει κείμενο». Ας το σκεφτούμε λίγο καλύτερα: Πόσες φορές μέσα στην καθημερινότητα, ένα απλό γεγονός, μια συνάντηση, ένα φαγητό, η παρατήρηση ενός γυναικείου σώματος, κατευθύνει τη σκέψη σε παράλληλες πραγματικότητες που συσχετίζονται με απίθανο τρόπο με το γεγονός; Μπορεί για παράδειγμα μια επίσκεψη στο σπίτι μας από κάποιο πρόσωπο να συντελέσει για τέτοιου είδους χαοτικές παρεμβολές. Το άρωμα του να είναι μια «άγκυρα» στο παρελθόν που μας θυμίζει μια άλλη γνωριμία και ταυτόχρονα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πόσο σκληρά πέρασε ο χρόνος ή να μας επιφέρει θλίψη αν το άτομο εκείνο δεν είναι στη ζωή. Ο Μπέκετ δεν κάνει μόνο αυτά αλλά και
φιλοσοφεί πάνω στα γεγονότα:

«Μου χρειάστηκε πολύς καιρός, ολόκληρη η ζωή μου, για να το πούμε έτσι, για να καταλάβω ότι τι χρώμα ενός μισοϊδωμένου ματιού, ή ακόμα η πηγή ενός μακρινού ήχου, είναι κοντά στη Giudecca, μέσα στην  κόλαση της άγνοιας, απ’  ότι η ύπαρξη του Θεού, ή η γέννηση του πρωτοπλάσματος, ή η ίδια η ύπαρξη, και απαιτούν περισσότερα, απαιτούν μια σοφία, που όμως τα θεωρεί ανάξια λόγου».


Το «παράλογο» ενυπάρχει με τα παραπάνω στοιχεία. Η διακωμώδηση ανθρώπων και καταστάσεων αποτελεί για τον Μπέκετ την κύρια διέξοδο από την διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο από το μοντέρνο άνθρωπο, τον ίδιο άνθρωπο που κατάφερε να κάνει δυο παγκοσμίους πολέμους μέσα σε τριάντα μόλις χρόνια. Ο σφιχτός λόγος, οι ανατροπές μέσα στην ίδια παράγραφο, η αλλαγή διάθεσης και η μεταφορά από το χαμόγελο στη θλίψη ενυπάρχουν στον «Πρώτο Έρωτα». Αυτός είναι ο Μπέκετ. 

βιογραφικά:

Ο Σάμιουελ Μπέκετ (αγγλ.Samuel Barclay Beckett) (13 Απριλίου 1906 – 1989) ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.
Το 1969 τιμήθηκε με το βραβείο νόμπελ ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας.

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΑΡΩΜΑ-ΠΑΤΡΙΚ ΖΙΣΚΙΝΤ

ΤΟ ΑΡΩΜΑ



Το «Άρωμα» εκδόθηκε το 1985 και εντυπωσίασε με την πρωτοτυπία του θέματος αλλά και την ωραία γλώσσα που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Ένα μυθιστόρημα εποχής (διαδραματίζεται στην Γαλλία του 18ου αιώνα) που αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως ένα «έργο περιπέτειας» ένα θρίλερ στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί ταυτόχρονα να  είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο. Η ποιότητα του έργου έγκειται στο γλαφυρό – αλλά όχι υπερβολικό – ύφος αφήγησης, στην δημιουργία ατμόσφαιρας, και στο ιδιότυπο ρεαλιστικό ύφος του συγγραφέα, που αναδεικνύεται μέσα από την μεγέθυνση της λεπτομέρειας.

Ο συγγραφέας, βαθύς γνώστης εκείνης της ιστορικής περιόδου, (18ος αιώνας) παρουσιάζει ένα γραπτό ανάγλυφο μιας συναρπαστικής εποχής με επίκεντρο μια ανθρώπινη λειτουργία: την όσφρηση. Το «άρωμα» περιγράφει την ζωή μιας ψυχικά διαταραγμένης προσωπικότητας – στα όρια του ψυχασθενούς – με το μοναδικό ταλέντο όχι μόνο να αναγνωρίζει αλλά και να δημιουργεί αρώματα και κολόνιες. Σε μια εποχή που το άρωμα αποτελούσε σύμβολο κοινωνικής προβολής και καταξίωσης ο Ζαν Μπατίστ Γκερνούιγ, καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια Γαλλία διαφορετική, γοητευτική και συνάμα επικίνδυνη. Η ικανότητα αυτή του Ζαν Μπατίστ θα τον οδηγήσει σε μια σειρά από περιπετειώδεις διαδικασίες και θα τον αναδείξει σε κορυφαία μορφή της αρωματοποιίας στην Γαλλία. Ταυτόχρονα όμως θα τον μπλέξει και σε καταστάσεις σκοτεινές και μακάβριες όπου ούτε ο πλέον ευφάνταστος νους θα μπορούσε να δημιουργήσει. Ο νεαρός είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη μυρωδιά από το κάθε τι έμψυχο ή άψυχο, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να κάνει τρομερούς χημικούς συνδυασμούς με στόχο την δημιουργία αρωμάτων. Αυτή του η εμμονή θα εξελιχθεί σε μανία που θα τον οδηγήσει στο ακατονόμαστο, αλλά αυτό είναι καλύτερα να το ανακαλύψει ο ίδιος ο αναγνώστης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.

Απόσπασμα:

 «Έκλεινε τα μάτια και συγκέντρωσε την προσοχή του στις μυρωδιές που έρχονταν από απέναντι. Ήταν οι μυρωδιές απ’ τα βαρέλια , ξίδι και κρασί, ύστερα πλήθος οι αβριές αναθυμιάσεις της αποθήκης μετά οι μυρωδιές του πλούτου που περνούσαν τους χοντρούς τοίχους σαν λεπτός χρυσός ιδρώτας, και τέλος οι ευωδιές ενός κήπου που πρέπει να βρισκόταν από την άλλη μεριά του σπιτιού. Δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει και να απομωνόσει τις τρυφερές μοσχοβολιές του κήπου, που μόλις και μετά βίας περνούσαν  πάνω από τα αετώματα  της σκεπής του σπιτιού για να φτάσου αδιόρατες πια στο δρόμο. Ο Γκρενουίγ ένοιωσε τις μανόλιες, του υάκινθους,  τις δάφνες, τα ροδόδεντρα, …- υπήρχε όμως ια κάτι ακόμα, κάτι εξαίσιο που μοσχομύριζε μέσα σε αυτόν τον κήπο, μια ευωδία τόσο υπέροχη, που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ (ή μάλλον όχι, την είχε ξαναμυρίσει μια και μοναδική φορά) στη ζωή του…Ήθελε, έπρεπε να πλησιάσει την πηγή της».  





Λίγα λόγια για το συγγραφέα:

Ο ΠΑΤΡΙΚ ΖΙΣΚΙΝΤ γεννήθηκε στη Γερμανία. Σπούδασε μεσαιωνική και σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έχει γράψει διηγήματα και συνεργάζεται με πολλά έντυπα ως δημοσιογράφος, ενώ γράφει επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο. Θεωρείται ένας από τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους συγγραφείς. ΤΟ ΑΡΩΜΑ εκδόθηκε το 1985, είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και έγινε παγκόσμια επιτυχία με αλλεπάλληλες επανεκδόσεις. Μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες, έμεινε στη λίστα των μπεστ σέλερ του περιοδικού Der Spiegel για 9 χρόνια, πούλησε περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντίτυπα, τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία, επιλέχθηκε από τους New York Times ως το βιβλίο της χρονιάς για το 1986 και γυρίστηκε κινηματογραφική ταινία, που προβλήθηκε στη χώρα μας από την ODEON.

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...