ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Η ΛΑΪΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΥΡΥΤΕΡΑ

Η ΛΑΪΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΥΡΥΤΕΡΑ
    (ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ Η ΤΕΧΝΗ)
Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές.

Αλμπέρ Καμύ
                                   
Το ερώτημα τι είναι υψηλή λογοτεχνία και  σε ποιους απευθύνεται (το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί και για την ζωγραφική ή τη μουσική) είναι διαχρονικό και φυσικά δεν πρόκειται να λυθεί μέσα σε ένα μικρό κείμενο. Μπορούμε όμως να θέσουμε ορισμένους προβληματισμούς και εν γένει να τοποθετηθούμε σχετικά με αυτό.  Έτσι θα αγγίξουμε απλά το θέμα αφήνοντας τον αναγνώστη να κρίνει τελικά τι είναι εκείνο που πραγματικά θεωρεί τέχνη: ένα δυσνόητο πρωτότυπο δημιούργημα, ή ένα έργο ευφυές που προκαλεί τέρψη και συγκίνηση;
Σαν βάση έναρξης του άρθρου, θα θεωρήσουμε το μυθιστόρημα. Δεν θα επεκταθούμε σε ρεύματα, σχολές και είδη μυθιστορήματος (εκτός του μοντερνισμού)αλλά θα μας απασχολήσουν οι λόγοι που καθιστούν ένα τέτοιο εκτενές πεζογράφημα ως «σπουδαίο». Όλες οι εκτενείς αφηγήσεις αφηγούνται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με κλιμακούμενο συνήθως ρυθμό και εμπεριέχουν στοιχεία όπως, η πλοκή, η ανάπτυξη των χαρακτήρων, οι ανατροπές στην πλοκή, σε κάποιες περιπτώσεις το σασπένς, το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει σε πολλές ιστορίες η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα.
Φυσικά υπάρχουν συγγραφείς που δεν δίνουν σημασία τόσο στην πλοκή όσο στη μορφή και τη χρήση της γλώσσας, ενώ άλλοι στην ανάπτυξη της ιστορίας και στην περιγραφή των χαρακτήρων. Στα συνήθη μυθιστορήματα αρκεί να ειπωθεί μια ιστορία με αξιοπρεπή τρόπο και να υπάρχει ένας αυξανόμενος ρυθμός στην πλοκή ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με την είσοδο του μοντερνισμού στην τέχνη στις αρχές του περασμένου αιώνα αλλά και του μεταμοντερνισμού αργότερα, το βάρος ενός έργου μετατέθηκε από την πλοκή σε άλλα σημεία, όπως η εσωτερική δύναμη και η πνευματικότητα, η γλωσσική αρτιότητα, το στοχαστικό υπόβαθρο, η ποιητική γλώσσα (αυτό το χαρακτηριστικό υπήρχε και παλαιότερα), η μη γραμμική αφήγηση, η εστίαση στη λεπτομέρεια και η ανάδειξή της, ενώ η  πρωτογενής «πρόκληση συγκίνησης» αφήνεται σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι έχουν γραφεί πολλά έργα «μη συμβατικού ύφους» από διάσημους συγγραφείς με μεγάλο κύρος που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο «Οδυσσέας»[1], του Τζόυς, «Στο Φάρο» της Βιρτζίνια Γουλφ, «Η Βουή και η Αντάρα» του Φώκνερ, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και αρκετά άλλα.
Τα έργα αυτά ανεξαρτήτως πωλήσεων δεν έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό (Αρκετοί άνθρωποι τα έχουν αγοράσει αλλά δεν έχουν καταφέρει να τα διαβάσουν).  Ο μέσος άνθρωπος – ακόμα και μορφωμένος να είναι – απωθείται από ιστορίες που δεν του κεντρίζουν το ενδιαφέρον για «το τι θα γίνει στη συνέχεια». Η αναμφίβολη ευφυΐα των συγγραφέων απευθύνεται στην ικανοποίηση διανοουμένων, ανθρώπων ειδικώς ασχολούμενων με την «υψηλή λογοτεχνία», σχολιαστών ή συγγραφέων που προσπαθούν να βελτιώσουν την γραφή τους μέσα από τέτοιου είδους επιρροές. Φυσικά αυτό δεν αφαιρεί σε τίποτα, ούτε από την μεγαλοσύνη των έργων αλλά ούτε και από την ιδιοφυΐα των παραπάνω συγγραφέων.
Πολλά αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να αντλήσουμε και από την μουσική και τη ζωγραφική. Είναι κλασικό το παράδειγμα του θεατή ενός ανεικονικού πίνακα ζωγραφικής που προσπαθεί να κατανοήσει: «τι θέλει να εκφράσει  ο καλλιτέχνης» ή του αναγνώστη ενός δύσκολου ποιητικού έργου που αναρωτιέται: «τι θέλει να πει ο ποιητής». Το ίδιο ισχύει και για ένα μουσικό έργο, όπου ο ακροατής ενός έργου του Στοκχάουζεν (π.χ) ακούει μηχανικά τη μελωδία (του έργου) που μπορεί να του φέρει και ύπνο. Κι όμως και ο Τζόις, και ο Στοκχάουζεν και ο Καντίνσκι και ο Μαλέβιτς θεωρούνται (και είναι) μεγαλοφυΐες που οριοθέτησαν την εποχή τους. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται μια παιδεία για να μπορέσει ο αμύητος σε ένα έργο τέχνης να αντιληφθεί αυτό που μπορεί να του προσφέρει ένα έργο απαιτήσεων.
Οι συζητήσεις που μπορούν να προκύψουν μέσα από μια τέτοια θεματολογία είναι δαιδαλώδεις και ατελείωτες. Εξαρτάται ποιόν έχεις απέναντι σου, την μόρφωση του, το πόσο διαβασμένος είναι, τα επιχειρήματα του, αλλά κυρίως: τις αισθητικές του προτιμήσεις. Έτσι μιλώντας με έναν σύγχρονο μοντερνιστή διανοούμενο, μπορείς να αναλώσεις ατελείωτες ώρες ακούγοντας τα τόσα θαυμαστά που έχει προσφέρει στον λογοτεχνικό κανόνα ο Τζόις και ο «Οδυσσέας» του και την τεράστια συμβολή του στην εξέλιξη της λογοτεχνίας. Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη θα απορριφθεί από εκείνον ως μη έγκυρη και ο φορέας της ως ένας αγράμματος λαϊκιστής, οπαδός της παραλογοτεχνίας[2]. Δεν θα έχει καμιά σημασία αν ο φορέας της αντίθετης άποψης είναι κι εκείνος ένας μορφωμένος, διαβασμένος και σύγχρονος διανοούμενος. «Στην πυρά» θα είναι η απάντηση. Ο καθένας το δικό του κριτήριο το θεωρεί θέσφατο. Όμως είναι θέμα γούστου!
Ενδιαφέρον έχει τι λέει για τον Τζόις και τον «Οδυσσέα» ο Πάολο Κοέλιο.
[3]«Σήμερα οι συγγραφείς θέλουν να εντυπωσιάζουν τους άλλους συγγραφείς». Ένα από τα βιβλία που προκάλεσαν μεγάλο κακό στη λογοτεχνία ήταν ο “Οδυσσέας” του Τζέιμς Τζόις - που είναι σκέτο ύφος. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί πέρα. Απογυμνωμένος, ο “Οδυσσέας” είναι ένα tweet». Έτσι ο συγγραφέας, επέκρινε τους συγγραφείς που θέλησαν να καταξιωθούν μέσω της «φόρμας» και όχι του «περιεχομένου». Συμπλήρωσε δε ότι η δική του επιτυχία οφείλεται στο γεγονός ότι είναι «ένας μοντέρνος συγγραφέας, παρά τα όσα λένε οι κριτικοί». Αυτό δεν σημαίνει, είπε, ότι το γράψιμό του είναι πειραματικό, κάθε άλλο, «είμαι μοντέρνος επειδή κάνω το δύσκολο να φαίνεται εύκολο, κι επομένως μπορώ να επικοινωνήσω μ' ολόκληρο τον κόσμο» τόνισε ο Κοέλιο.
Ας δούμε όμως και την αντίθετη άποψη.
[4]Ο T.S. Eliot (Ulysses, order, and myth, 1923) χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο έργο «ως την πιο σημαντική έκφραση που η σύγχρονη εποχή έχει βρει». Και αυτό γιατί η παράλληλη χρήση της ομηρικής Οδύσσειας από τον Joyce συνιστά μια νέα μέθοδο, τη «μυθική μέθοδο», που μπορεί, σύμφωνα με τον Eliot, να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης τέχνης. Ειδικότερα, σημειώνει:
Με τη χρησιμοποίηση του μύθου και πλέκοντας μια συνεχή παραλληλία ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Τζόις ακολουθεί μια μέθοδο που πρέπει μετά από αυτόν να ακολουθήσουν κι άλλοι. Δεν θα γίνουν μιμητές περισσότερο από τον επιστήμονα εκείνο που χρησιμοποιεί τις ανακαλύψεις ενός Αϊνστάιν για να προχωρήσει στη δική του ανεξάρτητη, βαθύτερη έρευνα. Είναι απλώς ένας τρόπος για να ελέγξει κανείς, να δομήσει, να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία.
Ο ίδιος ο Έλιοτ βέβαια δεν είναι και ο πλέον ευκολοδιάβαστος ποιητής. Για να κατανοήσει κάποιος την «Έρημη χώρα» (ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά έργα του εικοστού αιώνα)  θα πρέπει πρώτα να έχει πολλαπλές αναγνωστικές εμπειρίες και μελέτες διαφόρων σημαντικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, διότι η «Έρημη χώρα» «συνομιλεί» και με άλλα κείμενα).
Στον χώρο της μουσικής τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ. Σε συζήτηση με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή για αυτό το θέμα, έφερα το παράδειγμα του «Μεγάλου Ερωτικού» του Χατζιδάκι. Ένα έργο μεγαλόπνοο (1972) που μαζί με το «Άξιον Εστί» (1964) του Θεοδωράκη, θεωρούνται οι σημαντικότερες καταθέσεις στο χώρο της έντεχνης λαϊκής μουσικής του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα. Αφού εκθειάσαμε και οι δύο την μεγαλοσύνη του έργου και του δημιουργού, του ζήτησα να μου σφυρίξει μια μελωδία. Όπως αναμενόταν «δεν του ήρθε» κάποια, αλλά μου είπε ότι απολαμβάνει την ακρόαση του έργου κάθε φορά που το ακούει. Φυσικά δεν θα ίσχυε το ίδιο για τα λαϊκά του «Άξιον Εστί», ή για κάποιο τραγούδι του Λοϊζου ή του Ξαρχάκου κ.λπ.
Παράθεση αποσπάσματος συνομιλίας:
[6]Πώς συνδυάζεται η ποιότητα με την εμπορικότητα στη μουσική; Τι θεωρείται «μεγάλο τραγούδι»; Πού απευθύνεται ο συνθέτης, στον μυημένο ακροατή ή στο ευρύ κοινό;
Κοιτάξτε, υπάρχει η άποψη και την έχω ακούσει από σημαντικό συνθέτη, ότι «εμένα ευτελίζεται η μουσική μου άμα λάβω υπόψη μου τον κόσμο». Εγώ δε συμφωνώ με αυτή την άποψη. Εγώ θεωρώ θεμελιώδη  το κοινό και τη λαϊκή συνείδηση. Δε με νοιάζει το είδος της μουσικής ή του τραγουδιού. Θες δωδεκάφθογγο; Οκ! Αρκεί να μπορεί να είναι εύληπτο για τον κόσμο. Οι κριτικοί, αν θες οι μυημένοι, άλλα λέει ο ένας κι άλλα λέει ο άλλος. Σχόλια μπορούν να κάνουν όλοι κι οι συνθέτες όταν λέμε ότι συνηχεί το ντο με το σι, αλλά το θέμα είναι τι νόημα έχει αυτό για τον άνθρωπο που ακούει το έργο. Δες κι ιστορικά τι έχει σωθεί στην ιστορία της μουσικής, κάποια δημοτικά τραγούδια κι από την λεγόμενη σοβαρή μουσική ότι «πάει στο στόμα» π.χ από το Μότσαρτ η συμφωνία 40, η ενάτη του Μπετόβεν κι αρκετά άλλα μελωδικά.
Ναι, αλλά ζούμε στην   εποχή όπου η καλλιτεχνική ελευθερία προτάσσεται αυτού που προκαλεί αισθητική τέρψη.
Καμιά αντίρρηση, ο καλλιτέχνης κάνει ό,τι θέλει, αλλά κι ο κόσμος αποδέχεται ό,τι θέλει κι αγνοεί τα υπόλοιπα.
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι είναι ένα δύσληπτο έργο ή όχι, σε σχέση με την «Αθανασία» και της «Γης το Χρυσάφι» ή την «Επιστροφή»; Θέλετε να «σφυρίξετε» μια μελωδία, ας πούμε το «Κέλομαι σε γογγύλα» της Σαπφούς;
Κοιτάξτε, για κάποιους ανθρώπους μπορεί να είναι, εγώ όμως όταν το ακούω αισθάνομαι μια ευφορία. Μπορεί να μη θυμάμαι τη μελωδία που εχει «ντύσει» τη Σαπφώ, όπως θυμάμαι το «Ένα το Χελιδόνι», αλλά την ώρα που το ακούω εισπράττω μια ευφορία ψυχής.
Το ερώτημα που απασχολεί πολλούς εμπνευσμένους δημιουργούς είναι αν πρέπει το κοινό να «ανέβει σκαλοπάτι» ή ο δημιουργός να «κατέβει σκαλοπάτι»  και να προσεγγίσει την μεγάλη μάζα. Συζήτηση για το ίδιο θέμα έγινε με τον ζωγράφο  Δημοσθένη Κοκκινίδη.
[7]Μιας και αναφερθήκαμε στο μοντερνισμό στη ζωγραφική, μαζί με αυτόν έρχεται και το ακατάληπτο, έτσι; Πού απευθύνεται λοιπόν η νέα μορφή τέχνης;
Καταρχήν στον μυημένο. Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί ένα έργο στο βαθμό που είναι προσεγγίσιμο οπτικά. Αν είναι ένας πίνακας για παράδειγμα που τον έχει φτιάξει ο Πικάσο, δεν θα τον καταλάβει εάν δεν έχει μελετήσει θεωρία της ζωγραφικής.
Ναι, αλλά η τέχνη δεν απευθύνεται μόνο στους μυημένους αλλά και στον κόσμο, στο ευρύ κοινό. Εκεί τι γίνεται;
Η αγωνία μου από τα 30 μου χρόνια είναι πως θα μυήσουμε το κοινό. Είχαμε και παλαιότερα την ομάδα τέχνης, είκοσι καλλιτέχνες με πολλούς διάσημους μέσα, όπως οι Ζογγόπουλος, Μόραλης, η οποία είχε σκοπό να εξηγήσει στον κόσμο τι συνέβη με την αλλαγή στη ζωγραφική, κυρίως με την εμφάνιση του μοντερνισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό, αλλά όπως και να το κάνουμε το αισθητικά ωραίο και το κατανοήσιμο είναι που έλκει το μέσο άνθρωπο…
Μα ναι, γιατί είναι απεικονιστικό και ωραίο οπτικά. Αλλά δε φτάνει αυτό. Διότι δεν μας αρκεί ένα γυμνό του Βελάσκεθ, επειδή είναι κομψό και ωραίο. Δε φτάνει αυτό για να μπορείς να καταλάβεις την αισθητική του αξία, αν δεν έχεις μελετήσει εικαστικές τέχνες. Είναι κάτι βαθύτερο…Αν κάποιος δεν έχει την αγωγή αυτή δεν μπορεί να καταλάβει ούτε γιατί μια αρχαία λευκή λήκυθος είναι αριστούργημα, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας, το οποίο οι αρχαίοι το κάνανε σε τρία λεπτά. Είναι αριστούργημα γιατί απεικονίζει την πραγματικότητα με ένα τρόπο ο οποίος είναι πρωτότυπος για την εποχή του. Υπάρχει γνώση της ανατομίας και της αισθητικής της ανατομίας. Αλλά, επιμένω για να κατανοήσει ο μέσος άνθρωπος την αισθητική ευαισθησία, είναι δύσκολο άμα δεν έχει μια αγωγή επί των εικαστικών τεχνών η οποία είναι απούσα παγκοσμίως. Πώς να καταλάβεις το μέγεθος του Καβάφη, αν δεν γνωρίζεις ποίηση;

Μα ακριβώς αυτό είναι το θέμα σε αυτά που μας είπε ο κ. Κοκκινίδης, ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει πολλά από τον Καβάφη, γιατί μπορεί να «δονηθεί» μέσα από μια γλώσσα και μια αισθητική που μπορεί να την προσεγγίσει σε πρώτο επίπεδο. Φυσικά μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να εμβαθύνει. Αλλά το ποιήμα έχει επιτελέσει το σκοπό του, διότι προκαλεί συναίσθημα μέσα από μια επαρκώς κατανοητή γλώσσα. Δε χρειάζεται «σεμινάριο» για να καταλάβει κάποιος σε πρώτο επίπεδο ένα ποίημα του Καβάφη.
Διαβάζοντας ο μέσος αναγνώστης «τον εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ», ή τον «Φόβο» του Τσβάιχ  ή  «Τους Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι θα μπορέσει, να αρχίσει και να τελειώσει την ιστορία, ενώ είναι αμφίβολο αν θα το κατορθώσει με τον «Οδυσσέα» του Τζόις. Διαβάζοντας οποιοδήποτε έργο του Σαίξπηρ, ο επαρκώς καλλιεργημένος αναγνώστης θα μπορέσει να απολαύσει μια ιστορία, ακόμη κι αν δεν αντιληφθεί όλα τα επίπεδα του έργου. Και για να μιλήσουμε για τον μοντερνισμό, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Ντ.Χ. Λόρενς «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ», τον Φώουλς «ο συλλέκτης», «ο Μάγος», «Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοίαρχου», τον Μαν «Μαγικό Βουνό» που τα έργα τους όχι μόνο στέκονται στην κορυφή της παγκόσμιας λογοτεχνικής δημιουργίας αλλά  πούλησαν και αγκαλιάστηκαν από το ευρύ κοινό. Μήπως αυτή είναι η πραγματική επιτυχία; Ο συνδυασμός ποιότητας και ευρύτερης μετάδοσης του έργου; Θα μπορέσει άραγε ο ίδιος (μέσος) αναγνώστης να κατανοήσει τη «Βουή και τη μανία» του Φώκνερ;
Τα τραγούδια  του «Άξιον Εστί» ή της «Ρωμιοσύνης» του Θεοδωράκη, (σε στίχους Ελύτη και Ρίτσου) έρχονται στο στόμα του απλού εργάτη αλλά και του διανοούμενου ή του κουλτουριάρη. Αναμφίβολα δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον «Θρήνο για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας» του Ξαρχάκου ή για αντίστοιχα λαϊκά ορατόρια του Μαμαγκάκη ή άλλων έντεχνων δημιουργών.
Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος το ίδιο για τα μουσικά έργα του Χρήστου[8], του Καλομοίρη[9] ή τα ατονάλ έργα του Σένμπεργκ[10]σε σύγκριση με το «Μπολερό» του Ραβέλ ή την Carmina Burana» του Ορφ.  

Όταν εκδίδεται ένα βιβλίο, κυκλοφορεί ένας δίσκος, ή γίνεται μια έκθεση ζωγραφικής, δηλαδή γίνεται ένα έργο τέχνης εμπορεύσιμο, αυτόματα σημαίνει ότι πρώτιστος στόχος είναι να αγκαλιαστεί το έργο από ένα ευρύ κοινό. Αλλιώς η «μεγαλοφυΐα» θα έκανε μερικές κόπιες και θα τις μοίραζε σε λίγους μυημένους που  «μπορούν να καταλάβουν».
Το σίγουρο είναι ότι η πρωτοτυπία είναι ένα χαρακτηριστικό, που όταν πραγματικά υφίσταται καθιστά τον δημιουργό ξεχωριστό και το έργο ανεπανάληπτο. Ποια πρωτοτυπία όμως; Να διαβάζεις ένα κείμενο χωρίς σημεία στίξης, ακατάληπτο; Να προσπαθείς να ολοκληρώσεις μια σελίδα ή ένα κεφάλαιο ή ένα βιβλίο, και όταν ακόμα το καταφέρεις (στην καλύτερη περίπτωση το background να κοινωνήσεις τα βαθύτερα νοήματα), να αναρωτιέσαι για πoιο λόγο έπρεπε να δεινοπαθήσεις για να επιτευχθεί αυτό;  Να ακούς μια μουσική χωρίς καμιά μελωδική γραμμή βασισμένη για παράδειγμα στη δωδεκαφθογγική κλίμακα και να μην νιώθεις τίποτα; ή να βλέπεις ένα πίνακα ανεικονικό, αλλά να του αποδίδεται ξεχωριστή σημασία επειδή ο Χ «πρωτοτύπησε ως προς τον τρόπο  δημιουργίας ή θεματικής»; (Δε μιλούμε για τις περιπτώσεις όπου υπάρχει εμφανής έλλειψη παιδείας, αλλά για εκείνες τις «δήθεν» καταστάσεις, όπου ο δέκτης παριστάνει τον «ενθουσιασμένο» ενώ δεν έχει καταλάβει τίποτα, ή ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπερεκτιμημένος λόγω προβολής ή διαφήμισης). Φυσικά σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να χυθούν τόνοι μελάνης σε κριτικές και αναλύσεις για το «τι σκέφτηκε ο καλλιτέχνης» μέσα από  τις «κρυφές αλληγορίες» και τους συμβολισμούς.
Αυτή είναι όμως η τέχνη;
Με όλα τα παραπάνω δεν εννοούμε ότι η τέχνη έχει όρια ή ότι δεν υπήρξαν άνθρωποι που στέκονται στην κορυφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας παρόλο που το έργο τους δεν κατάφερε να περάσει στον κόσμο. Ο Τζόις για παράδειγμα με τον «Οδυσσέα» και την «Η αγρύπνια των Φίννεγκαν»  ώθησε την συγγραφική μοντερνιστική λειτουργία στα άκρα και τα βιβλία του πουλάνε ακόμα παγκοσμίως. Πόσοι από αυτούς που έχουν αγοράσει το βιβλίο το έχουν διαβάσει; Και πόσοι από εκείνους που το έχουν διαβάσει το έχουν απολαύσει; Και δεν μιλάμε μόνο για το μέσο άνθρωπο αλλά για φιλολόγους ή μορφωμένους ανθρώπους.
Οι απόψεις πάντως διίστανται. Ο Α. Σόμπεργκ: αναρωτιέται:«εάν είναι τέχνη τότε δεν είναι για όλους, αν όμως δεν είναι για όλους, τότε ίσως ακόμη δεν έγινε τέχνη.
Ενώ  ο  Ρόντα Αλεξάντερ πιστεύει: «αυτή είναι η μοίρα του καλλιτέχνη: Μια ζωή να τον κρίνουν άνθρωποι που έχουν λιγότερο ταλέντο, λιγότερη φαντασία και λιγότερο γούστο απο αυτόν». 

Εδώ θα πρέπει να σταθούμε σε κάτι. Υπάρχει πράγματι μια μειοψηφία αναγνωστών (που συνήθως είναι και οι ίδιοι συγγραφείς ή μεταφραστές) οι οποίοι έχοντας εξαντλήσει την «υψηλή λογοτεχνία» στην πορεία της ζωής τους (έχουν διαβάσει είκοσι ετών τον Ντοστογιέφσκι), πράγματι εξιτάρονται από κείμενα δυσκολοπροσέγγιστα από άλλους και πράγματι «αντλούν τέρψη» μέσα από αυτά. Πόσοι όμως είναι αυτοί και πόσο αντιπροσωπευτικό είναι το ποσοστό τους, και πόσοι είναι οι «δήθεν» που προτάσσουν ονόματα και βιβλία μόνο και μόνο για να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε μια ελίτ ανάγνωσης;
Ο ίδιος ο Τόμας Μαν αναφέρει για το «Μαγικό βουνό» έχοντας επίγνωση ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να διαβαστεί με «το ζόρι»:
[11]«Τι μπορώ τώρα να σας πω για το βιβλίο και για το πώς μπορεί καλύτερα να το διαβάσει κανείς; Θα αρχίσω με την αλαζονική απαίτηση να μην το διαβάσετε μία φορά, αλλά δύο. Μια απαίτηση που δεν χρειάζεται βέβαια να ικανοποιηθεί, αν κάποιος έχει ήδη βαρεθεί με την πρώτη ανάγνωση. Ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να αποτελεί καθήκον, ούτε προσπάθεια· δεν πρέπει να το αναλαμβάνει κανείς παρά τη θέλησή του. Ο στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί. Αν δεν έχει αυτά τα αποτελέσματα σε κάποιον αναγνώστη, αυτός πρέπει να το παρατήσει και να στραφεί σε κάτι άλλο. Αν όμως έχετε διαβάσει το «Μαγικό βουνό» μία φορά, σας συνιστώ να το διαβάσετε και μια δεύτερη. Ο τρόπος με τον οποίο έχει συντεθεί το βιβλίο έχει αποτέλεσμα η απόλαυση του αναγνώστη από τη δεύτερη ανάγνωση να είναι βαθύτερη». Ακριβώς όπως και στη μουσική χρειάζεται κανείς να γνωρίζει ένα κομμάτι για να το ευχαριστηθεί όπως πρέπει, χρησιμοποίησα επίτηδες τη λέξη «συντεθεί» αναφερόμενος στη συγγραφή ενός βιβλίου. 
Ο συγγραφέας Δημοσθένης Δαββέτας καταθέτει την άποψη του:
[12]Πού απευθύνεται τελικά το έργο τέχνης; Στο ευρύ κοινό ή σε κάποιους μυημένους; Τοποθετείτε τον Μπωντλαίρ, τον Ντίκενς και τον Σταντάλ δίπλα στον Τζόις, τη Γουλφ και τον Έλλιοτ;
Εδώ είναι το θέμα. Το λάθος της νεωτερικότητας, που το στηλιτεύω, είναι ότι πολλοί νεωτερικοί συγγραφείς παραγνώρισαν τις κλασικές αλήθειες, τις αιώνιες αρμονίες με αποτέλεσμα να χάσουν τον κόσμο, το ευρύ κοινό. Τους τοποθετώ στο ίδιο ακριβώς ύψος, με τη μόνη διαφορά ότι αν ο Τζόις και η Γουλφ είχαν γράψει μόνο τα τελευταία τους έργα, τον «Οδυσσέα» και τον «Φοίνικα», θα τους είχα πετάξει στα άχρηστα. Επειδή όμως έχουν γραφεί οι «Δουβλινέζοι» και το «πορτραίτο ενός καλλιτέχνη» αυτό φανερώνει με έναν κλασικό τρόπο την ανέλιξη ενός νέου ανθρώπου προς τη δημιουργία. Γι’ αυτό και μόνο αποδέχομαι τον Τζόις.  Αυτούς που είναι μόνο νεωτερικοί, χωρίς να έχουν περάσει από την εμπειρία του κλασικού τους θεωρώ επικίνδυνους και οριακούς.
  
Ο συγγραφέας Κώστας Μαυρουδής αναπτύσσει τις απόψεις του επί του ιδίου θέματος


Το θέμα κ. Μαυρουδή με την τέχνη είναι να προκαλεί τέρψη, ανεξαρτήτως εποχής και κατηγορίας.
Πιστεύω στην πραγματικότητά της και στη μεταβατικότητα, στην εικόνα και στο λόγο αντίστοιχα. Αν κονιορτοποιήσουμε το αντικείμενο, αν κάνουμε τη γλώσσα σκοπό, έχει αμφισβητηθεί ο ίδιος ο κόσμος. Χαμογελώ πάντα με κάτι που διάβασα παλιά. Ότι ο πατέρας του συγγραφέα Πολ Μοράν, τεχνοκριτικός ο ίδιος, του έλεγε: «Πρόσεχε, μέχρι τον Σεζάν, όχι πιο πέρα». Για να μιλήσουμε, ωστόσο, σοβαρά, έχω ανάγκη την αφήγηση, χρειαζομαι αναφορές. Για οποιαδήποτε πραγματικότητα χρειάζεται αυτή που ήδη υπάρχει. Η εξάρθρωση που είδαμε στη ζωγραφική δεν είναι μόνο μια κριση του αντικειμένου και της απεικόνισης αλλά και λύση ενός ηθικού συμβολαίου με τα ίδια τα πράγματα. Όταν στα Capriccios του Μάρλοου βλέπουμε τη Βενετία με κτίρια του Λονδίνου (π.χ τον Άγιο Παύλο), το παιχνίδι μπορεί να είναι ακόμα λειτουργικό, γιατί έχουμε αναφορές και διάλογο με τον κόσμο. Αργότερα η πίστη και η σχέση με την εικόνα γίνεται ερείπια.

Μιλήσαμε πριν για το «Μαγικό Βουνό», ένα αριστούργημα που ρίχνει φως σε μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα. Πείτε μου αν ο Οδυσσέας σας προκαλεί ανάλογα συναισθήματα.
Δεν έχω διαβάσει τον Οδυσσέα. Θα πεθάνω χωρίς να τον διαβάσω. Δεν αφορά τον ψυχισμό μου, ούτε μου δημιουργεί καμιά περιέργεια, εννοώ ότι δεν με έθελξε η αυτοαναφορικότητα. Η σχέση της γλώσσας κυρίως με τον εαυτό της, έχω γράψει κάπου, είναι σαν να πλένεται το νερό ή σαν ο καθρέφτης να κοιτάζει τον εαυτό του.

Ο Θάνος Μικρούτσικος:
[13]Το οικουμενικό και πρωτότυπο είναι το «μεγάλο». Δεν είναι κατ’ εμέ ο Ντίκενς πιο μεγάλος από το Τζόις. Ότι είναι οικουμενικό και πρωτότυπο είναι το σπουδαίο. Αν τώρα, για κάποιους λόγους έχουν γίνει κτήμα και ενός ευρύτερου κοινού ακόμα καλύτερα κύριε Παπαδάκη. Γι’ αυτό ο Ρίτσος είναι μεγαλύτερος κατ’ εμέ από το Σεφέρη. Δυο, είναι οι μεγάλοι της Ελληνικής ποίησης ο Ρίτσος και ο Καβάφης. Έτσι κι αλλιώς, ένα σωρό παράγοντες συντελούν με το να προβληθεί κατάλληλα ένα έργο τέχνης.
Δηλαδή για να το προεκτείνω πηγαίνοντάς το στη μουσική, μου λέτε, ότι αν υπάρχει κατάλληλη προβολή ο Χρήστου θα αρέσει στις μάζες εξίσου με τον Θεοδωράκη;
Όχι, δεν μπορώ να πάρω το υποδεκάμετρο και να το ορίσω αυτό. Άμα μιλήσουμε για την ουτοπική κοινωνία του Πλάτωνα για άλλους, του Μαρξ για μένα ίσως. Βασικά είναι θέμα παιδείας. Θα σας πάω αλλού κύριε Παπαδάκη. Εδώ και είκοσι χρόνια υπάρχει ένα θέμα με τις αθλιότητες των ιδιωτικών τηλεοράσεων, με το life style και τις κακές εκπομπές. Κάποτε πριν από χρόνια βρέθηκα σε μια δημόσια συζήτηση με ένα μεγάλο στέλεχος ιδιωτικού σταθμού. Εν συντομία η θέση του ήταν η γνωστή: «Αυτά θέλει ο κόσμος». Του απάντησα ως εξής. Το 1970, στην Αγγλία έγινε μια συζήτηση στα πλαίσια των εκδηλώσεων του BBC. Ετέθη λοιπόν το θέμα. Ποιος έκανε «το αυγό την κότα» ή η «κότα το αυγό»; Ένας φωτισμένος παραγωγός έκανε το εξής πείραμα. Πήρε οκτώ έργα σπουδαίων Άγγλων λογοτεχνών και τα έκανε σήριαλ. Παίζοντας αυτά τα σήριαλ τη δεκαετία του ΄70 το BBC έφτασε το ΄77 σε τηλεθέαση μεταξύ 35% και 50%. Ο κόσμος είχε συνηθίσει να παρακολουθεί σήριαλ ενός άλφα επιπέδου. Σε σχέση με το lifestyle έχουμε ένα τεράστιο άλμα. Τώρα, αν μπορέσει ο δέκτης, είτε τηλεθεατής είτε ακροατής να φτάσει στο Χρήστου ή στο Τζόις, μπορεί να είναι ακόμα πιο μακρά διαδικασία, δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια κάποιος. Στο κάτω κάτω της γραφής ας μη φτάσει στο Χρήστου…

Η θέση του Θάνου Μικρούτσικου είναι απόλυτα σωστή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σημερινή πραγματικότητα όπου κακά ή μέτρια βιβλία γίνονται best seller, ανάλογα αφενός με το ποιος είναι ο εκδότης, αφετέρου με την επιλογή του να «σπρώξει» στην αγορά κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο για δικούς του λόγους. Όμως το θέμα μας, δεν είναι αυτό. Διότι δεν θεωρούμε ότι το δεύτερο βαλς του Σοστακόβιτς[14] (το ίδιο και η συμφωνία Νο 40 του Μότσαρτ) χρειάζεται ιδιαίτερη «καμπάνια» για να συγκινήσει το ευρύ κοινό σε αντίθεση με ένα έργο του Στοκχάουζ που θα απευθυνθεί σε πιο «ειδικό κοινό».
Υπάρχουν έργα τέχνης υψηλής αισθητικής που απευθύνονται σε λίγους ενώ υπάρχουν έργα τέχνης υψηλής αισθητικής που απευθύνονται σε περισσότερους. Όλα πρέπει να είναι αποδεκτά, δεδομένου ότι το κριτήριο αποδοχής πρέπει να είναι το ίδιο το έργο και όχι η δημοφιλία του. Μπορεί το «Μπολερό» του Ραβέλ να αρέσει σχεδόν σε όλους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το επεδίωξε αυτό ο Ραβέλ. Πιθανότατα έτυχε. Οφείλουμε συνεπώς να είμαστε προσεκτικοί στις κρίσεις μας περί σωστού και λάθους, διότι απλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Υπάρχει μόνο λογοτεχνία, ζωγραφική και μουσική.
Θεωρούμε απαραίτητο να παρεμβάλλουμε εδώ ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του E.RGombrich, από το εξαιρετικό «Το χρονικό της τέχνης» που απαντά σε αρκετά ερωτηματικά.
[15]Τό γούστο στην τέχνη είναι, αναμφισβήτητα, κάτι απείρως πιο περίπλοκο
από το γούστο στην τροφή και στο ποτό. Τό θέμα δεν είναι μόνο να ανακαλύψεις διάφορες λεπτές γεύσεις, αλλά κάτι πιο σοβαρό και πιο σημαντικό. Σε τελευταία ανάλυση, οι μεγάλοι καλλιτέχνες έδωσαν ό,τι μπορούσαν σ' αυτά τα  έργα, υπέφεραν γι' αυτά, ίδρωσαν για να τα φτιάξουν, και έχουν, τό λιγότερο, το δικαίωμα να ζητήσουν από μας να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τί θέλησαν να κάνουν.
Τα όσα μπορούμε να μάθουμε για την τέχνη δεν έχουν τελειωμό. Πάντα μένουν καινούρια πράγματα ν' ανακαλύψουμε. Τα μεγάλα έργα τέχνης φαίνονται διαφορετικά κάθε φορά που τα κοιτάμε. Μοιάζουν να είναι τόσο ανεξάντλητα και απρόβλεπτα όσο και οι άνθρωποι. Είναι από μόνα τους ένας συναρπαστικός κόσμος με τους δικούς του παράξενους νόμους, τις δικές του περιπέτειες. Κανένας δεν πρέπει να νομίζει πως ξέρει τα πάντα γι’ αυτόν, γιατί κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να τα μάθει. Τίποτε ίσως δεν είναι τόσο σημαντικό όσο τούτο: για να χαρούμε αυτά τα έργα χρειάζεται ένα φρέσκο μυαλό, ένα μυαλό που να είναι έτοιμο να συλλάβει κάθε νύξη και να ανταποκριθεί σε κάθε κρυμμένη αρμονία, ένα μυαλό πού, πάνω απ' όλα, δεν είναι παστωμένο με ηχηρές λέξεις και στερεότυπες φράσεις. Είναι πολύ καλύτερα να μην ξέρει κανένας τίποτε για την τέχνη, παρά να έχει το είδος της ημιμάθειας που εκτρέφει το σνομπισμό. Ο κίνδυνος είναι πραγματικός. Υπάρχουν π.χ. άνθρωποι που έμαθαν, από δω κι από κει, τα απλά πράγματα που προσπάθησα να πω σε αυτό το κεφάλαιο, και που καταλαβαίνουν πώς υπάρχουν μεγάλα έργα τέχνης χωρίς καμιά από τις φανερές ιδιότητές της ομορφιάς στην έκφραση και στό σωστό σχέδιο. Οι ίδιοι όμως αυτοί άνθρωποι γίνονται τόσο υπεροπτικοί για τις γνώσεις τους, που τελικά προσποιούνται ότι τους αρέσουν μόνον έργα άσχημα και κακά σχεδιασµένα. Τους κυνηγά ο φόβος μήπως θεωρηθούν αγράµματοι, αν οµολογήσουν πώς τούς αρέσει κάποιο έργο που είναι έκδηλα ευχάριστο η συγκινητικό. Καταλήγουν να γίνουν σνόµπ, χάνουν την ικανότητα να χαίρονται πραγµατικά την τέχνη, και αποκαλούν «πολύ ενδιαφέροντα» όσα θεωρούν περίπου απωθητικά. Δεν θα ήθελα καθόλου να συµβάλω σε µια τέτοια παρεξήγηση. Προτιµώ να µη γίνω καθόλου πιστευτός, παρά να µε πιστέψουν µ’ αυτόν τον άκριτο τρόπο».

Όποια και να είναι η «αλήθεια» για την θέση της τέχνης και την πρόσληψή της από την κοινωνία, ένα είναι σίγουρο. Ότι αποτελεί μια λυτρωτική ατραπό για τους ανθρώπους που επιθυμούν να είναι κάτι παραπάνω από περαστικοί σε αυτή τη ζωή. Γιατί η τέχνη δεν αποτελεί μόνο δίοδο διαφυγής αλλά και τρόπο να δει κανείς διαφορετικά τα πράγματα, κυρίως εκείνα τα πράγματα που άπτονται της εσωτερικής ανάπτυξης της πνευματικότητας του ανθρώπου. Γιατί οι άνθρωποι δεν χωρίζονται μεταξύ τους σε αριστοκράτες και πληβείους αλλά σε καλλιεργημένους και ακαλλιέργητους.

(Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για μια περισσότερο διεισδυτική ματιά στο θέμα μπορεί να ανατρέξει στο εξαιρετικό, «Ιστορία των αισθητικών θεωριών» του Monroe CBeardsley, μτφρ: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Παύλος Χριστοδουλίδης).
                                                                                             Γιώργος Πολ. Παπαδάκης


[1] Βρόμικο, βλάσφημο, άσεμνο και τελικά αδιάβαστο έχει χαρακτηριστεί το βιβλίο του Τζόυς Ulysses (Οδυσσέας) από πολλούς. "Είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει", γράφει ο Τόμας Έλιοτ. Όπως και να έχει, είναι ένα βιβλίο που έφερε επανάσταση στη λογοτεχνία και στον τρόπο που τη βλέπουμε σήμερα. Ένα βιβλίο όπου ο ιρλανδικός λυρισμός και η ιρλανδική χυδαιότητα φθάνουν στα άκρα, συνθέτοντας ένα απολλώνιο και διονυσιακό αμάλγαμα.
Στον "Οδυσσέα" ο Τζόυς καταγράφει τις σκέψεις και τις πράξεις πραγματικών ανθρώπων, ακόμη και τις πιο αισχρές και άσεμνες. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει έναν νεωτερικό, μοντέρνο ήρωα, επιστρέφει στο ομηρικό έπος της Οδύσσειας και αποδομεί τον Έλληνα ήρωα, τον πολύτροπο Οδυσσέα, σε μια παρωδία "περιπλανωμένου Ιουδαίου". Στη θέση του ομηρικού Οδυσσέα τοποθετεί τον Οδυσσέα-Μπλουμ, που τον χαρακτηρίζουν ταπεινές ανθρώπινες δραστηριότητες και ιδιότητες, οι οποίες και περιγράφονται λεπτομερώς στο έργο.
Με το βλέμμα του "Οδυσσέα", το Δουβλίνο στις 16 Ιουνίου του 1904, μια μέρα κοινή όπως όλες οι άλλες, ίσως όχι κοινή για τον Τζόυς (τη μέρα αυτή είχε το πρώτο ραντεβού με τη Νόρα Μπάρνακλ, με την οποία συζούσε 30 χρόνια πριν την παντρευτεί), γίνεται το σύμπαν των ανθρώπων, της ιστορίας, της θρησκείας, του πατριωτισμού, της λαγνείας, της προδοσίας. Σχεδόν κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων ρέει, με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, στο ρεύμα του υποσυνείδητου και εκφράζεται περιγράφοντας την πραγματική ζωή της πόλης και των ανθρώπων της, σε μια μέρα.
Το βιβλίο είναι ένας καθρέφτης κρατημένος μπροστά στη ζωή, καμωμένος από λέξεις που μιλάνε για όλα τα "ανθρώπινα". Προθέσεις, επιθυμίες, κρυφές και φανερές, βίτσια, λαχτάρες, όνειρα, ματαιώσεις, ελπίδες ξεπετάγονται μέσα από χάσματα που αφήνουν οι λέξεις, απεικονίζοντας τη ζωή όπως είναι: κατακερματισμένη, παραμορφωμένη, θολή, διασπασμένη. (παρουσίαση από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
[2] Η Παραλογοτεχνία ως όρος παίρνει διάφορες ερμηνείες. Παλιότερα σαν παραλογοτεχνία, εννοούνταν τα λαϊκά (pulps) αφηγήματα μεταξύ αυτών και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Αργότερα εντάχθηκε και  η λογοτεχνία του φανταστικού, ενώ παραλογοτεχνία θεωρούνται και τα «ελαφρά μυθιστορήματα» ή ροζ. Για τους «βαρείς διανοούμενους» και απόλυτους στην σκέψη και την κρίση, η παραλογοτεχνία είναι:  Οτιδήποτε πουλάει.
[5] Τ.Σ. Έλλιοτ, Δεν είναι η ποίηση που προέχει, Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μτφρ, Στέφανος Μπεκατώρος, Πατάκης, Αθήνα, 2003, σελ. 344.
[6] Χρήστος Λεοντής, συνομιλία με τον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη, «Μου είπαν», 2013, Δρόμων, Αθήνα, 2013, σελ. 210-211.
[7] Δημοσθένης Κοκκινίδης, συνομιλία με τον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη, «Μου είπαν», 2013, Δρόμων, Αθήνα, 2013, σελ. 183-184.

[8] Ο Γιάννης Χρήστου (8 Ιανουαρίου 1926 — 8 Ιανουαρίου 1970) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και φιλοσόφους της μουσικής του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως Jani Christou. Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής και του έργου του ήταν οι έντονες φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες, τις οποίες συσχέτιζε άμεσα με την μουσική, προσπαθώντας να αναδείξει την πανανθρώπινη θρησκευτική, μεταφυσική και μυστικιστική της διάσταση, πέραν από ιστορικές περιόδους, τεχνοτροπίες, πολιτισμούς και συγκεκριμένα θρησκευτικά δόγματα. ‘Έχοντας βαθιές γνώσεις φιλοσοφίας, ψυχολογίας, θρησκειολογίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας, Ιστορίας της Τέχνης αλλά και αποκρυφισμού, ανέπτυξε το δικό του φιλοσοφικό σύστημα και τη δική του ορολογία για μια μεταφυσική της μουσικής και προσπάθησε ιδιαίτερα με τα τελευταία του έργα να υλοποιήσει τις ιδέες του σε ένα ευρύτερο «μεταμουσικό» πλαίσιο, όπου η μουσική ήταν κάτι πέρα από μουσική, συνεργαζόμενη με πολλές τέχνες με έναν νέο, υπερβατικό και λυτρωτικό τρόπο. (Από Wikipedia).
[9] Ο Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962) ήταν Έλληνας μουσικός και συνθέτης.Ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεώτερης Ελλάδας, όπως χαρακτηρίστηκε, υπήρξε η επιβλητικότερη μορφή της Εθνικής Σχολής.(Από Wikipedia).
[10] Ο Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg, 13 Σεπτεμβρίου 1874 - 13 Ιουλίου 1951) ήταν Αυστριακός συνθέτης, του οποίου η δράση συνδέθηκε με το μουσικό εξπρεσιονιστικό κίνημα όπως αυτό εκφράστηκε στην γερμανική ποίηση και τέχνη, ενώ στην συνέχεια αναδείχθηκε ως επικεφαλής της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Σένμπεργκ ωστόσο θεωρείται η επέκταση των ορίων της τονικότητας και κυρίως, η εισαγωγή της ατονικότητας. Είναι διάσημος για την θεμελίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, μιας μεθόδου με ευρύτατη επίδραση στην Σύγχρονη κλασική μουσική. (από Wikipedia).
[11] Τόμας Μαν, «Το Μαγικό Βουνο, Εξάντας, Αθήνα,1995, οπισθόφυλλο.
[12] Δημοσθένης Δαββέτας, συνομιλία με τον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη, «Μου είπαν», 2013, Δρόμων, Αθήνα, 2013, σελ. 121.
[13] Θάνος Μικρούτσικος, συνομιλία με τον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη, «Μου είπαν», 2013, Δρόμων, Αθήνα, 2013, σελ. 255-256. 
[14] Το βαλς γράφτηκε το 1938, και είναι μέρος του έργου του «Σουίτα για ορχήστρα Βαριετέ». Έγινε περισσότερο γνωστό μέσα από την ταινια του Κιούμπρικ, «Μάτια ερμητικά κλειστά» το 1999.
[15] E.HGombrichΤο χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1998,σελ. 36. 


Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Ο ΦΟΒΟΣ – ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ

Ο ΦΟΒΟΣ – ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ

            Ένα ακόμη βιβλίο του Τσβάϊχ (1920) που επιβεβαιώνει γιατί ο συγγραφέας απολάμβανε μια τόσο μεγάλη δημοφιλία στην εποχή του. Πρόκειται για μια νουβέλα 117 σελίδων που διαβάζεται απνευστί και αναδεικνύει με μεγάλη επιτυχία όλη την εσωτερική ανατάραξη που προκαλεί το αίσθημα του φόβου. Όταν ο άνθρωπος καταληφθεί από τον φόβο διαρρηγνύεται εντός του όλη εκείνη η θωράκιση που τον προστατεύει από τις έξωθεν επιθέσεις. Γίνεται έρμαιο μιας διαρκούς ανησυχίας, ανήμπορος να την ερμηνεύσει αλλά και να την τιθασεύσει και άγεται σαν ξύλινη μαριονέτα από βουλές μιας ανίκητης αίσθησης πανικού. Η Ιρένε στο κείμενο του Τσβάϊχ έχει καταληφθεί από το φόβο. Με ξεχωριστό τρόπο ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγηση από τα πρώτα στάδια κατάληψης της νεαρής γυναίκας από το αίσθημα του φόβου την στιγμή ακριβώς που φεύγει από το δωμάτιο του εραστή της. Ύστερα με δεξιοτεχνία καταφέρνει να κορυφώσει τα αισθήματα που παράγονται μέσα από την διαρκή ανησυχία που την έχει κατακυριεύσει, γράφοντας όχι μόνο ένα πετυχημένο θρίλερ αλλά ταυτόχρονα δίνοντάς μας ένα εκπληκτικό ψυχογράφημα.
Μτφρ: Κωνσταντίνος Κρίτσης
«…Έβγαλε μια κραυγή κι έτρεξε μακριά του, καθώς έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, κι ενώ πίσω της ερχόταν ένα ορμητικό κύμα ανθρώπων, ένα μαινόμενο πλήθος, αισθάνθηκε πως το φόρεμά της γλιστρούσε όλο και περισσότερο, ώστε μετά βίας το συγκρατούσε ακόμη. Ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε απότομα μπροστά της, κατέβηκε άρον άρον τη σκάλα για να σωθεί, αλλά κάτω την περίμενε και πάλι η μοχθηρή γυναίκα με τη μάλλινη φούστα και τα γαμψά της νύχια. Κατάφερε να της ξεφύγει από το πλάι κι έτρεξε μακριά, σαν τρελή, αλλά η γυναίκα όρμησε στο κατόπι της και την κυνήγησε μέσα στη νύχτα σε δρόμους μεγάλους, σιωπηλούς, ενώ οι φανοστάτες έσκυβαν από πάνω τους γελώντας ειρωνικά».
            Υπάρχουν στιγμές που ο αναγνώστης  αμφιβάλλει για την ψυχική  κατάσταση της ηρωίδας.  Αμφιβάλλει για την ψυχική της ισορροπία διότι υπάρχουν στιγμές που εκείνη κοντοζυγώνει την λεπτή εκείνη γραμμή που διαχωρίζει την λογική από την τρέλα. Η Ιρένε αποτελεί μια γνήσια εξπρεσσιονιστική φιγούρα της δεκαετίας του 1920, μια τραγική φυσιογνωμία που ο φόβος τής έχει παραλύσει κάθε δυνατότητα απόδρασης από την εφιαλτική πραγματικότητα που ζει, περιδιαβαίνει στους δρόμους και τα σοκάκια, κυνηγημένη από την ίδια της τη σκιά. Στο πρόσωπο της είναι αποτυπωμένη η ίδια η αγωνία που καθρεφτίζεται στον διάσημο πίνακα του Μουνκ. Και φυσικά η απιστία που διέπραξε είναι η αιτία δημιουργίας του φόβου. Γι’ αυτό και ο Τσβάϊχ επέλεξε μια γυναίκα για το ρόλο αυτό, δεδομένου ότι σε έναν άντρα θα ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος: «ικανοποίηση».



Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Η ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ like ΣΤΟ facebook

Η     ψυχοπαθολογία     των   like στο facebook

Το like  στο facebook δείχνει αποδοχή μιας ανάρτησης από έναν τρίτο (φίλο ή όχι). Σημαίνει «μου αρέσει αυτό που αναρτήθηκε», ή βίντεο, ή τραγούδι, ή σχόλιο ή φωτογραφία. Παρόλο που αυτό το μέσο κοινωνικής δικτύωσης απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, παρατηρείται το φαινόμενο άνθρωποι μεγάλης ηλικίας να αποζητούν τα like όπως ο διψασμένος το νερό. Μετρούν μάλιστα τον αριθμό των like, και όσο πιο μεγάλος είναι τόσο μεγαλύτερη «αποδοχή» νοιώθουν. Η παρακάτω προσέγγιση δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, δεδομένου ότι, λόγω των εκατομμυρίων χρηστών καθώς και των δισεκατομμυρίων αναρτήσεων, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν απόλυτες προσεγγίσεις.
Συνήθως δεν έχει σημασία το είδος και η ποιότητα της  ανάρτησης, μεγαλύτερη σημασία έχει το πρόσωπο που κάνει την ανάρτηση. Υπάρχουν άτομα που έχουν κερδίσει τη συμπάθεια πολλών και δέχονται like  σε ό,τι και να αναρτήσουν. Υπάρχουν άτομα «άχρωμα» ή αθόρυβα που ανεξαρτήτως αριθμού φίλων, τα like που εισπράττουν είναι λίγα ή ελάχιστα. Από ένα σημείο κι ύστερα, αν το άτομο που αναρτά είναι δημοφιλές για κάποιο λόγο, είτε επειδή είναι γνωστό σε πιο ευρύ κοινό είτε επειδή είναι μια όμορφη γυναίκα, ακόμα και «βλακείες» να αναρτά θα δέχεται σε λίγα λεπτά καταιγισμό από like.
Συνήθως δημοφιλή άτομα είναι εκείνα που οι αναρτήσεις τους σχολιάζουν κοινωνικά ή πολιτικά θέματα και είναι αιχμηρές ή περιέχουν καυστικά σχόλια. Αν δε τις διανθίζουν με λέξεις «καυτές» με ερωτικό υπόβαθρο, αποσπούν σίγουρα την προσοχή. Οι οπαδοί τους επευφημούν:«Πές τα ρε μάγκα». Φυσικά είναι  οι ίδιοι που δημιουργούν και «εχθρούς» ή αντιπάλους. Δεν τους ενδιαφέρει όμως. Οι αντίπαλοι «τους ζηλεύουν» και «τρέμουν» το «θάρρος της γνώμης τους». Η ανάγκη για προσοχή και αποδοχή μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να ξεπεράσει κάθε όριο  από τον «μάγκα/ισσα που λέει τη γνώμη του στα ίσα».
Οι αναρτήσεις και οι αντιδράσεις των «διάσημων» ή δημοφιλών προσώπων εμπεριέχουν ορισμένα μοτίβα που μπορούμε να δούμε (πάντα χονδρικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αντιδράσεις).
1)      Αν ο χρήστης είναι «φίρμα» πρώτης γραμμής, για παράδειγμα έχει 30 χρόνια ή 40 χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο και δουλεύει σε νυχτερινό κέντρο τυχαίνει μεγάλης αποδοχής από το κοινό. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν διατηρεί ο ίδιος  προφίλ («δεν προλαβαίνει») αλλά κάποιος παρατρεχάμενος ή έμπιστος.
2)      Αν είναι μικρότερης εμβέλειας «φίρμα», γνωστός από την τηλεόραση κ.λπ. (τραγουδιστής,  πολιτικός, ηθοποιός, δημοσιογράφος), μπορεί να έχει ο ίδιος προφίλ στο οποίο αναρτά τις «σοφίες» του αποσπώντας εκατοντάδες like, αλλά ουδέποτε απαντά. Αν απαντήσει θα είναι είτε σε γνωστό του, είτε γενικά. Αυτό δεν αποθαρρύνει όμως τους θαυμαστές του οι οποίοι εκφράζονται με τα καλύτερα λόγια και γράφουν τις απόψεις τους σε «σεντόνια» τα οποία τις περισσότερες φορές ουδέποτε διαβάζει. Τον ενδιαφέρει να «συντηρεί» το όνομα του στην επικαιρότητα.
3)      Αν είναι «μικροφίρμα» ή «φίρμα» παρηκμασμένη της δεκαετίας του 1970 ή του 1980, διατηρεί προφίλ και οι αναρτήσεις του δέχονται αρκετά like, ποτέ όσα οι δυο προηγούμενες κατηγορίες.  Απαντά ο ίδιος και ευχαριστεί τους θαυμαστές του για τα καλά τους λόγια. Ο τρόμος της λήθης κάνει πάντα τον άνθρωπο ταπεινότερο.
Ποια είναι όμως τα είδη των like;
1)      Το πηγαίο like, που το βάζει κάποιος επειδή πραγματικά του αρέσει αυτό που αναρτήθηκε.
2)      Το «μηχανικό» like που βάζει κάποιος σε ένα φίλο του, ό,τι και να αναρτήσει ή επειδή «λυπάται» κάποιον που έχει λίγα like.
3)      Το like που βάζει κάποιος σε μια ωραία γυναίκα ή σε μια «φίρμα» ή «μικροφίρμα» για να τον προσέξει και να δείξει ότι είναι «κολλητός» και υποστηρικτικός (Φυσικά είναι τόσα τα like που έχει λάβει ο «διάσημος» που δεν κοιτάζει καν ποιοι τα βάζουν).
4)      Τα like που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα μέλη μιας φατρίας, μιας ομάδας ας πούμε ανθρώπων που αλληλοϋποστηρίζονται (Αν βάλει κάποιος άλλος την ίδια ακριβώς ανάρτηση, δεν θα του γίνει like).
Υπάρχουν φυσικά και πλείστες όσες περιπτώσεις ατόμων που δεν βάζουν like, ακόμα και να τους αρέσει η ανάρτηση, γιατί δεν θέλουν να «δώσουν αξία» στο άτομο που έκανε την ανάρτηση. Αυτό γίνεται ή από κομπλεξικά άτομα, ή από άτομα που θεωρούν ότι «τιμούν» με τα like  τους τον συγκεκριμένο χρήστη (σνομπισμός), ή ακόμα κι από απλή αδιαφορία.
Μελέτες έχουν δείξει ότι κατά την αποδοχή ενός like πολλοί χρήστες αισθάνονται μεγάλη ευφορία και ανεβαίνει η ψυχική τους διάθεση. Αυτό συμβαίνει διότι εκκρίνεται ντοπαμίνη, το like δρα διεγερτικά όπως περίπου και το sex. Το αντίθετο αποτέλεσμα φέρνει η έλλειψη των like. Μάλιστα συχνά – πυκνά διαβάζονται βαρύγδουπες αναρτήσεις που λένε:«θα σβήσω όσους δεν τιμούν τη φιλία μας με like διότι δεν έχει νόημα να είμαστε φίλοι όταν δεν εκτιμούν αυτά που αναρτώ». Φυσικά είναι οι  ίδιοι που δεν «τιμούν με like» τους 3 ή 4 ή 5000 φίλους τους. Απαιτούν χωρίς να προσφέρουν.
Είναι προφανές ότι ο αριθμός των like δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Μπορεί μια ανάρτηση καταπληκτική να έχει εκατοντάδες ή και χιλιάδες like όπως και μια ανάρτηση κατάπτυστη. Ο πραγματικά σώφρων και συνετός άνθρωπος δεν δίνει σημασία ούτε στον αριθμό των like αλλά  ούτε «τρέμει» αν ξεχάσει να βάλει like σε μια ανάρτηση φίλου του. Αν τον εκτιμά τον παίρνει τηλέφωνο ή τον συναντά. Η κούφια ευχαρίστηση που αντλείται μέσα από τέτοιου είδους πατήματα κουμπιού δεν αντανακλά τίποτα περισσότερο από μια επιφανειακή ικανοποίηση που χάνεται και αυτή μέσα στο χάος των τρισεκατομμυρίων ψηφιακών δεδομένων.
                                                                                         Γιώργος Πολ. Παπαδάκης



ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...