ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Το «μυστήριο του κίτρινου δωματίου», αποτελεί αξιόλογο δείγμα γραφής του συγγραφέα του «Φαντάσματος της Όπερας» Gaston Leroux. Όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από μια απόπειρα δολοφονίας που λαβαίνει χώρα σε ένα μικρό κίτρινο δωμάτιο, με τον δράστη να έχει καταφέρει να ξεφύγει μέσα από αυτό.
Η γραφή του Leroux  κυμαίνεται στο κλασικό ύφος των συγγραφέων του 19ου αιώνα, με τις αναλυτικές περιγραφές και την έμφαση στη λεπτομέρεια. Οι πρωταγωνιστές του έργου, ο δημοσιογράφος με το «αστυνομικό μυαλό» Ρουλεταμπίλ και ο διάσημος ντετέκτιβ Φρεντερίκ Λαρσάν έχουν αναλάβει να επιλύσουν την υπόθεση. Η αφήγηση εκτυλίσσεται ομαλά και προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η έλλειψη όμως σκηνών δράσης και μεγάλων ανατροπών δημιουργούν «κοιλιά» στην ανάγνωση του κειμένου μέχρι και τα δύο τρίτα του έργου. Στο τελευταίο  τρίτο, η πλοκή κορυφώνεται με ανατροπές και κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος. Ο συγγραφέας με έντεχνο τρόπο κορυφώνει την αγωνία η οποία αφορά δυο σημεία: α) Το ποιος είναι ο υποψήφιος δολοφόνος β) Πως κατάφερε να ξεφύγει από το κίτρινο δωμάτιο. Στο τέλος ανατρέποντας κάθε πιθανή πρόβλεψη ακούγεται στο δικαστήριο το όνομα του δολοφόνου.

Μτφρ: Βαγγέλης Γιαννίσης

«Μόλις είχα αρχίσει να συνέρχομαι από την έκπληξη που μου προκάλεσε αυτή η νέα ανακάλυψη, όταν ο Ρουλεταμπίλ με έπιασε από τον ώμο και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο δωμάτιό του.
«Τι θα κάνουμε εκεί;»
«Θα εξετάσουμε το συμβάν».
Ομολογώ ότι δεν ήμουν σε κατάσταση να σκεφτώ, ούτε μπορούσα να καταλάβω πως ο Ρουλεταμπίλ  κατάφερνε να σκεφτεί ήρεμα, την ώρα που ήξερε ότι η δεσποινίς Στάγκερσον ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ο αυτοέλεγχός του ήταν ανεξάρτητος. Κλείνοντας την πόρτα του δωματίου του, μου έκανε νόημα να καθίσω σε μια καρέκλα και αφού κάθισε και εκείνος μπροστά μου, πήρε τη πίπα του. Καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί, και μετά κατέρρευσα – κοιμήθηκα…»


ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ – ΜΠΡΑΝΙΜΙΡ ΣΤΣΕΠΑΝΟΒΙΤΣ

 ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ– ΜΠΡΑΝΙΜΙΡ ΣΤΣΕΠΑΝΟΒΙΤΣ

Μια νουβέλα «ταχύτητας» και «φυγής» με την ψυχολογία του ήρωα να δοκιμάζεται σε όλη τη διάρκεια του κειμένου. Το κείμενο διαβάζεται απνευστί από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα με το συγγραφέα να αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που εγκαταλείπει τα εγκόσμια δεδομένης της συνειδητοποίησής του ότι είναι άρρωστος και πεθαίνει. Κυριολεκτικά το σκάει από το τραίνο στο οποίο βρίσκεται. Επιθυμεί να πεθάνει κάπου μόνος στη φύση. Κάποιοι άνδρες τον ακολουθούν για να τον βοηθήσουν αλλά αυτός μόλις το αντιλαμβάνεται, παρεξηγεί τις προθέσεις τους και εντείνει τις προσπάθειές του για διαφυγή. Η αφήγηση σπάει σε δυο μέρη: ένα από τη σκοπιά του άρρωστου ήρωα και άλλο ένα από τη σκοπιά των διωκτών του. Η ενδοσκόπηση που επιτυγχάνεται στην ψυχή του φυγά μέσα από τις αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις, την εναλλαγή της διάθεσης και τον πόνο ο οποίος σταδιακά μετατρέπεται σε εμπειρία λύτρωσης, συνταράσσει τον αναγνώστη με τον πρωτότυπο τρόπο που προσφέρεται από τον Στσεπάνοβιτς: Η λύτρωση επέρχεται μέσω της φυγής, αλλά δοσμένη μέσα από ένα αδιάκοπο τρεχαλητό. Κι οι διώκτες επίσης μεταβάλλονται ψυχολογικά κατά την διάρκεια της καταδίωξης. Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η έννοια της ελπίδας  μεταλλάσσεται από την πρωταρχική της μορφή: από ελπίδα για επιβίωση σε  ελπίδα για αξιοπρεπή θάνατο. Αλλά κι αυτό ακόμα δεν είναι προφανές για το φυγά. Πρέπει να προσπαθήσει για να το κατακτήσει. Μια αλληγορία για την δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και το δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει μόνος του το πώς θα πεθάνει. Η γραφή του Στσεπάνοβιτς ποιητική, με συγκρατημένο λυρισμό, σαγηνεύει.

Μτφρ: Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης

«Με το ξημέρωμα σταματάει για να ξεκουραστεί. Δεν ήξερε ούτε πόσο καιρό βάδιζε στο σκοτάδι και στο άγνωστο ούτε πού έφτασε. Αλλά ήταν σίγουρος ότι καλά έκανε που κατέβηκε απ’ το τραίνο και που σ’ αυτό το μικρό και άγνωστο σταθμό – ενώ στεκόταν μόνος και χαμένος ανάμεσα στις ράγες, στα βαρέλια από πίσσα, στα σκορπισμένα και διαλυμένα ξύλινα κιβώτια – ένιωσε την επιθυμία να φύγει στο σκοτάδι και μακριά όσο πιο μακριά από τους ανθρώπους και από κάθε τι που, έστω για μια στιγμή, θα μπορούσε να τον αναγκάσει να ζητήσει από οποιονδήποτε παρηγοριά ή βοήθεια».   


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΚΑΤΣΜΠΥ - ΦΡ. ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ  ΓΚΑΤΣΜΠΥ

Ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ», το κορυφαίο έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, αποτελεί μια τοιχογραφία της Αμερικής αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο «Γκάτσμπυ» είναι περισσότερο ένα έργο «ιδέας» με την έννοια ότι ο συγγραφέας δίνει μια σημαντική εικόνα του «αμερικάνικου όνειρου», την κατάκτηση του πλούτου και την περιγραφή της ζωής των ανθρώπων που μέσα από το όνειρο και την «μεγάλη ζωή» κρύβονται τα χαμηλότερα ανθρώπινα ένστικτα. Ο Γκάτσμπυ είναι η ίδια η ενσάρκωση του «αμερικάνικου ονείρου». Ωραίος και πάμπλουτος με μυστηριώδες παρελθόν έχει σαν στόχο της ζωής του την καρδιά της Νταίζυ Φέυ, μιας νεανικής του αγάπης. Έτσι ο Φιτζέραλντ δημιουργεί το προκάλυμμα ενός ρομαντικού μυθιστορήματος, ενώ στην πραγματικότητα προτάσσει την ανάπλαση των χαρακτήρων, τον τρόπο σκέψης τους και το κλίμα της εποχής πριν το Μεγάλο Κραχ. Το κλίμα της εποχής περιγράφεται ανάγλυφα στο βιβλίο. Η άνθηση της εγκληματικότητας, το λαθρεμπόριο, ο έκλυτος βίος, τα μεγάλα πάρτι, όλα δίνονται μέσα από την μουσική υπόκρουση της τζαζ μουσικής.

Από πλευράς γραφής το μυθιστόρημα κινείται στο γνωστό ύφος της κλασικής περιγραφής με αρκετούς διαλόγους και σταδιακά αυξανόμενη ένταση. Ο ήρωας γοητεύει μέσα από τον μυστηριώδη, παράτολμο και γοητευτικό εαυτό του.  Ο συγγραφέας αργεί να εισαγάγει τον Γκάτσμπυ στη ροή της πλοκής για να προσδώσει ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση στην «είσοδό» του η οποία σε πρώτο επίπεδο είναι απλή. Φροντίζει όμως να κορυφώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη διότι τροφοδοτεί το κείμενο με κουτσομπολιά και απόψεις των άλλων χαρακτήρων για τον μυστηριώδη κύριο Γκάτσμπυ.
Το βιβλίο απέτυχε εμπορικά, ενώ μέχρι και το 1940 που πέθανε ο Φιτζέραλντ είχαν πουληθεί ελάχιστα αντίτυπα. Πέρασαν τουλάχιστον δέκα χρόνια μέχρι το βιβλίο να αρχίσει να πουλάει, όταν ο εκδοτικός οίκος Edmund Wilson, επανέκδωσε τον Γκάσμπυ μαζί με τον «Μεγιστάνα» σε μια προσπάθεια να επανεκτιμηθεί το έργο του Φιτζέραλντ.

Μτφρ: Γρηγόρης Παπαδογιάννης


«Ξεχώρισε ένα σωρό από τα πουκάμισα και άρχισε να τα ρίχνει ένα ένα μπροστά μας από καθαρό λινό ύφασμα και παχύ μετάξι και υπέροχη φανέλα, που ξεδιπλώνονταν, καθώς έπεφταν και σκέπαζαν  το τραπέζι με μια πανδαισία χρωμάτων. Όσο τα θαυμάζαμε τόσο περισσότερα έφερνε, και ο απαλός πλούσιος σωρός γινόταν όλο και ψηλότερος – πουκάμισα με ρίγες και ελικοειδή μοτίβα και καρό σε χρώμα κοραλλί και στο πράσινο του μήλου και στο μοβ της λεβάντας και σε αχνό πορτοκαλί, με μονογράμματα σε ινδικό μπλε. Ξαφνικά, με ένα πνιγμένο ήχο η Νταίζυ έγειρε το κεφάλι πάνω στα πουκάμισα κι άρχισε να κλαίει γοερά. «Είναι τόσο όμορφα τα πουκάμισα» έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της, με τη φωνή της να χάνεται μέσα στα ρούχα. «Με γεμίζουν θλίψη γιατί… γιατί δεν έχω ξαναδεί ποτέ πριν τόσο ωραία  πουκάμισα».

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...