ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

William Faulkner, Ο Αχυρώνας που φλέγεται, Κίχλη


ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ, Ο ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ, Κίχλη, 

Συμπαγές (με την έννοια της πυκνής γραφής) διήγημα του Ουίλλιαμ Φώκνερ από τα πλέον ευανάγνωστα του, γραμμένο το 1939. Όλο το κείμενο  περιστρέφεται γύρω από το δίπολο πατέρα – γιου και την αγωνία του δεύτερου να αποτινάξει τη βαριά σκιά του πρώτου, με όλες τις ψυχολογικές προεκτάσεις που μπορεί να σημαίνει αυτό γι αυτή την ευαίσθητη ηλικία.
Όταν ξεκινήσει κάποιος να διαβάζει Φώκνερ πρέπει να είναι «υποψιασμένος» και αν όχι τότε πρέπει να τον προδιαθέσει κάποιος. Δεν πρόκειται για συγγραφέα που τα κείμενα του θα ψυχαγωγήσουν, ούτε καν για συγγραφέα που συνδυάζει σε πρώτο ή σε δεύτερο επίπεδο στοιχεία που καθιστούν εύληπτη την προσέγγιση του. Στον Φώκνερ αναστέλλεται η ανάγκη για άμεση ικανοποίηση, σε αρκετούς ανθρώπους δε, αυτή η ικανοποίηση δεν έρχεται ποτέ. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση «ανεπάρκεια», όπως έντεχνα κάποιοι «βαρείς διανοούμενοι» μπορούν να υπονοήσουν, ή πνευματική «αγυμνασία». Υπάρχουν εξαιρετικοί διανοούμενοι, μορφωμένοι άνθρωποι και επαρκείς αναγνώστες  που απλά δεν τους ταιριάζει αυτός ο συγγραφέας.

Ακόμα κι αν οι πρώτοι κριτές του Φώκνερ παρομοίαζαν το επίπεδο των έργων του με εκείνα του Ντοστογιέφσκει  και του Ευριπίδη δεν έλειψαν και οι αρνητικές θέσεις. Ο κριτικός Γουίνφιλντ  Τ. Σκοτ δήλωσε δημόσια ότι το διάσημο έργο του «η Βουή και η Μανία» ήταν κουραστικό «γεμάτο» ήχους  που δεν σήμαιναν τίποτα.

Σε εκείνους όμως που επιθυμούν να προσπαθήσουν όμως θα πρέπει να πούμε ότι οι αρετές του έργου του Φώκνερ έρχονται καλύτερα στην επιφάνεια όταν τα βιβλία του διαβαστούν τουλάχιστον δυο ή τρεις φορές. Το διήγημα ο «Αχυρώνας φλέγεται» ενδείκνυται για να ξεκινήσει κάποιος. Σε ερώτηση δημοσιογράφου: «τι να κάνουν εκείνοι που δεν τον καταλαβαίνουν ακόμη κι αν τον έχουν διαβάσει 3 φορές» ό ίδιος ο Φώκνερ έδωσε την αποστομωτική – αν όχι αλαζονική - απάντηση: Διαβάστε το βιβλίο τέσσερις φορές. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς χρειάζονται μια δεύτερη ανάγνωση, ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε σημεία που του ξέφυγαν να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομερείς περιγραφές και να απολαύσει τις εσωτερικές φωνές των χαρακτήρων. Ο Φώκνερ χρειάζεται παραπάνω.

Η μοναδικότητα του Φώκνερ που συνδυάζει την εξωτερική περιγραφή του προσώπου ταυτόχρονα με την συναισθηματική κι εσωτερική κατάσταση του ήρωα  είναι το στοιχείο πρόδηλα που συναρπάζει τους εραστές της γραφής του. Ο πατέρας με το σακάτικο πόδι, σκληρή αρχετυπική πατρική φιγούρα με τον χτύπο του ποδιού να επαναλαμβάνεται ρυθμικά σε όλο το κείμενο αποτελεί ένα «γκονγκ» ενθύμησης της έννοιας του φόβου που αφυπνίζει το ασυνείδητο του αναγνώστη. Ταυτόχρονα με την αφήγηση ξεδιπλώνεται η εσωτερική ανησυχία του παιδιού.

Μτφρ: Γιάννης Παλαβός

«…άκουσε: «Όχι αυτόν. Τον μικρό. Το παιδί», και, καθισμένο  στις φτέρνες του, μικρόσωμο για την ηλικία του, μικρόσωμο και νευρώδες σαν τον πατέρα του, φορώντας τριμμένο και μπαλωμένο τζιν που του ερχόταν στενό, με ίσια, ατημέλητα καστανά μαλλιά  και μάτια γκρίζα και άγρια όπως τα σύννεφα που έρπουν στον ανταριασμένο ουρανό, το παιδί είδε τους άντρες ανάμεσα στο ίδιο και το τραπέζι να παραμερίζουν  και να γίνονται ένας διάδρομος από σκυθρωπά πρόσωπα, στο τέλος του οποίου αντίκρισε το δικαστή, έναν ηλικιωμένο με γυαλιά, ρακένδυτο, δίχως κολάρο, να του γνέφει. Έχασε τη γη κάτω από τα γυμνά του πόδια, ένοιωθε σαν να βάδιζε υπό το απτό βάρος των σκυθρωπών προσώπων που στρέφονταν να το κοιτάξουν. Ο πατέρας του, άκαμπτος και στητός μες το καλό του μαύρο παλτό, που το είχε φορέσει όχι για τη δίκη αλλά για τη μετακόμιση, δεν το κοίταξε καν. «Θέλει να πω ψέματα», σκέφτηκε το παιδί.»

Σε αρκετές περιπτώσεις οι εσωτερικές ενατενίσεις φτάνουν στα όρια της ονειροπόλησης, είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον. Ο συγγραφέας δεν αφηγείται απλά αλλά ερμηνεύει :

«…Κι όταν μεγάλωνε περισσότερο, μπορεί ναι, να διαισθανόταν την πραγματική αιτία: ότι το στοιχειό της φωτιάς άγγιζε μια βαθύτερη χορδή του πατέρα του, όπως το ατσάλι ή η πυρίτιδα άγγιζαν τις χορδές άλλων, ως το μοναδικό όπλο προκειμένου να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, γιατί αλλιώς δεν θα άξιζε να ζουν, ενώ έτσι, χάρη στο όπλο αυτό, κατάφερναν να τους υπολήπτονται και να τους αφήνουν να ζουν όπως θέλουν».

Τα «πετάγματα» στο μέλλον επιβεβαιώνουν το συναίσθημα του παρόντος. Οι χρονικές μετατοπίσεις και τα άλματα στο χρόνο που χρησιμοποιεί ο Φώκνερ και στον «Αχυρώνα» αλλά και γενικότερα στα έργα του προϋποθέτουν μια ανάγνωση προσεκτική που φθάνει στα όρια της «μελέτης» για να μην χάσει ο αναγνώστης το νήμα της αφήγησης.
Στα βιβλία του Φώκνερ δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιου είδους πλοκή, όπως έχουμε στα κλασικά μυθιστορήματα, ούτε σασπένς αλλά είναι κατεξοχήν συγγραφέας – χαρακτήρων, η «πλοκή» ξετυλίγεται μέσα από νοητικές και εγκεφαλικές διεργασίες. Οι ήρωες που δημιουργεί έχουν ταυτότητα, είναι «ζωντανοί» συνομιλούν με τον αναγνώστη και στην πραγματικότητα αυτοί μένουν στο μυαλό του περισσότερο καμία φορά και από το ίδιο το έργο. Κι άλλοι συγγραφείς έχουν δημιουργήσει αξεπέραστους χαρακτήρες, όπως ο Ντίκενς, ο Σαίξπηρ, ο Ντανιελ Ντεφόε, ο Ουώλτερ Σκωτ ενταγμένους όμως σε πιο προσιτά κείμενα για το μέσο αναγνώστη.

Ένα χαρακτηριστικό του Φώκνερ που τον εξυψώνει στα μάτια πολλών είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης παλαιότερων μυθικών ιστοριών που λειτουργούν παράλληλα με την ιστορία που ο ίδιος αφηγείται. Η αφηγηματική αυτή στρατηγική ονομάστηκε από τον T.S. Eliot «μυθική μέθοδος» (κλασικό παράδειγμα είναι η παράλληλη χρήση της ομηρικής Οδύσσειας στον Τζόυς , στο έργο του «Οδυσσέας»). Ο αμερικάνικός νότος  είναι απλά το «πρόσχημα» για κάτι οικουμενικότερο, την υποδήλωση για την κυκλικότητα της ανθρώπινης φύσης ως μέρους της ανθρώπινης ιστορίας.   

Μπορείτε να ακούσετε και να διαβάσετε πολλές απόψεις  για τον Φώκνερ, τα περισσότερα αμφιλεγόμενα, αποκηρύξεις μέχρι και διθυράμβους. Συνήθως οι διθύραμβοι είναι δοσμένοι με γενικότητες: ρέει σα γάργαρο νεράκι, το «Αβεσσαλώμ» είναι το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα», «ξαναδημιούργησε την έννοια του μυθιστορήματος», «οι προτάσεις του έχουν πνοή ζωής».
Μην επηρεάζεστε ούτε από μεγαλοστομίες ούτε όμως από αποδομητικά σχόλια του τύπου «δεν διαβάζετε». Διαβάστε κάποιο βιβλίο του, ξεκινώντας από τον «Αχυρώνα» στην ωραία μετάφραση του Γιάννη Παλαβού από τις εκδόσεις «Κίχλη» και επανέλθετε εν καιρώ. Ο ίδιος ο αναγνώστης είναι ο απόλυτος κριτής κάθε συγγραφέα, και σε ότι αφορά τα λογοτεχνικά γούστα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Σε γενικές γραμμές βέβαια θα συμφωνήσουμε με τη ρήση του Καμύ «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές», θα συμπληρώναμε όμως ότι και οι σχολιαστές έχουν την αξία τους διότι ανάλογα με την καθαρότητα του δοκιμιακού τους λόγου μπορούν να βοηθήσουν κάποιους αναγνώστες να προσεγγίσουν με διαφορετικό μάτι ένα συγγραφέα κι ένα κείμενο.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

Βιογραφία (wiki)

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Falkner25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας «Γιοναπατόφα» του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας.Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του βραβείου δημιούργησε το "William Faulkner Foundation", που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους αμερικανούς συγγραφείς.


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Λαξευτής Τοπίων, Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, απο Χρήστο Μαύρη (ΠΟΙΕΙΝ)


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ,  
Η πολυδύναμη και βαθυστόχαστη ποίηση του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη

Η ποιητική συλλογή «Λαξευτής τοπίων», η έβδομη στη σειρά συλλογή του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, περιέχει 31 μικρά πεζόμορφα ποιήματα που διακρίνονται όλα για την πυκνότητα της γραφής και κατ’ επέκταση την πυκνότητα των νοημάτων τους. Παραστατικά θα τα παρομοίαζα με 31 σκληρά αμύγδαλα που πρέπει να συνθλίψεις με σφυρί την ανθεκτική φλούδα τους για να γευθείς την θρεπτική ψίχα τους.
Να υπενθυμίσω όμως πως αρκετοί νεοέλληνες ποιητές είχαν (και έχουν) προτίμηση στα πεζόμορφα ποιήματα ή πεζοτράγουδα, όπως αλλιώς λέγονται, ανάμεσα σ’ αυτούς ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γκάτσος, όπου στο έργο τους, ειδικά στο «Άξιον Εστι» και την «Αμοργό», υπάρχουν πολλά ποιητικά μέρη σε πεζό, χωρίς ωστόσο να παύουν ν’ αποτελούν ουσιαστικά ποιήματα, για να φανεί σε τελική ανάλυση πως δεν έχει σημασία το πως γράφεται ένα ποίημα αλλά το πως ακούγεται.
Όπως έχω διαπιστώσει και τα 31 ποιήματα είναι αποτέλεσμα ή, πιο σωστά, έχουν προκύψει μέσα από τις λογοτεχνικές αναζητήσεις και τα διαβάσματα του Γ. Π. Παπαδάκη, τα οποία του δίνουν δυνατούς ερεθισμούς για σοβαρή ποιητική δημιουργία. Αυτό, εξάλλου, εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό από τον οιονδήποτε αν ανατρέξει στην πληθώρα των ονομαστικών αναφορών διάσημων συγγραφέων ή στους τίτλους των βιβλίων τους καθώς και στους λογοτεχνικούς ήρωες τους, που έχουν απασχολήσει τον Γ. Π. Παπαδάκη και τα οποία, χάρη δικαιοσύνης, καταχωρεί στις σημειώσεις που υπάρχουν στο τέλος της συλλογής του όπως π.χ. τα βιβλία «Η μουσική του Έριχ Ζαν» του Χ. Φ. Λάβκραφτ, «Το τραγούδι του Προύφουκ» του T,S. Elliot, ο «Βασιλιας Ληρ» του Γ. Σαίξπηρ, «Η Δίκη» του Φ. Κάφκα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Γουάιλντ, τα «Επιφάνεια» του Γιώργου Σεφέρη, «Ο κύριος Τεστ» του Πολ Βαλερυ, «Το βάρος της πεταλούδας» Έρι Ντε Λούκα, «Το βιβλίο της Ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα κ.ά..

Κοντολογίς, μέσα στα καινούργια ποιήματα του Γ. Πολ. Παπαδάκη, είναι έκδηλος ένας εποικοδομητικός διάλογος που αναπτύσσει ο ποιητής με αυτές τις μεγάλες μορφές της παγκόσμιας διανόησης, με απώτερο στόχο ν’ αφομοιώσει, προς όφελος της δικής του δουλειάς, τη σκέψη, το στοχασμό, τον προβληματισμό αλλά και την τεχνική αυτών των ξένων δημιουργών.
Ο Γ. Πολ. Παπαδάκης, με άλλα λόγια, πατάει γερά πάνω στην πνευματική δημιουργία αυτών των κορυφαίων συγγραφέων για να εμπλουτίσει τα σκέψη του και να τροφοδοτήσει την έμπνευσή του, που σταδιακά τον κατευθύνουν προς νέες ποιητικές κατακτήσεις. Για την ακρίβεια, ο Γ. Πολ. Παπαδάκης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ ακονίζει, όπως ο γλύπτης ακονίζει τη σμίλη του στην ακονόπετρα, τη σκέψη και την έμπνευσή του απάνω στο στοχασμό αυτών των σπουδαίων συγγραφέων που καταπιάστηκαν στη μακρόχρονη συγγραφική πορεία τους με πολλά και διάφορα πανανθρώπινα θέματα, με αποτέλεσμα και η ποίησή-του να είναι  καταστάλαγμα γνώσης και σοφίας.
Ως εκ τούτου συνθέτει μία ζωντανή, εύρωστη, και περιεκτική ποίηση που ξεχειλίζει από λυρική μαγεία αλλά και από φιλοσοφική και αισιόδοξη διάθεση. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που κάποιοι στέρεοι στίχοι του καταλήγουν να μοιάζουν με ευσύνοπτα δοκίμια, δηλαδή μικρά σφικτοδεμένα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα πάνω σε καίρια θέματα ή βασικές ανθρώπινες αξίες, όπως η ζωή, η αλήθεια, η ελευθερία κ.ά.. Στην ουσία, εδώ η ποίηση του Γ. Π. Παπαδάκη, συνιστά μία άκρως ενδιαφέρουσα σύμπραξη του δοκιμιακού και του έντεχνου λόγου του.
Δίνω κάποια ενδεικτικά παραδείγματα:
-«Μια κλωστή η ζωή-μας ευλύγιστη. Κάποτε στητή και ρωμαλέα, παριστάνει το σκοινί», Σελ. 11
-«Μάγμα είναι, αναλλοίωτο πετρωμένο στου χρόνου τα βάθη. Μια έκρηξη του Όλου η Αλήθεια με μυριάδες πτυχώσεις», Σελ. 12
-«Βγήκα απ’ τ’ όνειρο κι είδα τη ζωή. Τη θλίψη του υπαρκτού ολόγυμνη», Σελ. 15
-«Ελευθερία είναι ο εγκλεισμός των άλλων σε κέλυφος ύπαρξης χωρίς τη συγκατάθεσή-τους», Σελ. 33

Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο που η ποίησή του είναι γεμάτη με απαστράπτουσες εικόνες, που μοιάζουν με νιόκοπα νομίσματα που λαμποκοπούν κάτω απο τον ήλιο, όλα απότοκο πιστεύω της αχαλίνωτης φαντασίας του και των λυρικών εξάρσεών του.
Θα γράψει στο ποίημα «Άλμπατρος»:
«Σε γροικούν τα άλμπατρος, φασματικές/ συλλήψεις του αιτιατού νου, σύντροφοι νωχελικοί του ποιητή. Δεν/ πιάνονται όμως. Όσο τα βλέπεις, έχεις μια γεύση θάλασσας κι όσο/ γράφεις, μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Κι αν τα γιγάντια φτερά τους/ σε βαραίνουν μη φοβάσαι·  θωρώντας-τα να πετούν ελευθερώνεσαι».

Όμως, όπως σε κάθε μεγάλη και πολυσύνθετη ποίηση, έτσι και για την ποίηση του Γ. Πολ. Παπαδάκη, προκύπτει το πρόβλημα της προσληψιμότητάς-της απο το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Γιατί ο αναγνώστης χωρίς ειδική παιδεία, είναι αδύνατο νομίζω να προσεγγίσει τους ποιητικούς αναβαθμούς (σκαλιά) της συλλογής «Λαξευτής τοπίων». Θα βρίσκεται συνεχώς στο σκοτάδι και θα ψηλαφεί μάταια στα τυφλά. Είναι προτιμότερο όμως να μην παραπλανάται άσκοπα γιατί θα ματαιοπονεί.
Να το πω αλλιώς: Ο «Λαξευτής τοπίων» περιέχει ποίηση υψηλών προδιαγραφών γι’ αυτό και αφορά τους προχωρημένους αναγνώστες. Εννοώ τους επαρκείς, τους καλά μορφωμένους και πληροφορημένους για τα λογοτεχνικά θέματα, όπως αυτά παράγονται σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Συνεπώς, ο μη μυημένος στα λογοτεχνικά πράγματα αναγνώστης, για να μπορέσει να εγκύψει με κάποιες απαιτήσεις στα νοήματα των ποιημάτων του Γ. Π. Παπαδάκη, πρέπει, αν είναι δυνατόν, να μελετήσει προηγουμένως διεξοδικά όλα τ’ άλλα λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα στα οποία έχει εντρυφήσει ο ποιητής πριν μας δώσει τους δικούς του ποιητικούς καρπούς.
Κρίστεβα
Βέβαια, όλη αυτή η διαδικασία επιλογής και αφομοίωσης ξένων κειμένων, αλλά και ο τρόπος που ενσωματώνει κάποια από αυτά στην ποίηση του ο Γ. Π. Παπαδάκης,  εμπίπτει στην έννοια της διακειμενικότητας που εισήγαγε στη λογοτεχνία η Julia Kristeva, το 1966, αναλύοντας και επεκτείνοντας την θεωρία του Bakhtin περι διαλογικότητας. Έννοια που χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο της καινούργιας ποιητικής εργασίας του Γ. Πολ. Παπαδάκη. Με απλά λόγια, εννοώ το λογοτεχνικό περίπατό του σε άλλα κείμενα ή σε άλλους πνευματικούς μόχθους, όπου στη συνέχεια οικειοποιείται μέρος απο αυτά τα ξένα κείμενα, ατόφια ή επεξεργασμένα, για την εδραίωση της δικής-του δουλειάς.
Αυτή η προσπάθειά του όμως, ίσως να είναι στοχευμένη. Γιατι, με  τον τρόπο αυτό ωθεί, πιστεύω, και τον αναγνώστη-του στο να οπλιστεί κατάλληλα. Δηλαδή ν’ αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις, γενικά το απαραίτητο μορφωτικό επίπεδο, στο λογοτεχνικό κυρίως τομέα, για ν’ αντιληφθεί επαρκώς και ν’ απολαύσει επιτυχώς την ποίησή του. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ήδη έχω αναφέρει, θα ματαιοπονεί! Είναι ωσάν να βάζουμε ένα μαθητή του δημοτικού σχολείου να διαβάσει, ν’ αναλύσει και να μας διδάξει με αξιώσεις όλα τα νοήματα που περιέχει το «Άξιον Εστι», του Οδυσσέα Ελύτη.
Ο ποιητής Γ. Πολ. Παπαδάκης, όπως έχω αντιληφθεί, βάζει ψηλά τον πήχη όταν δημιουργεί την ποίησή του. Θέτει δηλαδή ψήλους στόχους και ακόμη πιο ψηλά αισθητικά κριτήρια τα οποία, όπως είπα, δεν είναι εύκολο να κατανοηθούν από τον απαίδευτο αναγνώστη. Το σπουδαιότερο όμως, για μένα, είναι που δεν καταδέχεται να εκποιήσει την τέχνη που υπηρετεί για χάρη της αναγνωσιμότητας, χωρίς με αυτό να υπονοώ ότι ο Γ. Π. Παπαδάκης ασπάζεται το δόγμα η τέχνη για την τέχνη. Απλώς εννοώ πως δεν τον ενδιαφέρει το πνευματικό παζάρι, με τις παραπλανητικές σφυγμομετρήσεις και τους επίπλαστους αριθμούς. Τον ενδιαφέρει μόνο η τέχνη του, ήτοι η ποίησή-του, για την οποία νοιάζεται, όπως ανάφερα, να είναι αισθητικά πιο τέλεια, τόσο από την πλευρά του περιεχομένου-της όσο και από την πλευρά της μορφής-της, πιστεύοντας αταλάντευτα πως με την πάροδο του χρόνου θα γίνει κατανοητή απ’ όλους τους αναγνώστες-του.
Εν ολίγοις, πιστεύει, ή θέλει να πιστεύει, πως με την απαραίτητη προπαίδεια και με τη δική του ασφαλώς βοήθεια, θα ανυψωθεί το μορφωτικό επίπεδο όλων των αναγνωστών του, ούτως ώστε να είναι σε θέση πλέον να κατανοούν και να προσλαμβάνουν την ποίησή-του αλλά και την κάθε άλλη (δύσκολη) ποίηση.
Ο Γ. Π. Παπαδάκης έχει σίγουρα γνώση του μεγάλου ταλέντου-του και κυρίως της αξίας της, υψηλών προδιαγραφών, ποίησής-του. Σίγουρα γνωρίζει και το βαθμό δυσκολίας πρόσληψής της απ’ όλους τους αναγνώστες-του. Δεν βάζει όμως νερό στο κρασί-του! Εννοώ πως δεν θέλει με καμία δικαιολογία να νοθεύσει την τέχνη-του για ένα εγγενές πρόβλημα, για το οποίο σε τελική ανάλυση δεν ευθύνεται. Δεν αδιαφορεί όμως γι’ αυτούς τους αδύνατους αναγνώστες-του. Γι’ αυτό και επιχειρεί να εφαρμόσει διάφορες δοκιμασμένες τεχνικές μέσα στα ποιήματά-του, που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον όλων των αναγνωστών, για να γίνει πιο προσβάσιμη η ανάγνωσή-τους.
Αρκετά πετυχημένη στο σημείο αυτό θεωρώ πως είναι η τεχνική της μορφοποίησης (ή προσωποποίησης) λέξεων ή πραγμάτων, με λογική ή αφηρημένη έννοια. Και αυτό, όπως είπα, για να  προκαλέσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όπως π.χ. η μορφοποίηση της λέξης «ελπίδα», που την παρομοιάζει με άπιαστο «αγριόγιδο» που καλπάζει στην άκρη του γκρεμού.

«Καλπάζει στην άκρη του γκρεμού σαν αγριόγιδο άπιαστο κι απ’ τον/ άνεμο ακόμα. Αγέρωχο παράστημα, όψη ελκυστική σαν Αφροδίτη,/ αιθέρια σαν τον Αίολο, ακριβοθώρητη οπτασία»Σελ. 36

Ακόμη, έχω διαπιστώσει πως κάποιοι στίχοι μέσα από τα πεζόμορφα ποιήματα του Γ. Πολ. Παπαδάκη μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους άλλους στίχους του ποιήματος, δίνοντάς-σου την εντύπωση πως ο καθ’ ένας από αυτούς τους στίχους αποτελεί ένα ολοκληρωμένο ποίημα, που είναι κατά την άποψή μου ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στην ποιητική-του. Αποσπώ, χάρη παραδείγματος, μερικούς τέτοιους στίχους:
-«Πνοή ζωής στου χρόνου τα φτερά», Σελ. 9
«Στο τέλος κάθε τραγωδίας, ξεκινώ το διάβασμα μιας κωμωδίας», Σελ. 21
«Απ’ όλους του φόβους, τρέμω περισσότερο την προδοσία», Σελ. 30
-«Μόνη-μου ελπίδα η επανάληψη», Σελ. 38

Καταλήγοντας, θα επαναλάβω πως στην ποίηση του Γ. Π. Παπαδάκη κυριαρχεί και λάμπει μία πολύπλοκη πνευματικότητα, γεγονός που την καθιστά μη αναλώσιμη απ’ όλους τους αναγνώστες, ειδικά τους αμύητους στα θέλγητρα της ποίησης. Σίγουρα όμως είναι μία ποίηση ευφάνταστη και άκρως περίτεχνη. Μια ποίηση βαθυστόχαστη και πολυδύναμη, εφάμιλλη με τη δημιουργία των επιφανών δασκάλων-του, που ανεβάζει κατακόρυφα την αξία της τέχνης που υπηρετεί!

Χρήστος Μαύρης


Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Λαξευτής Τοπίων - Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Δίφρος, 2017, (από Γεράσιμο Ρηγάτο γιατρό - συγγραφέα)


Γεράσιμος Ρηγάτος για "Λαξευτή Τοπίων"

Τα ποιήματα της συλλογής «Λαξευτής Τοπίων», χαρακτηρίζονται από βαθιά φιλοσοφική διάθεση αλλά και ευαισθησία. Θέτουν ερωτήματα και με τον τρόπο τους αμβλύνουν τον πόνο που προκαλούν. Το βιβλίο αυτό αντανακλά την πολυμέρεια της παιδείας του δημιουργού του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, ο οποίος με την ποικιλομορφία των κειμένων και των γραπτών του εντυπωσιάζει και προοιωνίζει την εξαιρετική πνευματική του εξέλιξη.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

«ΣΗΜΑΝΤΡΟ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ», Π.Ζ, Αθήνα, 2011, Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, από Μάρθα Παπαδοπούλου – φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας.


 «ΣΗΜΑΝΤΡΟ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ», Π.Ζ, Αθήνα, 2011, Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, από Μάρθα Παπαδοπούλου – φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας.

Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης με μια σπάνια δύναμη ποιητικής φλέβας και ταλέντου,  διεισδύει στον πυρήνα της εποχής και των εκφάνσεών της, καταφέρνει να συνδυάσει στο πολύστιχο ποίημά του «Σήμαντρο Αφύπνισης» τον ανατρεπτικό άνεμο του έρωτα με τον προφητικό και επαναστατικό λόγο, με σκοπό να μας κάνει κοινωνούς των δικών του εσωτερικών κλυδωνισμών. Το «Σήμαντρο Αφύπνισης» είναι ένα μεγάλο χειμαρώδες ποίημα με τεράστια σημιολογία και συμβολισμούς.
Μέσα σ’ ένα θολό, ομιχλώδες τοπίο μελαγχολίας, πληγωμένης τρυφερότητας, ερωτικής θλίψης, λίγο πριν σβήσει το φως, λίγο πριν σκεπάσει η σιωπή την απουσία, σε μια ατμόσφαιρα απροσδιόριστης προσμονής, σκληρής συνειδητοποίησης συντελεσμένων γεγονότων που δεν αλλάζουν, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ ιστορίας και μύθου δημιουργείται η εντύπωση, πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ζωντανή θεατρική σκηνή, όπου δεν λείπει τίποτα. Ο πρωταγωνιστής ποιητής, οι συνθλιπτικές καταστάσεις, το απραγματοποίητο, το ανέφικτο, η θυσία, η μοναξιά, η αμαρτία, ο θάνατος, όλα μιλούν δραματοποιημένα.
«Πώς έκλαψαν οι καθρέφτες σαν έφυγες
Πώς λίγνεψε η πούλια πλάι στη μικρή κορομηλιά της αυλής
Πώς ένιωσα και ’γω σφιχτό το χέρι της προσμονής στα στήθια μου!....
Δεν ξεχνώ τίποτα
Μήτε το φως που στάζει στο περβάζι σαν έφυγες
Μήτε το γυμνό στήθος της παιδούλας».
Το ποίημα γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, διαθέτει πολυσημία, απειθάρχητες εικόνες, που διαστέλλουν την πολυπρισματική αντίληψη του κόσμου και της ζωής και την οπτική γωνία θέασης του αναγνώστη. Σε πολλά σημεία του ποιήματος, διακρίνουμε μια ηθελημένη σκοτεινότητα, μια τάση απόδρασης από το έλλογο και συνομιλία με το ρηξικέλευθο και το τολμηρό, που δεν είναι εύκολο να αναλύσει κανείς, αλλά περισσότερο να μαντέψει. Καμιά στιγμή όμως ο αναγνώστης δεν λοξοδρομεί από την έκφραση του ποιητικού πυρήνα.
«Οι ώρες εκείνες που τα χαϊμαλιά
Ανέμιζαν στα ξάρτια των τυφώνων πέρασαν,
Μονάχα οι τράτες της καρδιάς
Κρυφογελούν στις περαντζάδες τους
Στον Αίολο
Στον Απόλλωνα
Στον Τυμφρηστό».
Όλα, όσα λέγονται, μοιάζουν κρυμμένα μέσα στο ποίημα. Υποβάλλονται εντέχνως και ζητούν από τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει, να τα αποκωδικοποιήσει υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι  διαθέτει παιδεία, διαίσθηση και υπηρετεί τις δυνάμεις του φωτός.
Υπό το πέπλο μιας αδιόρατης θρησκευτικής, τελετουργικής μυσταγωγίας , συνυφαίνονται στοιχεία παράδοσης, μυθολογίας και ιστορίας, που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα.
Αγροί με ηλιοτρόπια, πλατάνια, πεύκα, μυγδαλιές, χαμομήλι, βασιλικός και δυόσμος, τρυγόνια σε απάτητες βουνοκορφές, τ’ αγνάντεμα του πελαργού στην κορφή των λόφων, αηδόνια, χελιδόνια, παλιά πηγάδια, θαλασσινές σπηλιές με κοχύλια και κοράλλια συνθέτουν ένα ελληνικό τοπίο που σφύζει από ομορφιά, αρμονία, αισθητική. Η αγέρωχη θάλασσα με τις μικρές φώκιες κι ο ουρανός με τον Αυγερινό, τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια, με τη βροχή, το ουράνιο τόξο και τον παντεπόπτη Ήλιο σηματοδοτούν τον σεβασμό και την αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα, ως έναν τόπο ιερό, πλημμυρισμένο από πνευματικό φως και ηθική ελευθερία. Υπάρχουν σαφώς επιρροές από τον Ελύτη και το Σεφέρη, αφομοιωμένες όμως ουσιαστικά και ξεδιπλωμένες με σαφώς πρωτότυπο τρόπο.
Μέσα από λέξεις κλειδιά ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης ξεφυλλίζει τα φύλλα της ιστορίας, βυθίζεται στο βαθύ ποτάμι των προγόνων και συνομιλεί με την μακραίωνη παράδοσή μας. Θα αναφερθεί στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στον Δία, πατέρα Θεών κι ανθρώπων, προστάτη των κανόνων δικαίου, του όρκου και της οικογένειας, των ηθικών νόμων του μέτρου και της ισορροπίας, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση του σύμπαντος.  Έπειτα, θα φέρει στη μνήμη μας τον αιώνιο έφηβο, τον Απόλλωνα, τον Θεό του φωτός, της μαντικής τέχνης και των οραμάτων, της θεραπείας, της μουσικής, των τραγουδιών και της ποίησης, αλλά και τον Άδη, τον βασιλιά του Κάτω κόσμου, τον θεό του θανάτου και των νεκρών.
Οι Αχαιοί, επίσης, οι πρώτοι Έλληνες, που επηρεάστηκαν από τον κυκλαδικό και μινωικό πολιτισμό και δημιούργησαν τον μυκηναϊκό, που έγιναν έμποροι, που ταξίδεψαν στη Μεσόγειο, που κατέκτησαν την Τροία, «που πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη», έχουν τη θέση τους στο ποίημα. Θα μας ταξιδέψει, επιπλέον,  ο ποιητής στην πόλη -κράτος της αρχαίας Σπάρτης  για να θυμηθεί αυτομάτως ο νους την  τέχνη των οπλιτών της στρατιωτικής φάλαγγας, τη θρυλική μάχη μέχρις εσχάτων στις Θερμοπύλες με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα απέναντι στον κολοσσιαίων διαστάσεων περσικό στρατό και τον ηρωϊσμό του «ή ταν ή επί τας.» Και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην ανακαλέσει στη μνήμη μας την Αθήνα της κλασσικής εποχής, της αίγλης, του πολιτισμού, του Παρθενώνα, της δημοκρατίας, της ισότητας, της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, την πατρίδα της φιλοσοφίας, της γέννησης του θεάτρου, της τραγικής ποίησης, της γλώσσας, του «παν μέτρον άριστον», του «το εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον». 
«Αν μπολιαστείς μ’ ένα κλαδί ελιάς δεν ξέρεις
Μπορεί και το χώμα να σηκωθεί να τρυγήσει την ιστορία
Ν’ αποκαλύψει τα παλιά μαντάτα στους Αχαιούς
Τους Σπαρτιάτες να προτρέψει
Να ξαναδούν τη μοίρα τους
Τους Αθηναίους να ξαναρματώσει, που γιόρτασαν μιαν εποχή για πάντα!»
Ακολουθούν το «άτι του Μεγαλέξανδρου» και η ελληνιστική περίοδος κατά την οποία οι Έλληνες συναντούν και βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με πολιτισμούς  της Ανατολής και εξαπλώνεται ευρέως η ελληνική γλώσσα κι ο πολιτισμός.  Με «δυο φτέρες ποτισμένες με μύρο Βυζαντινής πηγής» και με «δυο αγγέλους τρυφερούς» θα δηλωθεί, επιπροσθέτως, η συνείδηση της ελληνικότητας και η σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας των Ελληνοβυζαντινών, καθώς και η Ορθοδοξία, ως κιβωτός του ελληνισμού. Ο Χριστιανισμός της αγάπης, της Σταύρωσης, της βροχερής Παρασκευής, της  Ανάστασης, της  Λαμπρής δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα στο ποίημα και προβάλλει το μήνυμα, ότι ο δρόμος προς την ευδαιμονία είναι αντιευδαιμονιστικός.
Μα δεν σταματάει εδώ η έννοια της ελληνικότητας για τον ποιητή, αλλά μεταξύ Ανατολής και Δύσης και σε συνεχή αλληλεξάρτηση μ’ αυτές, πρωτοτυπεί αναμιγνείωντας στοιχεία πρωτογενώς ετερόκλητα αλλά δευτερογενώς εξαρτημένα από τα βαθύτερα νοήματα μιας παγκόσμιας πολιτισμικότητας πάντα σε σχέση με την παράδοση. Ο ποιητής εκφράζεται με μοντέρνο λόγο αλλά αντλεί τα υλικά του από τις ένδοξες παραδόσεις.
 Και δεν σταματά εδώ. Εισχωρεί στην παραμυθία,  με τις νεράϊδες, στα δημοτικά μας τραγούδια, στις λαϊκές δοξασίες, στις μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες της νεοελληνικής ιστορίας. Ο Ελληνισμός που ερωτεύεται, που αναπροσαρμόζεται, που δημιουργεί, που εφευρίσκει τρόπους να υπάρχει και ν’ αφήνει το στίγμα του ανά τους αιώνες, που εσωτερικεύεται, συντρίβεται από τα λάθη του, διαλέγεται, αναπλάθει, αναγεννάται από τις στάχτες του,  που κρούει το σήμαντρο της αφύπνισης, που επαναστατεί, που μάχεται με σθένος τα ερπετά, ως φύλακας του φωτός μιας άρρητης συμπαντικής γνώσης!
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή. Ο Παπαδάκης μέσα από τους στίχους του θα εκφράσει την απογοήτευση, την αγωνία του, το αδιέξοδο της εποχής μας και σε προσωπικό και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναρωτιέται, γιατί είναι τόσο δύσκολη η ερωτική ενδοσκόπηση, γιατί οι άνθρωποι δεν κοιτάζουν τον άλλον «εσωτερικά»; Πώς έρχονται και φεύγουν οι στιγμές  καταδικασμένες στη ρηχότητα του είναι μας; Πώς η τρυφερότητα έγινε αμαρτία κι αρπακτική λύσσα; Πώς οι νεράιδες μεταμορφώθηκαν σε μάγισσες με άσπρα μαλλιά; Πώς έπεσαν οι γέφυρες και φούντωσε η ομίχλη; Πώς βυθίστηκαν τα λόγια στην άβυσσο και δεν πάλλονται πια στον ρυθμό της ψυχής μας; Γιατί μονάχα καπνός και φωτιά γύρω μας; Γιατί μας μαχαιρώνει ο αδυσώπητος χρόνος και δεν μπορούμε να ξανασηκώσουμε ανάστημα; Όλα αραχνιασμένα, στοιβαγμένα, βαλσαμωμένα. Πώς εξαντλήθηκε το ανεξάντλητο; Παραθέτω στίχους που σκιαγραφούν το τέλμα:
«Μα δεν έμεινε κόκκος από βροχή στα δάχτυλά μου
Ηλιόσπορος ατρύγητος στην απόχη μου
Ένα δεμάτι αίμα πάρτε απ’ τις χιλιάδες καρδιές
Των παιδιών
Που αιωρούνται ανάμεσα
Στο αδράχτι της ύπαρξης και
σ’ ένα αύριο αμφίβολης συνουσίας
Μίκρυνε ο κόσμος;
Κόσμε τυφλέ τι προσδοκάς;
Ομίχλη γύρω πνιγηρή, υγρή
Αστείρευτες βουβές κοιλάδες
Μονάχα την άκρη ατενίζουμε εκείνη
Που ταλαντεύεται πριν την άκρη του Άδη».
Το «Σήμαντρο Αφύπνισης» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, σε μια εποχή που ο άνθρωπος έχει χάσει τον στόχο του και επιλέγει να ετεροκαθορίζεται από πλέγματα εξουσίας, σ’ έναν κόσμο που αποτελεί κράμα από αφέντες και δούλους, θέτει τα θεμέλια προκειμένου να συντελεστεί μια βαθιά υπαρξιακή και μεταφυσική επανάσταση, ως προϋπόθεση της ιστορικής επανάστασης.
Κι όπως ο γνήσιος έρωτας διευρύνει τα όρια του ατόμου ως απελευθέρωση, αναγέννηση, επιστροφή της ζωτικής δύναμης, έτσι ακριβώς θα πρέπει να λειτουργήσει στον κάθε άνθρωπο και η εσωτερική, υπαρξιακή, εκ βάθρων επανάσταση. Υπάρχουν έρωτες επαναστατικοί, που μάλλον δεν συμβαίνουν στα νεανικά χρόνια, όπως νομίζουμε, αλλά μετά τη μέση ηλικία, διότι χρειάζονται λιγότερη φλόγα και περισσότερο βάρος, προκειμένου να επινοήσει κανείς τον καινούργιο του εαυτό, ν’ αναζητήσει τη δυνατότητα μιας πιο ουσιαστικής ζωής και πιο κατασταλαγμένων συναισθημάτων. Κλείνει, έτσι, ο άνθρωπος οριστικά το παρελθόν, την  προϊστορία και μέσα από μια πραγματική ωρίμανση και χωρίς εγγύηση ασφάλειας  περνάει στην όντως ιστορία του έρωτα.
Τα ίδια χαρακτηριστικά φαίνεται να έχει και η υπαρξιακή επανάσταση, ως ένα οριακό γεγονός, ως απόλυτη και τέλεια κατάφαση στο στοιχείο της ύπαρξης, μια οντολογική μεταβολή του υποκειμένου, η επιστροφή στον εαυτό του,  η αντίσταση στον παραγκωνισμό, η αυτοκατάργηση και αυτοαπαλλαγή αυτομάτως του ατόμου από τη θέση του δούλου.  Το ποιητικό υποκείμενο με το τρίτο μάτι της διόρασης ενεργοποιημένο λέγει:
«Βλέπω τις σειρές τις άνισες
από ερπετά που πλησιάζουν
Μη σκιάζεστε
Μαζώχτε τις πεσμένες αητοφτερούγες
Ζευτείτε τ’ άλογα του πολέμου
Αγρυπνείτε
σαν κοιμάται το πρωινό στα χέρια της ουτοπίας!
Σύρετε να δώσετε ιδρώτα μαζεμένο απ’ τους Αιώνες.
Τι περιμένετε;
Αστράφτει έξω
Βροντοκοπά μοναχικά ο Δίας
Χτυπώντας τον Όσιρη ανάμεσα στα μάτια».
Με μια χροιά προφητική και μαντική των μελλούμενων ο ποιητής καλεί τον σύγχρονο άνθρωπο να μην  επαναπαύεται, να μην αδρανεί. Αυτοί που δεν στοχάζονται, χειραγωγούνται ευκολότερα, δασκαλεύονται, αγελάζονται, γίνονται βορά των επιτηδείων. Πνευματική  εγρήγορση  και ηθική ανδρεία απαιτείται για να καταπολεμηθούν τα ερπετά, οι δυνάμεις του σκότους και τα τερατογενή δημιουργήματά τους. Κυβερνήσεις, λέσχες, μαφία, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, πολυεθνικές εταιρείες και τραπεζοπιστωτικά ιδρύματα, μεταλλαγμένα τρόφιμα, βιολογικά όπλα, λιπάσματα και χημικές ουσίες. Η εποχή μας μοιάζει να θέλει  να προχωρήσει ακάθεκτη, εκλογικεύοντας και μαθηματικοποιώντας, στην υποταγή όλων των μορφών ανθρώπινης ύπαρξης και επικοινωνίας, σε μια κυριαρχία που δεν αφήνει χώρο ούτε και δίνει χρόνο για το ατομικό, το ιδιαίτερο, το εσωτερικό. Ο φόβος, βέβαια, ναρκώνει τους ανθρώπους για να μην αλλάξουν τα συμβατικά και τα καθιερωμένα. Ο φόβος καθηλώνει στην ενοχή. Μα, ο στοχασμός οδηγεί στην ανάγκη για ελευθερία.
Μέσα στο  άδηλο, εκ πρώτης όψεως, εξεγερσιακό πνεύμα του ποιήματος υπάρχει η συνειδητοποίηση και η επιθυμία του ατόμου να κρίνει και ν’ αναγνωρίσει πως αδικείται. Το άτομο θα επαναστατήσει ενάντια στον συλλογικό πόνο υπογραμμίζοντας την αρχή της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Θα αρνηθεί τη φθορά, την αδικία, τον πόνο, την ανθρώπινη θνητή φύση, τον θάνατο. Θα διεκδικήσει την ενότητα του κόσμου και τη δικαιοσύνη.
Ο επαναστατημένος άνθρωπος είναι στην πραγματικότητα ένας καλλιτέχνης, αφού θα αναδημιουργήσει τον κόσμο από την ανάγκη του να υπάρξει μέσα σ’ αυτόν με την αξιοπρέπεια, που αρμόζει στην Ύπαρξη.
Για να μεταμορφώσει τον κόσμο, δίνοντάς του το νόημα που θέλει, πρέπει να διαλέξει και δράσει.
Ο ποιητής ανά τους αιώνες, ως πνευματικός άνθρωπος και καλλιτέχνης, είναι το σύμβολο του ανθρώπου, που μοίρα του είναι να ζει όλο τον γρίφο του ανθρώπινου μαρτυρίου, μιας προσωπικής κόλασης πολλές φορές, προκειμένου να δώσει περιεχόμενο στη ζωή και ν’ ανοίξει έναν δρόμο προς την ελευθερία. Βέβαια, όπως τονίζει στο Σήμαντρο Αφύπνισης ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης,
«Δύσκολο ν’ αλλάξουν τα ειπωμένα λόγια όσο κραδαίνουν τη λόγχη οι τυφλοί μονάρχες, όσο γεμίζουν αίμα τα σακιά τους οι περαστικοί βοριάδες» . Ναι, είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Το πιο δύσκολο είναι να πάρει κανείς την απόφαση ν’ αγωνιστεί, να μην αφήσει τη χαρά να ματώσει κι άλλο.
Η πραγματικότητα, άλλωστε, δεν είναι ενιαία λογική διαδικασία, καθορισμένη εκ των προτέρων, αλλά σύνολο από άπειρες δυνατότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της αποτυχίας και του μηδενός. Η έννοια της ζωής δεν είναι εγγυημένη από πριν, από έναν καθολικό νόμο, αλλά είναι μια δυνατότητα , της οποίας η πραγματοποίηση ή η αποτυχία βαρύνει το άτομο με ευθύνη του. Πρέπει ν’ αποφασίσουμε μόνοι μας πώς θέλουμε να ζήσουμε. Η ύπαρξη είναι μια ρωγμή εντός της αντικειμενικής πραγματικότητας και προηγείται της ουσίας. Η ουσία είναι ταυτόσημη με την πράξη και η πράξη είναι συνέπεια της εκλογής. Μόνο κατά τη στιγμή της εκλογής ο άνθρωπος καθίσταται μοναδικός, γίνεται ο solus ipse. Πρέπει ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και όλοι μαζί μέσα από τον αγώνα και συχνά την οδύσσεια να φωτίσουμε τα ανήλιαγα βάθη της εσωτερικής μας πραγματικότητας και να ξεφύγουμε απ’ τον λήθαργο.
Οι πληγές, η αποτυχία, η ήττα, η συντριβή είναι όλα συνυφασμένα με τη ζωή και τον αγώνα μας να τη φωτίσουμε. Ακόμα και σ’ αυτήν την εκδοχή, ο ποιητής Γιώργος Πολ. Παπαδάκης με μιαν ανωτερότητα πνευματική και ηθική,  επαναλαμβάνει τρεις φορές μέσα στο ποίημα:
«Μην ξεχνάμε
Το βόλι σαν βγει απ’ την πληγή μην το πετάξουμε
Είν’ μπολιασμένο απ’ το αίμα μας
Είν’ μοιρασμένο με το μπόι της ψυχής μας».
Το Σήμαντρο Αφύπνισης χτυπάει δυνατά και μας καλεί. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω!




                                                     Μάρθα Παπαδοπούλου - φιλόλογος

"ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΦΩΣ", ποίηση, 2003, Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, από Μάρθα Παπαδοπούλου

  ΥΠΑΡΧΟΝ ΦΩΣ, ποίηση, 2003,  Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, από Μάρθα Παπαδοπούλου

Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης κάπου εκεί στη μελαγχολία της Κυριακής, σ’ ένα ερημοκλήσι, αγναντεύοντας τον έρωτα στην άκρη της θάλασσας με τα μάτια της προσμονής υγρά, δυο τρία λεπτά μετά το σούρουπο μέσ’ στη σιωπή, ανάμεσα στη μοναξιά και στο όνειρο δημιουργεί το παραμυθένιο, ονειρικό σκηνικό της ποιητικής του συλλογής «Το Υπάρχον Φως».
«Ένα τσουβάλι δάκρυα πεταμένα στην όχθη
Παρέα μ’ αυτό που αγάπησες και δεν ήρθε
Παρέα μ’ αυτό που φώναξες κι άργησε ν’ ακούσει
Μιαν ώρα μακριά
Μια λέξη πριν απ’ το τέλος».
Στα ποιήματά του αναδύονται  «τα ξεραμένα φύλλα των αναμνήσεων», η νοσταλγία, «μια ξέπλεκη στιγμή απ’ το σάλι του πόθου» μιας νεράιδας ερωτικής, η αστείρευτη ηδονή στις «βρεγμένες συναντήσεις απ’ το παρελθόν», οι προσδοκίες που πέρασαν στη λησμονιά, αλλοτινές αγάπες που έσβησαν κι αυτό το αδυσώπητο άγγιγμα του χρόνου, που ασπρίζει  τα  τα μαλλιά μας, που ραγίζει τα βλέφαρα και τις κουρασμένες φτερούγες μας, μα ποτέ την ψυχή μας, διότι αυτή δεν γερνά.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της συλλογής επιβάλλει τη σιωπή, η οποία με την εσωτερική της ηθική φανερώνει όλα τα ανείπωτα και αποκαλύπτει την αλήθεια. Μέσα στο σκοτάδι της σιωπής λάμπει το φως της αλήθειας. Τα καλά μελετημένα λόγια, τα αμήχανα χαμόγελα, οι ψεύτικες υποσχέσεις, τα δήθεν, οι συμβάσεις και η χρυσόσκονη με την οποία τυλίγουμε τη ρηχή ύπαρξή μας καταργούνται αυτομάτως μέσ’ στη σιωπή.
«Περιδιαβαίνω!
Χαμένος είμαι στην ξέρα της ασύδοτης σιωπής
Σαν χίμαιρα πνιγμένη απ’ το χώμα
Σαν νούφαρο πεσμένο απ’ την άκρη της σιωπηλής νιφάδας!».
Είναι αμείλικτη η σιωπή, όμως θεραπεύει την κενότητα και μας δεσμεύει ηθικά.  Άλλωστε, όσα λόγια και να πει κανείς, δεν θα μπορέσει ποτέ να εκφράσει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που όντως είναι. Οι μάσκες πέφτουν γρήγορα και όπως «η αλήθεια θα βρεθεί μέσ’ στην αλήθεια»  έτσι και το «Υπάρχον Φως» φανερώνεται μέσα από το φως, την αγάπη, τη συμπαντική ουσία. Κι εμείς χωρίς τις παρεμβολές του εγώ θα γίνουμε καλύτεροι δέκτες της ανώτατης συχνότητας, που εκπέμπει το αγνό θεϊκό φως και για να θεραπευτούμε απ’ την ψευδαίσθηση της ύλης, που μας κρατάει σε απόσταση από τον Θεό, πρέπει ν’ ανυψώσουμε το επίπεδο της συνειδητότητάς μας, ν’ αφυπνιστούμε.
«Μη λησμονείς τη ζωή», επαναλαμβάνει ο ποιητής.
«Όσο χτυπολογάει η καρδιά μου
Κι όσο φέγγει η κόψη του ηλιόφωτος πίσω απ’ τ’ αδράχτι του πέρατος
Θ’ αναζητούμε αιώνια το σχήμα της μορφής μας
Της χαμένης και μπερδεμένης
μες τα χλωμά μετάξια των καιρών».
Όντως, η πραγματική  φύση του ανθρώπου έχει επικαλυφθεί από τα διάφορα επίκτητα μεταξωτά πέπλα, του υλισμού, του χρήματος, της άγνοιας, της πλάνης, του φθηνού εντυπωσιασμού, που οφείλει να παραμερίσει για να βγει πάλι στο φως και στη γνώση της αλήθειας.
Δυστυχώς, είμαστε οι αλυσοδεμένοι δεσμώτες της Πολιτείας του Πλάτωνα, καταδικασμένοι  μέσα σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο ν’ αντικρίζουμε μόνο σκιές. Μόνο όταν ελευθερωθούμε, όταν βγούμε έξω από το σπήλαιο και στρέψουμε το βλέμμα στο φως του ήλιου, θα καταλάβουμε πως αυτός είναι η αλήθεια, ο προστάτης και ο ζωοδότης όλων των όντων. Η αλήθεια σχετίζεται με  το φως, το δε αντίθετό της με το σκότος.
Το πρόσωπο του ανθρώπου είναι ένας ατέλειωτος και ανεξάντλητος πυρήνας ακτινοβολίας και φωτός, εφόσον βρίσκεται σε σχέση οντολογική με το Θείο Πρόσωπο, την απέραντη πηγή του φωτός.
Το σχήμα της μορφής του ανθρώπου, που εναγωνίως αναζητάει ο ποιητής, έχει τη βάση του στην υπέρτατη άφθαρτη ενότητα του Λόγου, στο ενσυνείδητο φως των ματιών,  στην αγάπη χωρίς σκιά εγωισμού και όχι μέσα στα υλικά στοιχεία, τα οποία διαλύονται με τον θάνατο. Κι ας μην ξεχνάμε, ότι δεν βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Ο κόσμος υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Ο κόσμος υπάρχει με τις ρίζες του στο αόριστο βάθος του ανθρώπου, όπως υπάρχει στο αόριστο βάθος του Λόγου.
«Δεν προσποιούμαι ότι επιδιώκω το ωραίον. Το ωραίον είναι πανταχού παρόν. Το ωραίον υπερήφανα ακροβατεί ανάμεσα στην αθανασία και στο χώμα. Είμαι το ωραίον», αναφωνεί ο ποιητής. Το ωραίον είναι ο κόσμος, ως κόσμημα, ως στολίδι της ύπαρξης. Είναι μέσα του, είναι η σφραγίδα του εκλεκτού, το φανέρωμα του Δημιουργού,  το παν εν πάσι.  «Και γένηται τα πάντα εν πάσιν αυτός ο Θεός πάντα περιλαβών και ενυποστήσας εαυτώ».
Είναι το στίγμα της αθανασίας μέσα σε μια ύπαρξη, που αναπότρεπτη μοίρα της είναι να φθείρεται και να θνήσκει. Γι’ αυτό μέσα στη φύση του ανθρώπου είναι η έννοια του απώτερου σκοπού, η δίψα για γνώση, η αναζήτηση της ευτυχίας, η ανάγκη για περισσότερο φως. Η γνώση του θανάτου ανοίγει δρόμους προς την αθανασία. Ο άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται απ’ την αρχή, ήδη, φορτωμένος με κάποια ευθύνη για τον κόσμο.
Δεν παράγεται όπως ένα αντικείμενο, αλλά καλείται να υπάρξει διά του Λόγου και όντας  εικόνα της θείας υπόστασης, είναι προικισμένος με τη νοερή ψυχή, η οποία εκτείνεται και πάνω στα πράγματα. Η ψυχή είναι ενέργεια. Η ψυχή ικανοποιείται με την ταπείνωση και την αγάπη, δηλαδή την εξαφάνιση του εγώ και τη βίωση της ενότητας των πάντων.  Οι άνθρωποι φωτίζονται, τελειοποιούνται και ενώνονται μέσα στην αγάπη.
Αυτή είναι η υπέρτατη αλήθεια, αλλά δεν υπάρχει μονοπάτι που να οδηγεί στην αλήθεια. Όλα τα μονοπάτια είναι λανθασμένα, διότι τα ανοίγει ο νους. Ο νους υιοθετεί δόγματα, κατευθύνει, είναι δυνάστης, παίζει παιχνίδια. Πρέπει να φύγει το εμπόδιο του νου για να υπάρξει η αλήθεια.
«Ανακύκλωσα πολλές απ’ τις ιδέες μου
Άλλες μίκρυναν και χάθηκαν
Άλλες πέταξαν πριν σκεπαστούν από ομίχλη...
Κι απόμεινα δίχως ιδέες
Σαν πιο καθαρό τώρα ένιωθα το μυαλό
δίχως ιδέες
πιο γεμάτο
από γαλήνη κι αύρα ονειρεμένη
πιο κυρίαρχο από καθαρό φως!»,
Η αλήθεια βρίσκεται στην ελευθερία, όχι στη φυλακή. Τα πουλιά πρέπει να πετούν, όχι να είναι φυλακισμένα. Μόνο η ψυχή πετάει και είναι ελεύθερη. Άρα η αλήθεια βρίσκεται στην ενέργεια της ψυχής. Η αλήθεια βρίσκεται και στον ενδόμυχο  διάλογο, που κάνει η ψυχή με τον εαυτό της την ώρα που στοχάζεται το υπερουράνιο, το απόλυτο Αγαθό, όταν εξαϋλώνεται. 
«Μια ριπή απ’ την ενέργεια
Τη θεϊκή
Που διαχέεται
Ας με χτυπήσει
Κι ας με τινάξει ως ψήγμα ψήγματος
Στα ουράνια εδάφη!
Ας με εξαϋλώσει
Ως κάποιον κόκκο άμμου
Ας μ’ απογυμνώσει από το ψέμα
Και την άρμη του απέραντου
Ας μ’ αφομοιώσει
Μια ψιχάλα πίσω απ’ το σύγνεφο ας με κάνει
Να βρέξω την έρημο στο στήθος!
Κι ας χαθώ!»
Γίνεται ολοφάνερο, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή, στοχαστή. Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης  με την ενδογενή ποιότητά του, προερχόμενη από την ευρύτητα του νου του και το επίπονο λάξευμα της ψυχής του, συγκινεί, μαγεύει, ταξιδεύει τον αναγνώστη στο υπερβατικό. Εισχωρεί στις λεπτές αποχρώσεις του νου και των συναισθημάτων του και πατώντας γερά στο γήινο και στο ρεαλιστικό υψώνεται στο ρομαντικό, στο λυρικό και έπειτα κάνει το δύσκολο άλμα στο απόκοσμο, στο υπερφυσικό. Κλείνει τα βλέφαρά του και πλανιέται σε λιβάδια εξώκοσμα και πεδιάδες , σε πόλεις τεράστιες με μυριάδες φώτα, σε υπόγεια τούνελ, ταξιδεύει από την Αθήνα στην Οδησσό, από τον Όλυμπο στο Αραράτ, διαλέγεται με τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα, παρασύρεται απ’ τους βοριάδες, κρύβεται κάτω απ’ τις πέτρες και τα φυλλώματα του χρόνου, συνομιλεί στα άδυτα του υπερφυσικού με θεϊκά πλάσματα κι αγγέλους. Με την ορμή του ιλίγγου του γίνεται αερικό άπιαστο, γιατί φλέγεται να μάθει ποιος πραγματικά είναι, ποιος είναι ο προορισμός του, πόσος χρόνος του υπολείπεται ακόμη για να σκάψει στα έγκατα της ύπαρξής του, γιατί φλέγεται να αγγίξει το κρυμμένο χρυσάφι και την ουσία της ζωής, ακόμα και γιατί πολλές φορές το Φως παρα είναι οδυνηρό για να το αντέξει κανείς. Αυτή είναι η γοητεία της ποίησής του!
Επίσης, γοητευτική είναι και η μοναχικότητα που εκπέμπει ο ποιητικός του λόγος, η στροφή δηλαδή των προβολέων ενδογενώς, για να φωτίσει τα βάθη της εσωτερικής του πραγματικότητας, για να ανασύρει μνήμες, για να θεραπεύσει τραύματα, για να «αναπνεύσει την αναπνοή του», για να αφουγκραστεί τις μύχιες επιθυμίες του, για να αυτοβυθιστεί. Ο ποιητής θέλει να ανακαλύψει τον εαυτό του, πριν συναντήσει τον άλλον. Οι πραγματικές συναντήσεις και η αίσθηση του ανήκειν περνούν αναγκαστικά απ’ την αναζωογονητική, ανατροφοδοτική μοναχικότητα. Οι μοναχικοί άνθρωποι συνδέονται βαθύτερα με τους άλλους και η μοναχικότητα  είναι συνοδοιπόρος της πνευματικής ανύψωσης, της γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ποιητικής εντιμότητας.
Το άλλο στοιχείο της γραφής του, που είναι πολύ σημαντικό και τον κατατάσσει ως πολίτη στων «Ιδεών την πόλη», είναι ότι ξαναζωντανεύει την ελληνική γλώσσα, όπως όλοι οι σημαντικοί ποιητές σταθμοί στην ιστορία της λογοτεχνίας, προσδίδοντας στις λέξεις απεριόριστες δυνατότητες χρήσης και ερμηνείας τους, λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις, συνταιριάζοντας  το ήπιο ουσιαστικό με ένα  απροσδόκητο επίθετο ή εφευρίσκοντας το ρήμα εκείνο που θα φλογίσει τον στίχο,  ή ζωγραφίζοντας το χρώμα εκείνο, που αλλάζει την όψη της εικόνας. Προσφέρει στην ελληνική γλώσσα θαλπωρή, την αφήνει να ρέει και να τον καθοδηγεί σε ευρύτερες κάθε φορά προοπτικές. Δεν επιβάλλεται στη γλώσσα, αντιθέτως υποτάσσεται στο μεγαλείο της κι ακολουθεί πίσω απ’ τα βουνά το  Υπάρχον αναμμένο φως της, «τόσα χρόνια αναμμένο όσο οι άνθρωποι θυμούνται το φεγγάρι!». Η ποίηση του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη είναι ένα  αδιαμφισβήτητο Υπάρχον Φως.
                                                            Μάρθα Παπαδοπούλου (φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας)

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...