ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

William Faulkner, Ο Αχυρώνας που φλέγεται, Κίχλη


ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ, Ο ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ, Κίχλη, 

Συμπαγές (με την έννοια της πυκνής γραφής) διήγημα του Ουίλλιαμ Φώκνερ από τα πλέον ευανάγνωστα του, γραμμένο το 1939. Όλο το κείμενο  περιστρέφεται γύρω από το δίπολο πατέρα – γιου και την αγωνία του δεύτερου να αποτινάξει τη βαριά σκιά του πρώτου, με όλες τις ψυχολογικές προεκτάσεις που μπορεί να σημαίνει αυτό γι αυτή την ευαίσθητη ηλικία.
Όταν ξεκινήσει κάποιος να διαβάζει Φώκνερ πρέπει να είναι «υποψιασμένος» και αν όχι τότε πρέπει να τον προδιαθέσει κάποιος. Δεν πρόκειται για συγγραφέα που τα κείμενα του θα ψυχαγωγήσουν, ούτε καν για συγγραφέα που συνδυάζει σε πρώτο ή σε δεύτερο επίπεδο στοιχεία που καθιστούν εύληπτη την προσέγγιση του. Στον Φώκνερ αναστέλλεται η ανάγκη για άμεση ικανοποίηση, σε αρκετούς ανθρώπους δε, αυτή η ικανοποίηση δεν έρχεται ποτέ. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση «ανεπάρκεια», όπως έντεχνα κάποιοι «βαρείς διανοούμενοι» μπορούν να υπονοήσουν, ή πνευματική «αγυμνασία». Υπάρχουν εξαιρετικοί διανοούμενοι, μορφωμένοι άνθρωποι και επαρκείς αναγνώστες  που απλά δεν τους ταιριάζει αυτός ο συγγραφέας.

Ακόμα κι αν οι πρώτοι κριτές του Φώκνερ παρομοίαζαν το επίπεδο των έργων του με εκείνα του Ντοστογιέφσκει  και του Ευριπίδη δεν έλειψαν και οι αρνητικές θέσεις. Ο κριτικός Γουίνφιλντ  Τ. Σκοτ δήλωσε δημόσια ότι το διάσημο έργο του «η Βουή και η Μανία» ήταν κουραστικό «γεμάτο» ήχους  που δεν σήμαιναν τίποτα.

Σε εκείνους όμως που επιθυμούν να προσπαθήσουν όμως θα πρέπει να πούμε ότι οι αρετές του έργου του Φώκνερ έρχονται καλύτερα στην επιφάνεια όταν τα βιβλία του διαβαστούν τουλάχιστον δυο ή τρεις φορές. Το διήγημα ο «Αχυρώνας φλέγεται» ενδείκνυται για να ξεκινήσει κάποιος. Σε ερώτηση δημοσιογράφου: «τι να κάνουν εκείνοι που δεν τον καταλαβαίνουν ακόμη κι αν τον έχουν διαβάσει 3 φορές» ό ίδιος ο Φώκνερ έδωσε την αποστομωτική – αν όχι αλαζονική - απάντηση: Διαβάστε το βιβλίο τέσσερις φορές. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς χρειάζονται μια δεύτερη ανάγνωση, ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε σημεία που του ξέφυγαν να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομερείς περιγραφές και να απολαύσει τις εσωτερικές φωνές των χαρακτήρων. Ο Φώκνερ χρειάζεται παραπάνω.

Η μοναδικότητα του Φώκνερ που συνδυάζει την εξωτερική περιγραφή του προσώπου ταυτόχρονα με την συναισθηματική κι εσωτερική κατάσταση του ήρωα  είναι το στοιχείο πρόδηλα που συναρπάζει τους εραστές της γραφής του. Ο πατέρας με το σακάτικο πόδι, σκληρή αρχετυπική πατρική φιγούρα με τον χτύπο του ποδιού να επαναλαμβάνεται ρυθμικά σε όλο το κείμενο αποτελεί ένα «γκονγκ» ενθύμησης της έννοιας του φόβου που αφυπνίζει το ασυνείδητο του αναγνώστη. Ταυτόχρονα με την αφήγηση ξεδιπλώνεται η εσωτερική ανησυχία του παιδιού.

Μτφρ: Γιάννης Παλαβός

«…άκουσε: «Όχι αυτόν. Τον μικρό. Το παιδί», και, καθισμένο  στις φτέρνες του, μικρόσωμο για την ηλικία του, μικρόσωμο και νευρώδες σαν τον πατέρα του, φορώντας τριμμένο και μπαλωμένο τζιν που του ερχόταν στενό, με ίσια, ατημέλητα καστανά μαλλιά  και μάτια γκρίζα και άγρια όπως τα σύννεφα που έρπουν στον ανταριασμένο ουρανό, το παιδί είδε τους άντρες ανάμεσα στο ίδιο και το τραπέζι να παραμερίζουν  και να γίνονται ένας διάδρομος από σκυθρωπά πρόσωπα, στο τέλος του οποίου αντίκρισε το δικαστή, έναν ηλικιωμένο με γυαλιά, ρακένδυτο, δίχως κολάρο, να του γνέφει. Έχασε τη γη κάτω από τα γυμνά του πόδια, ένοιωθε σαν να βάδιζε υπό το απτό βάρος των σκυθρωπών προσώπων που στρέφονταν να το κοιτάξουν. Ο πατέρας του, άκαμπτος και στητός μες το καλό του μαύρο παλτό, που το είχε φορέσει όχι για τη δίκη αλλά για τη μετακόμιση, δεν το κοίταξε καν. «Θέλει να πω ψέματα», σκέφτηκε το παιδί.»

Σε αρκετές περιπτώσεις οι εσωτερικές ενατενίσεις φτάνουν στα όρια της ονειροπόλησης, είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον. Ο συγγραφέας δεν αφηγείται απλά αλλά ερμηνεύει :

«…Κι όταν μεγάλωνε περισσότερο, μπορεί ναι, να διαισθανόταν την πραγματική αιτία: ότι το στοιχειό της φωτιάς άγγιζε μια βαθύτερη χορδή του πατέρα του, όπως το ατσάλι ή η πυρίτιδα άγγιζαν τις χορδές άλλων, ως το μοναδικό όπλο προκειμένου να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, γιατί αλλιώς δεν θα άξιζε να ζουν, ενώ έτσι, χάρη στο όπλο αυτό, κατάφερναν να τους υπολήπτονται και να τους αφήνουν να ζουν όπως θέλουν».

Τα «πετάγματα» στο μέλλον επιβεβαιώνουν το συναίσθημα του παρόντος. Οι χρονικές μετατοπίσεις και τα άλματα στο χρόνο που χρησιμοποιεί ο Φώκνερ και στον «Αχυρώνα» αλλά και γενικότερα στα έργα του προϋποθέτουν μια ανάγνωση προσεκτική που φθάνει στα όρια της «μελέτης» για να μην χάσει ο αναγνώστης το νήμα της αφήγησης.
Στα βιβλία του Φώκνερ δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιου είδους πλοκή, όπως έχουμε στα κλασικά μυθιστορήματα, ούτε σασπένς αλλά είναι κατεξοχήν συγγραφέας – χαρακτήρων, η «πλοκή» ξετυλίγεται μέσα από νοητικές και εγκεφαλικές διεργασίες. Οι ήρωες που δημιουργεί έχουν ταυτότητα, είναι «ζωντανοί» συνομιλούν με τον αναγνώστη και στην πραγματικότητα αυτοί μένουν στο μυαλό του περισσότερο καμία φορά και από το ίδιο το έργο. Κι άλλοι συγγραφείς έχουν δημιουργήσει αξεπέραστους χαρακτήρες, όπως ο Ντίκενς, ο Σαίξπηρ, ο Ντανιελ Ντεφόε, ο Ουώλτερ Σκωτ ενταγμένους όμως σε πιο προσιτά κείμενα για το μέσο αναγνώστη.

Ένα χαρακτηριστικό του Φώκνερ που τον εξυψώνει στα μάτια πολλών είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης παλαιότερων μυθικών ιστοριών που λειτουργούν παράλληλα με την ιστορία που ο ίδιος αφηγείται. Η αφηγηματική αυτή στρατηγική ονομάστηκε από τον T.S. Eliot «μυθική μέθοδος» (κλασικό παράδειγμα είναι η παράλληλη χρήση της ομηρικής Οδύσσειας στον Τζόυς , στο έργο του «Οδυσσέας»). Ο αμερικάνικός νότος  είναι απλά το «πρόσχημα» για κάτι οικουμενικότερο, την υποδήλωση για την κυκλικότητα της ανθρώπινης φύσης ως μέρους της ανθρώπινης ιστορίας.   

Μπορείτε να ακούσετε και να διαβάσετε πολλές απόψεις  για τον Φώκνερ, τα περισσότερα αμφιλεγόμενα, αποκηρύξεις μέχρι και διθυράμβους. Συνήθως οι διθύραμβοι είναι δοσμένοι με γενικότητες: ρέει σα γάργαρο νεράκι, το «Αβεσσαλώμ» είναι το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα», «ξαναδημιούργησε την έννοια του μυθιστορήματος», «οι προτάσεις του έχουν πνοή ζωής».
Μην επηρεάζεστε ούτε από μεγαλοστομίες ούτε όμως από αποδομητικά σχόλια του τύπου «δεν διαβάζετε». Διαβάστε κάποιο βιβλίο του, ξεκινώντας από τον «Αχυρώνα» στην ωραία μετάφραση του Γιάννη Παλαβού από τις εκδόσεις «Κίχλη» και επανέλθετε εν καιρώ. Ο ίδιος ο αναγνώστης είναι ο απόλυτος κριτής κάθε συγγραφέα, και σε ότι αφορά τα λογοτεχνικά γούστα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Σε γενικές γραμμές βέβαια θα συμφωνήσουμε με τη ρήση του Καμύ «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές», θα συμπληρώναμε όμως ότι και οι σχολιαστές έχουν την αξία τους διότι ανάλογα με την καθαρότητα του δοκιμιακού τους λόγου μπορούν να βοηθήσουν κάποιους αναγνώστες να προσεγγίσουν με διαφορετικό μάτι ένα συγγραφέα κι ένα κείμενο.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

Βιογραφία (wiki)

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Falkner25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας «Γιοναπατόφα» του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας.Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του βραβείου δημιούργησε το "William Faulkner Foundation", που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους αμερικανούς συγγραφείς.


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Λαξευτής Τοπίων, Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, απο Χρήστο Μαύρη (ΠΟΙΕΙΝ)


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ,  
Η πολυδύναμη και βαθυστόχαστη ποίηση του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη

Η ποιητική συλλογή «Λαξευτής τοπίων», η έβδομη στη σειρά συλλογή του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, περιέχει 31 μικρά πεζόμορφα ποιήματα που διακρίνονται όλα για την πυκνότητα της γραφής και κατ’ επέκταση την πυκνότητα των νοημάτων τους. Παραστατικά θα τα παρομοίαζα με 31 σκληρά αμύγδαλα που πρέπει να συνθλίψεις με σφυρί την ανθεκτική φλούδα τους για να γευθείς την θρεπτική ψίχα τους.
Να υπενθυμίσω όμως πως αρκετοί νεοέλληνες ποιητές είχαν (και έχουν) προτίμηση στα πεζόμορφα ποιήματα ή πεζοτράγουδα, όπως αλλιώς λέγονται, ανάμεσα σ’ αυτούς ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γκάτσος, όπου στο έργο τους, ειδικά στο «Άξιον Εστι» και την «Αμοργό», υπάρχουν πολλά ποιητικά μέρη σε πεζό, χωρίς ωστόσο να παύουν ν’ αποτελούν ουσιαστικά ποιήματα, για να φανεί σε τελική ανάλυση πως δεν έχει σημασία το πως γράφεται ένα ποίημα αλλά το πως ακούγεται.
Όπως έχω διαπιστώσει και τα 31 ποιήματα είναι αποτέλεσμα ή, πιο σωστά, έχουν προκύψει μέσα από τις λογοτεχνικές αναζητήσεις και τα διαβάσματα του Γ. Π. Παπαδάκη, τα οποία του δίνουν δυνατούς ερεθισμούς για σοβαρή ποιητική δημιουργία. Αυτό, εξάλλου, εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό από τον οιονδήποτε αν ανατρέξει στην πληθώρα των ονομαστικών αναφορών διάσημων συγγραφέων ή στους τίτλους των βιβλίων τους καθώς και στους λογοτεχνικούς ήρωες τους, που έχουν απασχολήσει τον Γ. Π. Παπαδάκη και τα οποία, χάρη δικαιοσύνης, καταχωρεί στις σημειώσεις που υπάρχουν στο τέλος της συλλογής του όπως π.χ. τα βιβλία «Η μουσική του Έριχ Ζαν» του Χ. Φ. Λάβκραφτ, «Το τραγούδι του Προύφουκ» του T,S. Elliot, ο «Βασιλιας Ληρ» του Γ. Σαίξπηρ, «Η Δίκη» του Φ. Κάφκα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Γουάιλντ, τα «Επιφάνεια» του Γιώργου Σεφέρη, «Ο κύριος Τεστ» του Πολ Βαλερυ, «Το βάρος της πεταλούδας» Έρι Ντε Λούκα, «Το βιβλίο της Ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα κ.ά..

Κοντολογίς, μέσα στα καινούργια ποιήματα του Γ. Πολ. Παπαδάκη, είναι έκδηλος ένας εποικοδομητικός διάλογος που αναπτύσσει ο ποιητής με αυτές τις μεγάλες μορφές της παγκόσμιας διανόησης, με απώτερο στόχο ν’ αφομοιώσει, προς όφελος της δικής του δουλειάς, τη σκέψη, το στοχασμό, τον προβληματισμό αλλά και την τεχνική αυτών των ξένων δημιουργών.
Ο Γ. Πολ. Παπαδάκης, με άλλα λόγια, πατάει γερά πάνω στην πνευματική δημιουργία αυτών των κορυφαίων συγγραφέων για να εμπλουτίσει τα σκέψη του και να τροφοδοτήσει την έμπνευσή του, που σταδιακά τον κατευθύνουν προς νέες ποιητικές κατακτήσεις. Για την ακρίβεια, ο Γ. Πολ. Παπαδάκης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ ακονίζει, όπως ο γλύπτης ακονίζει τη σμίλη του στην ακονόπετρα, τη σκέψη και την έμπνευσή του απάνω στο στοχασμό αυτών των σπουδαίων συγγραφέων που καταπιάστηκαν στη μακρόχρονη συγγραφική πορεία τους με πολλά και διάφορα πανανθρώπινα θέματα, με αποτέλεσμα και η ποίησή-του να είναι  καταστάλαγμα γνώσης και σοφίας.
Ως εκ τούτου συνθέτει μία ζωντανή, εύρωστη, και περιεκτική ποίηση που ξεχειλίζει από λυρική μαγεία αλλά και από φιλοσοφική και αισιόδοξη διάθεση. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που κάποιοι στέρεοι στίχοι του καταλήγουν να μοιάζουν με ευσύνοπτα δοκίμια, δηλαδή μικρά σφικτοδεμένα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα πάνω σε καίρια θέματα ή βασικές ανθρώπινες αξίες, όπως η ζωή, η αλήθεια, η ελευθερία κ.ά.. Στην ουσία, εδώ η ποίηση του Γ. Π. Παπαδάκη, συνιστά μία άκρως ενδιαφέρουσα σύμπραξη του δοκιμιακού και του έντεχνου λόγου του.
Δίνω κάποια ενδεικτικά παραδείγματα:
-«Μια κλωστή η ζωή-μας ευλύγιστη. Κάποτε στητή και ρωμαλέα, παριστάνει το σκοινί», Σελ. 11
-«Μάγμα είναι, αναλλοίωτο πετρωμένο στου χρόνου τα βάθη. Μια έκρηξη του Όλου η Αλήθεια με μυριάδες πτυχώσεις», Σελ. 12
-«Βγήκα απ’ τ’ όνειρο κι είδα τη ζωή. Τη θλίψη του υπαρκτού ολόγυμνη», Σελ. 15
-«Ελευθερία είναι ο εγκλεισμός των άλλων σε κέλυφος ύπαρξης χωρίς τη συγκατάθεσή-τους», Σελ. 33

Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο που η ποίησή του είναι γεμάτη με απαστράπτουσες εικόνες, που μοιάζουν με νιόκοπα νομίσματα που λαμποκοπούν κάτω απο τον ήλιο, όλα απότοκο πιστεύω της αχαλίνωτης φαντασίας του και των λυρικών εξάρσεών του.
Θα γράψει στο ποίημα «Άλμπατρος»:
«Σε γροικούν τα άλμπατρος, φασματικές/ συλλήψεις του αιτιατού νου, σύντροφοι νωχελικοί του ποιητή. Δεν/ πιάνονται όμως. Όσο τα βλέπεις, έχεις μια γεύση θάλασσας κι όσο/ γράφεις, μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Κι αν τα γιγάντια φτερά τους/ σε βαραίνουν μη φοβάσαι·  θωρώντας-τα να πετούν ελευθερώνεσαι».

Όμως, όπως σε κάθε μεγάλη και πολυσύνθετη ποίηση, έτσι και για την ποίηση του Γ. Πολ. Παπαδάκη, προκύπτει το πρόβλημα της προσληψιμότητάς-της απο το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Γιατί ο αναγνώστης χωρίς ειδική παιδεία, είναι αδύνατο νομίζω να προσεγγίσει τους ποιητικούς αναβαθμούς (σκαλιά) της συλλογής «Λαξευτής τοπίων». Θα βρίσκεται συνεχώς στο σκοτάδι και θα ψηλαφεί μάταια στα τυφλά. Είναι προτιμότερο όμως να μην παραπλανάται άσκοπα γιατί θα ματαιοπονεί.
Να το πω αλλιώς: Ο «Λαξευτής τοπίων» περιέχει ποίηση υψηλών προδιαγραφών γι’ αυτό και αφορά τους προχωρημένους αναγνώστες. Εννοώ τους επαρκείς, τους καλά μορφωμένους και πληροφορημένους για τα λογοτεχνικά θέματα, όπως αυτά παράγονται σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Συνεπώς, ο μη μυημένος στα λογοτεχνικά πράγματα αναγνώστης, για να μπορέσει να εγκύψει με κάποιες απαιτήσεις στα νοήματα των ποιημάτων του Γ. Π. Παπαδάκη, πρέπει, αν είναι δυνατόν, να μελετήσει προηγουμένως διεξοδικά όλα τ’ άλλα λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα στα οποία έχει εντρυφήσει ο ποιητής πριν μας δώσει τους δικούς του ποιητικούς καρπούς.
Κρίστεβα
Βέβαια, όλη αυτή η διαδικασία επιλογής και αφομοίωσης ξένων κειμένων, αλλά και ο τρόπος που ενσωματώνει κάποια από αυτά στην ποίηση του ο Γ. Π. Παπαδάκης,  εμπίπτει στην έννοια της διακειμενικότητας που εισήγαγε στη λογοτεχνία η Julia Kristeva, το 1966, αναλύοντας και επεκτείνοντας την θεωρία του Bakhtin περι διαλογικότητας. Έννοια που χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο της καινούργιας ποιητικής εργασίας του Γ. Πολ. Παπαδάκη. Με απλά λόγια, εννοώ το λογοτεχνικό περίπατό του σε άλλα κείμενα ή σε άλλους πνευματικούς μόχθους, όπου στη συνέχεια οικειοποιείται μέρος απο αυτά τα ξένα κείμενα, ατόφια ή επεξεργασμένα, για την εδραίωση της δικής-του δουλειάς.
Αυτή η προσπάθειά του όμως, ίσως να είναι στοχευμένη. Γιατι, με  τον τρόπο αυτό ωθεί, πιστεύω, και τον αναγνώστη-του στο να οπλιστεί κατάλληλα. Δηλαδή ν’ αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις, γενικά το απαραίτητο μορφωτικό επίπεδο, στο λογοτεχνικό κυρίως τομέα, για ν’ αντιληφθεί επαρκώς και ν’ απολαύσει επιτυχώς την ποίησή του. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ήδη έχω αναφέρει, θα ματαιοπονεί! Είναι ωσάν να βάζουμε ένα μαθητή του δημοτικού σχολείου να διαβάσει, ν’ αναλύσει και να μας διδάξει με αξιώσεις όλα τα νοήματα που περιέχει το «Άξιον Εστι», του Οδυσσέα Ελύτη.
Ο ποιητής Γ. Πολ. Παπαδάκης, όπως έχω αντιληφθεί, βάζει ψηλά τον πήχη όταν δημιουργεί την ποίησή του. Θέτει δηλαδή ψήλους στόχους και ακόμη πιο ψηλά αισθητικά κριτήρια τα οποία, όπως είπα, δεν είναι εύκολο να κατανοηθούν από τον απαίδευτο αναγνώστη. Το σπουδαιότερο όμως, για μένα, είναι που δεν καταδέχεται να εκποιήσει την τέχνη που υπηρετεί για χάρη της αναγνωσιμότητας, χωρίς με αυτό να υπονοώ ότι ο Γ. Π. Παπαδάκης ασπάζεται το δόγμα η τέχνη για την τέχνη. Απλώς εννοώ πως δεν τον ενδιαφέρει το πνευματικό παζάρι, με τις παραπλανητικές σφυγμομετρήσεις και τους επίπλαστους αριθμούς. Τον ενδιαφέρει μόνο η τέχνη του, ήτοι η ποίησή-του, για την οποία νοιάζεται, όπως ανάφερα, να είναι αισθητικά πιο τέλεια, τόσο από την πλευρά του περιεχομένου-της όσο και από την πλευρά της μορφής-της, πιστεύοντας αταλάντευτα πως με την πάροδο του χρόνου θα γίνει κατανοητή απ’ όλους τους αναγνώστες-του.
Εν ολίγοις, πιστεύει, ή θέλει να πιστεύει, πως με την απαραίτητη προπαίδεια και με τη δική του ασφαλώς βοήθεια, θα ανυψωθεί το μορφωτικό επίπεδο όλων των αναγνωστών του, ούτως ώστε να είναι σε θέση πλέον να κατανοούν και να προσλαμβάνουν την ποίησή-του αλλά και την κάθε άλλη (δύσκολη) ποίηση.
Ο Γ. Π. Παπαδάκης έχει σίγουρα γνώση του μεγάλου ταλέντου-του και κυρίως της αξίας της, υψηλών προδιαγραφών, ποίησής-του. Σίγουρα γνωρίζει και το βαθμό δυσκολίας πρόσληψής της απ’ όλους τους αναγνώστες-του. Δεν βάζει όμως νερό στο κρασί-του! Εννοώ πως δεν θέλει με καμία δικαιολογία να νοθεύσει την τέχνη-του για ένα εγγενές πρόβλημα, για το οποίο σε τελική ανάλυση δεν ευθύνεται. Δεν αδιαφορεί όμως γι’ αυτούς τους αδύνατους αναγνώστες-του. Γι’ αυτό και επιχειρεί να εφαρμόσει διάφορες δοκιμασμένες τεχνικές μέσα στα ποιήματά-του, που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον όλων των αναγνωστών, για να γίνει πιο προσβάσιμη η ανάγνωσή-τους.
Αρκετά πετυχημένη στο σημείο αυτό θεωρώ πως είναι η τεχνική της μορφοποίησης (ή προσωποποίησης) λέξεων ή πραγμάτων, με λογική ή αφηρημένη έννοια. Και αυτό, όπως είπα, για να  προκαλέσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όπως π.χ. η μορφοποίηση της λέξης «ελπίδα», που την παρομοιάζει με άπιαστο «αγριόγιδο» που καλπάζει στην άκρη του γκρεμού.

«Καλπάζει στην άκρη του γκρεμού σαν αγριόγιδο άπιαστο κι απ’ τον/ άνεμο ακόμα. Αγέρωχο παράστημα, όψη ελκυστική σαν Αφροδίτη,/ αιθέρια σαν τον Αίολο, ακριβοθώρητη οπτασία»Σελ. 36

Ακόμη, έχω διαπιστώσει πως κάποιοι στίχοι μέσα από τα πεζόμορφα ποιήματα του Γ. Πολ. Παπαδάκη μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους άλλους στίχους του ποιήματος, δίνοντάς-σου την εντύπωση πως ο καθ’ ένας από αυτούς τους στίχους αποτελεί ένα ολοκληρωμένο ποίημα, που είναι κατά την άποψή μου ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στην ποιητική-του. Αποσπώ, χάρη παραδείγματος, μερικούς τέτοιους στίχους:
-«Πνοή ζωής στου χρόνου τα φτερά», Σελ. 9
«Στο τέλος κάθε τραγωδίας, ξεκινώ το διάβασμα μιας κωμωδίας», Σελ. 21
«Απ’ όλους του φόβους, τρέμω περισσότερο την προδοσία», Σελ. 30
-«Μόνη-μου ελπίδα η επανάληψη», Σελ. 38

Καταλήγοντας, θα επαναλάβω πως στην ποίηση του Γ. Π. Παπαδάκη κυριαρχεί και λάμπει μία πολύπλοκη πνευματικότητα, γεγονός που την καθιστά μη αναλώσιμη απ’ όλους τους αναγνώστες, ειδικά τους αμύητους στα θέλγητρα της ποίησης. Σίγουρα όμως είναι μία ποίηση ευφάνταστη και άκρως περίτεχνη. Μια ποίηση βαθυστόχαστη και πολυδύναμη, εφάμιλλη με τη δημιουργία των επιφανών δασκάλων-του, που ανεβάζει κατακόρυφα την αξία της τέχνης που υπηρετεί!

Χρήστος Μαύρης


ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...