ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Why Laurence Olivier is the greatest actor of all time (The case of Marlon Brando)

ΓΙΑΤΙ Ο ΛΩΡΕΝΣ ΟΛΙΒΙΕ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ


Στα χρόνια μετά το 1990 ο κινηματογράφος έχει αλλάξει σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από τη σκηνοθετική ματιά, τα πολυπλοκότερα σενάρια και τον τρόπο ερμηνείας, η τεχνολογική ανάπτυξη έχει επιφέρει τέτοια αλλαγή που ο μέσος θεατής δυσανασχετεί και μόνο αν παρακολουθήσει μια ταινία δεκαετίας. Με τα πρώτα πλάνα γίνεται αντιληπτή η παλαιότητα της ταινίας (φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις). Ο σύγχρονος θεατής εγκλωβισμένος κυρίως σε πρότυπα ταινιών υψηλής παραγωγής του Χόλυγουντ, όταν ακούει για μεγάλους ηθοποιούς έρχονται συνειρμικά στο μυαλό του τα ονόματα: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Μέρυλ Στρυπ , Αντονυ Χόπκινς και κατά δεύτερο ίσως λόγο, Ντάστιν Χόφμαν, Τζακ Νίκολσον, Ντάνιελ Ντέ Λιούις κλπ. Ονόματα που τα περισσότερα έχουν μεν ξεκινήσει καριέρα από τη δεκαετία του 1970 αλλά μεσουρανούν στην σύγχρονη εποχή του 21 αιώνα της HD εικόνας και των μεγάλων παραγωγών.  


Ο Ολίβιε μεσουράνησε από το 1939 έως το 1983 (αν θεωρήσουμε σαν καταληκτικό μεγάλο ρόλο τον Βασιλιά Ληρ[1]). Η καριέρα του βέβαια διήρκησε συνολικά πάνω από 60 χρόνια. Γρήγορα καθιερώθηκε σαν κορυφαίος ηθοποιός του θεάτρου. Καινοτόμησε μεταφέροντας ανεπανάληπτα το Σαίξπηρ στον κινηματογράφο, ενώ προτάθηκε για δεκατρία Οσκαρ. Το κέρδισε 4 φορές, μία σαν ηθοποιός Α’ ρόλου στον Άμλετ, (1948), πήρε ένα σαν παραγωγός στην ίδια ταινία, επίσης πήρε ένα ειδικό Όσκαρ για τον Ερρίκο τον πέμπτο και ένα για το σύνολο της καριέρας του(1979). Ο Ολιβιε έμπαινε στο πετσί του ρόλου και δεν είχε αυτό που ονομάζουμε «μανιέρα». Βλέπεις διαφορετικό άνθρωπο σε κάθε ταινία που έπαιξε. Μέχρι και η εμφάνιση του θύμιζε άλλο άνθρωπο. Ο μονόλογος στο Ριχάρδο τα 1955, φημολογείται ότι συγκλόνισε όλους τους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς που πήγαν να παρακολουθήσουν την ταινία σα σεμινάριο. Ο λέξεις έβγαιναν από το στόμα του στακάτες, κοφτερές σα σπαθί.


Ο μόνος ηθοποιός που από πλευράς ερμηνευτικής φήμης μπορεί να σταθεί δίπλα στον Ολιβιε είναι ο Μάρλον Μπράντο, του οποίου οι ανεπανάληπτες ερμηνείες στον κινηματογράφο ενέπνευσαν δεκάδες ηθοποιούς και δημιούργησαν σχολή. Το «πρόβλημα» είναι ότι ο Μπράντο, υπήρξε εκπληκτικός αλλά μονοδιάστατος ηθοποιός. Το παίξιμο του βασίστηκε στην μέθοδο που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ρώσο, Konstantin Stanislavski, γνωστή ως μέθοδος Stanislavski. Το σύστημα αυτό ενεργοποιεί την τέχνη της «εμπειρίας» περισσότερο από την τέχνη της «αναπαράστασης».  Η εσωτερική ερμηνεία του, ενίοτε σκοτεινή αναδείκνυε έναν ωμό ρεαλισμό, δοσμένο με μια ακατέργαστη ενστικτώδη ορμή που καθήλωνε το θεατή. Τα ισχυρά βλέμματα, οι σιωπές «μιλούσαν» για τον Μπράντο και γοήτευαν το θεατή.  Ο Μπράντο όμως δεν είχε την πληθωρικότητα του Ολιβιε, ούτε στους ρόλους, ούτε στο παίξιμο.  


Η καριέρα του Ολίβιε μπορεί να βασίστηκε στο στυλ του παραδοσιακού βρετανικού θεάτρου, ωστόσο το Χόλυγουντ τον έσπρωξε περισσότερο και στην κατάκτηση του ρεαλιστικού παιξίματος. Ο Ολίβιε τα κατέκτησε όλα: Τον σαιξπηρικό ρόλο, τον δραματικό ρόλο με συναίσθημα στην «Carrie»[2], τον ναζί εγκληματία στο «Marathon Man»[3], τον κωμικό ρόλο στο «Γελωτοποιό», τον καλοκάγαθο κυνηγό ναζί στο «Στα παιδιά από την Βραζιλία», τον Πρίγκιπα στο «Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια», τον συγκλονιστικό Χιθκλιφ στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Ο Μπράντο ήταν ηθοποιός μεθόδου. Ταυτιζόταν με το ρόλο εντός και εκτός σκηνής, ήθελε να γίνει ο «ρόλος». Ωστόσο, δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει την ποικιλία τον ρόλων του Ολίβιε. Ο Ολιβιε βασίστηκε περισσότερο στην τεχνική αλλά δεν πίστευε ότι έπρεπε να «κάνει τον οδοκαθαριστή στη ζωή για να τον παίξει στο κινηματογράφο». Ο Ολιβιε «υποδυόταν τον οδοκαθαριστή»[4]. Η φήμη του Μπράντο δεν οφείλεται μόνο στο ταλέντο του, αλλά στον προκλητικό τρόπο ζωής του, στις πολιτικές του θέσεις και στην συμπαράσταση του απέναντι στις «μειονότητες». Όλα αυτά μαζί με την υπερβολικά φωτεινή αντρική γοητεία του τον εκτόξευσαν στα ύψη της δημοφιλίας, ενώ στην πραγματικότητα θα τον θυμόμαστε για πέντε ή έξι ταινίες.

    


Οι υποστηρικτές του Μπράντο ισχυρίζονται ότι ο Μπράντο δεν έβγαζε από κάπου το συναίσθημα, το συναίσθημα πήγαζε μόνο του από το «μυελό των οστών του». Ο Ολιβιε όμως βυθίστηκε στο πνεύμα του μεγαλύτερου δραματουργού των αιώνων: Του Σαίξπηρ. Οι περισσότεροι θεατές, κριτικοί και ηθοποιοί θεωρούν ότι το παίξιμο αυτό ενέχει κάποια υπερβολή. Μπλέκουν την υπερβολή με το μεγαλείο. Όσοι παρακολούθησαν τον Ολίβιε στο θέατρο δεν τον ξέχασαν ποτέ. Ο Σαίξπηρ και όλοι οι μεγάλοι κλασικοί ρόλοι ζωντάνεψαν χάρη σε αυτόν. Αρκεί όμως και η κινηματογραφική μεταφορά για να προβάλει το μέγεθος του ταλέντου του. Ο μονόλογος του στο Ριχάρδο τον τρίτο με το πονηρό βλέμμα και την τσιριχτή φωνή κάνει τον θεατή να αναρωτιέται αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που παίζει τον νέγρο Οθέλλο, με τη μπάσα φωνή και το αριστοκρατικό παράστημα. Ο Μπράντο είχε τεράστιο αυθεντικό ταλέντο που πήγαζε από μια εσωτερική παρόρμηση, ο Ολίβιε είχε και το ταλέντο αλλά και μια έντονη αίσθηση για το συνολικό ταίριασμα του ηθοποιού με το έργο.         

    

Ο Ολιβιέ ήταν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Δεν ήταν προϊόν μια ποπ κουλτούρας, αλλά ένας καλλιτέχνης με ταλέντο, που το δούλεψε μέχρι το μεδούλι. Εκτός από κορυφαίος ηθοποιός ήταν και σκηνοθέτης ενώ υπήρξε και κορυφαίος αφηγητής. Ο Ολιβιέ ήταν μετρ των μεταμφιέσεων. Άλλαζε κάθε φορά ανάλογα με το ρόλο του και ειδικά στο θέατρο μεταμφιεζόταν κυριολεκτικά (ψεύτικη μύτη, περούκα και έντονο μακιγιάζ). Ο ίδιος έλεγε: Δε μπορώ να έρθω να παίξω και να βλέπω τον εαυτό μου. Πρέπει να γίνω ο άλλος.[5]

Για όσους παρακολουθούν ποδόσφαιρο ο Μπράντο προσομοιάζει με τον παίκτη που φέρνει κόσμο στο γήπεδο. Με τι; Με τις εντυπωσιακές τρίπλες και τα αδειάσματα στους αντιπάλους. Που και που βγάζει καμιά ασίστ και κάποιο γκολ. Ο Ολιβιε όμως είναι ο μαέστρος. Ο παίκτης που τα κάνει και τα έχει όλα. Συντονίζει το παιχνίδι, βγάζει γκολ, ασίστ, μαρκάρει, δίνει μακρινές μεταβιβάσεις, παίζει πάντα καλά και παίζει και με τα δυο πόδια.

Ο Μπράντο εφάρμοζε τη «μέθοδο, ο Ολίβιε ήταν η «μέθοδος» ενσαρκωμένη σε άνθρωπο[6].

ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΩΡΕΝΣ ΟΛΙΒΙΕ

Award

Won

Nominated

Academy Awards (Oscar)

4

13

BAFTA Film Awards

3

9

Golden Globe Awards

2

5

BAFTA TV Awards

0

2

Evening Standard Theatre Awards

3

3

Emmy Awards

5

9

Tony Awards

1

1

Grammy Awards

0

1

 


Από ακαδημαϊκά και άλλα ιδρύματα, ο Olivier έλαβε τιμητικά διδακτορικά από το Πανεπιστήμιο Tufts στη Μασαχουσέτη (1946), την Οξφόρδη (1957) και το Εδιμβούργο (1964). Του απονεμήθηκε επίσης το δανικό βραβείο Sonning το 1966, το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστολών, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων το 1968. και το μετάλλιο Albert της Βασιλικής Εταιρείας Τεχνών το 1976

 

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 



[1] Όταν η παραγωγή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αμερικανική τηλεόραση, ο κριτικός Steve Vineberg έγραψε: Ο Olivier φαίνεται να έχει πετάξει την τεχνική αυτή τη φορά - είναι ένας εκπληκτικός αγνός Lear. Στην τελευταία του ομιλία, πάνω από το άψυχο σώμα της Cordelia, μας φέρνει τόσο κοντά στη θλίψη του Lear που δύσκολα μπορούμε να παρακολουθήσουμε, γιατί έχουμε δει τον τελευταίο ήρωα του Σαίξπηρ τον Laurence Olivier να παίζει ποτέ. Αλλά τι φινάλε! Σε αυτό το πιο υπέροχο έργο, ο μεγαλύτερος ηθοποιός του κόσμου, μας έχει δώσει μια ανεξίτηλη παράσταση. Ίσως θα ήταν πιο κατάλληλο να εκφράσουμε απλή ευγνωμοσύνη.

[2] The American film director William Wyler said that Olivier's performance in the film Carrie was "the truest and best portrayal on film of an American by an Englishman.

[3] Laurence Olivier and Dustin Hoffman did not get along well during filming. Olivier did not agree with Hoffman's style of Method Acting, which involved staying up days at a time to appear truly out of his mind and in physical pain for the film's famous torture scenes. "My dear boy." Olivier is remembered as saying, "why don't you just try acting?”

[4] Σε ένα αφιερωμένο αφιέρωμα στους The Times , ο Bernard Levin έγραψε: "Αυτό που έχουμε χάσει με τον Laurence Olivier είναι η δόξα . Το αντανακλούσε στους μεγαλύτερους ρόλους του · πράγματι περπατούσε πάνω σε αυτό - θα μπορούσατε να το δείτε πρακτικά να λάμπει γύρω του σαν ένα φωτοστέφανο  ... ... κανείς δεν θα παίξει ποτέ τους ρόλους που έπαιξε όπως τους έπαιξε · κανείς δεν θα αντικαταστήσει τη λαμπρότητα που έδωσε στη γη του με την ιδιοφυΐα του.

[5] Συνάδελφοι του Ολίβιε, και σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο Spencer Tracy , ο Humphrey Bogart και η Lauren Bacall , θεωρούν  τον Olivier ως τον καλύτερο από όλους τους συναδέλφους του, ενώ ο Πήτερ Ουστίνωφ στο ίδιο ερώτημα απάντησε: Φυσικά είναι μάταιο να μιλάμε για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός. Απλώς δεν υπάρχει κανένας μεγαλύτερος ηθοποιός, ζωγράφος ή συνθέτης.

[6] Ο Αμερικανός ηθοποιός William Redfield είχε την άποψη: Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Laurence Olivier είναι λιγότερο προικισμένος από τον Marlon Brando. Είναι ακόμη λιγότερο προικισμένος από τους Richard Burton, Paul Scofield, Ralph Richardson και John Gielgud. Αλλά εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός του εικοστού αιώνα. Γιατί; Επειδή ήθελε να είναι. Τα επιτεύγματά του οφείλονται στην αφοσίωση, το πάθος, την πρακτική, την αποφασιστικότητα και το θάρρος. Είναι ο πιο γενναίος ηθοποιός της εποχής μας.


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ Ο Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΧΛΟΥ

 

 


Ο ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ, Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, Ο ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΧΛΟΥ

 

Κάθε φορά που αποχαιρετά τη ζωή ένας σπουδαίος στον τομέα του, ο κόσμος = ο όχλος (μάζα), ο λαός, (πιο εξευγενισμένος όρος) αντιδρά συνήθως με υπερβολές. Ο θάνατος του σπουδαίου ποδοσφαιριστή Μαραντόνα έφερε στην επιφάνεια γνωστές αντιδράσεις περί «λαϊκού ήρωα» Τα γνωστά περί "Θεού", "υπερανθρώπου" και τα  κοσμητικά επίθετα που εξυψώνουν το νεκρό σε όλα τα επίπεδα, ξεχνώντας ότι μπορεί σαν άνθρωπος να ήταν χειρότερος από το "μέσο εργάτη", το «μέσο καθηγητή», το «μέσο γιατρό». (Δε λέμε ότι ήταν ο συγκεκριμένος, απλά τονίζουμε ότι δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, τίποτα πέραν της συγκεκριμένης ικανότητας που τον έκανε διάσημο). Δηλαδή εμπλέκεται η ικανότητα του θανόντος σε ένα συγκεκριμένο τομέα (μπάλα) με όλους τους υπόλοιπους τομείς, (συμπεριφορά, χαρακτήρας, κοινωνικό παράδειγμα, παρανομία κλπ). Οποιαδήποτε παρέκκλιση εκ των συνηθισμένων τρόπων «θαυμασμού» ενοχοποιείται, και ο «στόχος» (αν είναι δημόσιο πρόσωπο ακόμα χειρότερα) διαπομπεύεται.


Για παράδειγμα έφυγε το καλοκαίρι ο Γιάννης Πουλόπουλος ένας από τους δέκα (χοντρικά) μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές (με μεγάλο έργο και προσφορά) κι ακούστηκαν πολλά όμορφα πράγματα αλλά μεταξύ αυτών και υπερβολές: «Θεός», «ο μεγαλύτερος τραγουδιστής που πέρασε» κ.λ.π κ.λ.π. Ενοχλημένος από την τόση υπερβολή ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος ένοιωσε την ανάγκη να πει τη γνώμη του  (με ένα λόγο παραπάνω μιας κι έχει γράψει το μισό ποιοτικό ελληνικό τραγούδι και υπήρξε συνεργάτης του θανόντος). Είπε λοιπόν τη πραγματικότητα. Ότι ο Πουλόπουλος υπήρξε εκ των κορυφαίων (μέσα στους δέκα πρώτους) Ελλήνων τραγουδιστών αλλά επ ουδενί δεν ήταν Μπιθικώτσης η Νταλάρας. ( η διάρκεια του Νταλάρα στη κορυφή κρατάει τουλάχιστον πενήντα χρόνια, πέραν της φωνής, σα καλλιτεχνική προσωπικότητα δηλαδή).



Ε, «έγινε το σώσε», επειδή απλά ο Παπαδόπουλος είπε το προφανές (ή σε τελική ανάλυση τη γνώμη του). Από ύβρεις μέχρι προσβολές: «Ξεκούτιανε ο Παπαδόπουλος», είπαν. Γιατί; Επειδή δεν είχε την άποψή τους, επειδή δεν είχε την άποψη αυτών που κράυγαζαν τις υπερβολές. Μα θα πει κάποιος :"Δεν ήταν λάθος το timing; πέθανε ο άλλος, είναι ανάγκη τώρα να τα πεις αυτά; πες τα σε έξι μήνες". Αυτό είναι μια σωστή θέση, αλλά όχι για τον Παπαδόπουλο που ως γνωστόν δε μασάει τα λόγια του αδιαφορώντας τι θα πουν οι άλλοι. Στην πραγματικότητα αλλοιώθηκε η ουσία της δήλωσης του. Ότι ο Πουλόπουλος είναι ένας εκ των κορυφαίων.



Οι περιπτώσεις δεν αφορούν μόνο θανόντες. Είπε,  ο Μίκης Θεοδωράκης  διάσημος μουσικοσυνθέτης πριν από τρία χρόνια περίπου, (αγωνιστής της αριστεράς με ξύλο και φυλακίσεις, και δείγματα ζωής μέσα στην αριστερά, τη γνώμη του): Ο αριστερόστροφος φασισμός είναι χειρότερος από τον δεξιόστροφό (ίσως επειδή εμπεριέχει και την υποκρισία). [Όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ο φασισμός είναι θέμα συμπεριφοράς και στάσης ζωής και όχι τόσο ιδεολογίας]. Ε, έγινε πάλι «επανάσταση»: "Γέρασε", "ξεκούτιανε", τον "τιμούμε σα μουσικό" αλλά τα χει χάσει τώρα λόγω ηλικίας», «Ο Μίκης αποδομεί το παρελθόν του» κλπ κλπ..

Γιατί; επειδή δεν ειχε την άποψη τους, την άποψη  «των δημοκρατών», που πίστευαν το αντίθετο, ότι ο φασισμός αφορά μόνο τη δεξιά πλευρά. Φυσικά αν έλεγε το αντίθετο θα λέγανε :

"Α, ρε Μίκη λεβέντη, έφτασες 92. αλλά έχεις το μυαλό ξυράφι όπως ήσουνα 40 και 50".

Έφυγε ο Μαραντόνα απο τη ζωή. Δε χρειάζεται στο παρόν άρθρο εδώ να αναλυθεί "τι εστί Μαραντόνα" σε ότι αφορά τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες. Μέσα στους πέντε τουλάχιστον κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών. Ποδοσφαιριστές. Ξέρετε, από αυτούς που κλωτσάνε τη μπάλα σε ένα άθλημα που σαγηνεύει εκατομμύρια. Τα είχε σχεδόν όλα σα παίκτης. (Για πάρα πολλούς θεωρείται ο πρώτος). Λίγο αργότερα βγήκε λοιπόν ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες όλων των εποχών ο Σίλτον (αφού ρωτήθηκε από δημοσιογράφο) και τι είπε; Το αυτονόητο. Ότι η ζωή του είναι συνδεδεμένη με εκείνη του Μαραντόνα με εκείνο το ψεύτικο γκολ του 1986 και ότι οκ, πέρασε καιρός, αλλά ένα συγγνώμη δε ζήτησε για την απατεωνιά που έκανε, αντιθέτως η απατεωνιά εκθειαζόταν και εκθειάζεται σα μαγκιά : Το χέρι του Θεού. Ε, φωνή λαού, οργή Θεού. Ακούστηκε μέχρι και το ότι «ο Σίλτον υπήρξε ανυπόληπτος τερματοφύλακας και το γκολ εκείνο τον …έκανε διάσημο και δε θα έπρεπε να ανοίγει το στόμα του». Έπεσαν να τον φάνε.  Ίσως να χρειαζόταν ο Σίλτον να κάνει κάποιο δυνατό «πρόλογο» με που θα εκθείαζε το Μαραντόνα για τα ποδοσφαιρικά του προσόντα και στο τέλος να έλεγε το παράπονό του. Μπορεί. Αλλά θεωρώ ότι ο όχλος που κάποτε σταύρωνε και δίκαζε ή κρέμαγε για το παραμικρό στην «Άγρια Δύση» δεν έχει αλλάξει. Είναι ακριβώς ο ίδιος όχλος. "Η έχεις την άποψη μου ή σου παίρνω το κεφάλι"

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...