ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

 

Αυτή η «παραμύθα» για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή, όλων των εποχών με έχει κουράσει για δυο λόγους. Ο ένας είναι ο προφανής. Ολοι στο ΠΑΡΩΝ τους συνήθως θεωρούν κορυφαίο αυτόν που συναρπάζει σε παρόντα χρόνο και συνήθως αυτοί είναι νέοι η πολύ νέοι, που δεν έχουν εποπτεία του ΟΛΟΥ. Απλό παράδειγμα, ενώ «όλοι» ξέρουν ότι στο Ελληνικό τραγούδι, η κύρια διαμάχη είναι Μπιθικώτσης ή Καζαντζίδης, αν γίνει ψηφοφορία, θα βγει πρώτος ο …Ρέμος, ή δε ξέρω ποιος άλλος «φερόμενος ως τραγουδιστής». 


Άρα για να κρίνεις, πρέπει, είτε έφηβος είσαι είτε 80άρης, να έχεις εποπτεία του ΟΛΟΥ. Το δεύτερο και κρισιμότερο είναι ότι κρίνουν, με βάση … ιστορίες του τύπου: πόσα μουντιάλ πήρε, πόσες χρυσές μπάλες πήρε, πόσους τίτλους πήρε και ξεχνάνε το σημαντικότερο. 

Το ποδόσφαιρο ΕΙΝΑΙ ΟΜΑΔΙΚΟ ΑΘΛΗΜΑ. Τι θα γίνει πχ αν ο Μέσι (για να πω ένα φανταστικό παράδειγμα) αποφασίσει να παίξει στην ….Προοδευτική δυο χρόνια;; θα πέσουν τα στατιστικά του;;; Δηλαδή αν σήμερα, οι ΣΥΜΠΑΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΙ , χάνανε 2 πέναλτι και το έχανε η Αργεντινή, τι θα σήμαινε για το Μέσι;;; Κύριοι. ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ. Ούτε γενικότητες και βερμπαλισμοί (Είναι Θεός, Ο δεύτερος πίσω από τον Χ…..μακράν, είναι από άλλο πλανήτη) ούτε «δαχτυλίδια» όπως στο NBA. Ούτε τίτλοι, ούτε είναι καλό παιδί και σοβαρός ενώ ο άλλος είναι αλήτης. 

ΜΟΝΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ… Είναι καμιά 25αρια: Σουτ (όλα τα είδη σουτ, όπως και σουτ από 30 ή 40 μέτρα), Γκολ, ασίστ, τρέξιμο με μπαλα, τρέξιμο χωρίς μπάλα, σταθερότητα απόδοσης, διάρκεια καριέρας, τρίπλα, Μακρινές μεταβιβάσεις, κεφάλι …και άλλα αρκετά… Γνωρίζω ότι είναι δύσκολο κάτι τέτοιο, γιατί σε αρκετά από αυτά χρειάζονται έρευνα και στατιστικά που από την εποχή του Πελέ, είναι δύσκολο να βρεθούν, αλλά αυτά είναι. Εκτός αν κάποιος, ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, θέλει να κρίνει προσωπικότητα. Αλλά αυτό είναι άλλο καπέλο. ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ, ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟΤΕΡΟΣ!!!!   ΥΓ: Μάλλον είναι ο Πελέ!!!





Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΛΑΞΕΥΤΗΣ ΤΟΠΙΩΝ ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΟΥ

 

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΟΥ -  "ΛΑΞΕΥΤΗΣ ΤΟΠΙΩΝ", Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, ΔΙΦΡΟΣ, Αθήνα, 2017.

 


Στις μέρες μας ως γνωστόν, γράφεται αρκετή ποίηση και πολλοί λογοτέχνες καταπιάνονται με αυτό το είδος του λόγου, το απαιτητικότερο και δυσκολότερο. Παρόλο που ο περισσότερος κόσμος δεν διαβάζει ποίηση υπάρχουν αρκετοί ποιητές που γράφουν καλή ποίηση και αρκετοί είναι αξιόλογοι. Ένα από τα ωριμότερα και ωραιότερα βιβλία που διάβασα τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι το βιβλίο «Λαξευτής Τοπίων» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη. Ο Παπαδάκης έχει μια σημαντική διαδρομή στο ποιητικό γίγνεσθαι από το 2001  («Στα μπαλκόνια του ουρανού»). Ύστερα από έξι βιβλία με περισσότερο λυρική και περιγραφική διάθεση, ο ποιητής αφήνει το δυνατό αποτύπωμά του με τη συλλογή «Νέα Ατραπός», το 2014. Πρόκειται για 30 ποιήματα με στοχαστικό υπόβαθρο, συγκρατημένη λυρικότητα και ουσιαστική διακειμενικότητα. Με τη νέα αυτή στροφή, (που χαιρετίστηκε από την κριτική, ο ποιητής γίνεται εσωτερικότερος. Ύστερα από τρία χρόνια ουσιαστικής εμβάθυνσης και αναστοχασμού ο Παπαδάκης επανέρχεται με το βιβλίο «Λαξευτής Τοπίων». Ακόμα ένας τίτλος που υπονοεί τον «λιθοξόο εσωτερικών τοπίων» και καταστάσεων. Το λιτό αυτό βιβλίο με τα 31 ποιήματα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονης γραφής, πλήρους αναγνωστικής τέρψης. Το κάθε ποίημα στο «Λαξευτή» αποτελεί κι ένα στοχαστικό κόσμημα, ένα γλωσσικό παράδειγμα συμπυκνωμένης γραφής και γλωσσικής οικονομίας που όμως δεν φτάνει στην «αποστέωση».

             Ο ποιητής αξιοποιεί με εύστοχο τρόπο θέματα και πρόσωπα, από κλασικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σε αρκετά ποιήματα του εμφανίζονται είτε υπαινικτικά είτε φανερά:

Συνομιλία Φερνάντο Πεσσοά με «Κύριο Τεστ»[1], όπου ο Πεσσόα συνομιλεί με το φαντασιακό πρόσωπο που δημιούργησε ο Πολ Βαλερύ. Ο διάλογος αντανακλά την σχετικότητα της διανοητικής παρατήρησης, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το συναίσθημα.

 

            Την ματαιότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, όταν ένας γέροντας ονειρεύεται να είχε την δυνατότητα να ξαναγίνει νέος, έστω και αν μπορούσε να ξανανοιώσει μέσω της σατανικής δύναμης του πορτραίτου που ζωγράφισε ο Μπάζιλ Χόλγουρντ στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» του Όσκαρ Ουάιλντ.

 «Είμαι ο ίδιος άνθρωπος σκέφτεται. Απλά η όψη μου έχει αλλάξει λίγο, τι κρίμα να έχει φύγει ο Μπάζιλ Χόλγουρντ, θα μπορούσε να μου φιλοτεχνήσει ένα πορτραίτο. Είδε τη συγκατάβαση στο βλέμμα μου. Δάκρυσε. Δάκρυσα κι εγω». [2]

 ή την υπαρξιακή αγωνία και αβεβαιότητα μέσα από μια μυστική συνομιλία με τον Έλιοτ[3]:

 «Το φευγαλέο κάνει τη διαφορά. Χάνεται μέσα στο κενό. Κάθε στιγμή και μια καταβύθιση. Πώς να μετρήσεις το άπειρο; Πάντως όχι με το κουταλάκι του καφέ»

 Οι μυστικιστικές πινελιές κυριαρχούν στο έργο, είτε έμμεσα είτε άμεσα: στο ποίημα «Μετενσάρκωση», «Ανασύνθεση» και στο ποίημα «η Γαλή»:

 «…Ένα ελαφρύ γουργούρισμα, μια ανάσα, ένα «Ντυάνα» ανώτερο ακόμη κι από ασκητή του Ζεν. Η τέλεια ενσάρκωση του «Πράντζα», ένα ζωικό γλυπτό στο δρόμο προς τη νιρβάνα…»[4]

 Η έννοια της νεοπλατωνικής μονάδος που ήδη εντοπίζεται στο ποίημα «Ένα», της συλλογής «Νέα Ατραπός»

 Το σφυριγμα της ταχείας σε προσπέρασε / Όλα τελειώνουν κάποτε και ξαναρχίζουν απ’ το Ένα»[5]

 

Ή στο «Σπόρο»: Σ’ ένα σπόρο μέσα δονείται ολόκληρο το σύμπαν. [6]/

 επανέρχεται και στο «Λαξευτή» στο ποίημα η «Αλήθεια» με παρόμοια προσέγγιση :

 Στο Όλον η Αλήθεια. Στις φλόγες του φωτός, στο χαμήλωμα του ήλιου, στο υγρό πνεύμα που κυλάει στις παρυφές των βράχων μετά την καταιγίδα, στο σπέρμα της ζωής. / Διερχόμενη από τα βαθιά φαράγγια των βουνών, διασχίζει το πέρας καταλήγοντας στο «Ένα»[7].

 Η μεταφυσική διάθεση στο έργο του Παπαδάκη διαπερνά περισσότερους από έναν πυρήνες: πλατωνική φιλοσοφία, ανατολική φιλοσοφία, χριστιανισμός. Αν και σε στενότερο επίπεδο,  υπάρχουν διαφοροποιήσεις όπως: "όλα απορρέουν από την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής[8]", σε αντίθεση με τον χριστιανικό Θεό που είναι προσωπικός, ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να προτάξει κάτι, ή να εδραιώσει κάποια φιλοσοφική αρχή. Ο στοχαστής είναι παρατηρητής – χωρίς να προσκολείται σε κανένα μεταφυσικό σύστημα – από τη μία, ενώ από την άλλη «δεσμεύει τη θεία ουσία» σαν υλικό για την ποίηση του. Το προεξέχων για εκείνον είναι το αποτύπωμα του αόρατου στον υλικό κόσμο και η (έμμεση) συγκίνηση, η ελπίδα που προκαλεί:

 «Κάπου γυρίζει, πλησιάζει τη θέα της προσφέρει, στιλπνή παρουσία φασματικής μορφής. Αυτή αρκεί. Μόνο για να την ξαναδώ![9]

 Η ευφιής διαπλοκή του στοχαστικού στοιχείου μέσω της «συνομιλίας» με άλλους συγγραφείς, δημιουργούν ποιήματα στα οποία το προκείμενο που είναι η λεπτή συγκίνηση, διαμοιράζεται ισομερώς με το θαυμασμό, με τον οποίο συντελείται αυτή η μορφολογική σύντιξη. Όπως, στο ποίημα «Μετενσάρκωση»: (συνομιλία με Σαίξπηρ και Κάφκα).

 «Τριγύρω παιδικές φωνές, αντίλαλοι από το παρελθόν. Κλείνω τα μάτια, αθέατες πεδιάδες μιας άφωνης πορείας. Ας μείνει έτσι. Μια Κορντέλια ζητώ κι εγώ, με σάρκα και οστά, όχι από χαρτί. Το δάκρυ της αρκεί να μ’ αναστήσει, κι ας μην είμαι ο βασιλιάς πατέρας. Ας είμαι το σκαθάρι, ένας μικρός Γκρέγκορ Σάμσα. Θα βρω τον τρόπο της μετενσάρκωσης και πάλι.[10]

 Εδώ η έννοια της μετενσαρκωσης δεν αποτελεί μια κατάφαση αποδοχής ινδουιστικών θέσεων, αλλά μια ποιητική διάνοιξη ελπίδας προς την «απόλυτη αγάπη», που αποτελεί το «ιερό δισκοπότηρο» για τον ποιητή. Γι αυτό και το άνοιγμα στην σαιξπηρική Κορντέλια[11], ενώ η ελπίδα της μετενσάρκωσης  δίνει κουράγιο να υπομείνει ακόμα και τον ευτελισμό με τη μορφή ενός εντόμου[12], όπως και στον Κάφκα.

 Ο «βιαστικός» αναγνώστης ή βιβλιοκριτικός μπορεί να διακρίνει ένα καμουφλαρισμένο ποιητικό «Εγώ» πίσω από αρκετά ποιήματα της συλλογής. Θα προτέιναμε το αντίθετο. Η συλλογή αποτελεί έναν ύμνο στην «συλλογική εμπειρία», κάτι που καθιστά το έργο οικουμενικό. Ποιος μεγαλώνοντας δεν αναρωτήθηκε για το πόσες ημέρες του αναλογούν; (Συλλέκτης ημερών), ποιος δεν προσπάθησε να δραπετεύσει από τα στενά δεσμά της συνείδησης του; (Απώλειες). Ποιος δεν είναι δέσμιος των πεποιθήσεων που του έχουν «φυτευτεί» στο υποσυνείδητο από την παιδική ηλικία (Εμμονές;). Ποιος δεν πάλεψε με το φάντασμα των γηρατειών κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη; (Πορτραίτο).

 Οι ρομαντικές και λυρικές καταβολές του ποιητή από το παρελθόν, στον «Λαξευτή Τοπίων» έχουν αμβλυνθεί και έχουν δώσει τη θέση τους στα άλλα στοιχεία που αναφέραμε. Η συχνή χρήση του πρώτου ενικού προσώπου είναι παραπλανητική στα περισσότερα από τα ποιήματα και υπηρετούν όπως προαναφέραμε – όχι έναν ιδιότυπο λυρισμό παρά έναν οικουμενικότερο στόχο. Σε κάποια άλλα, όπως η «Σκιά» - το «Εγώ» είναι το προπέτασμα μιας βαθύτερης ενδοσκόπησης στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης με τη χρήση του παράδοξου στοιχείου και του νοηματικού ξαφνιάσματος:

 «Με ακολουθεί αυτή η σκιά, προπέτασμα καπνού από τις αναμνήσεις. Ξεφύτρωσε από το τίποτα.  Ξαφνικά. Δεν υπήρχε φως να την εμποδίσει. Πολλες φορές αποποιείται το σχήμα της για να πετύχει το σκοπό της. Παίρνει διάφορα σχήματα, να με παραπλανήσει, λουλούδι, καρέκλα, ακόμα και φεγγάρι. Το κατάλαβα όταν σκόνταψα στο μαύρο της φουστάνι. Δεν μπορώ να αντιληφθώ το παιχνίδι της. Τρέμω και μόνο στην ιδέα του σκοπού της. Εγω είμαι ένας άνθρωπος του φωτός, γι αυτό βαδίζω στο σκοτάδι, μην με βρει η σκιά και με καταπιεί.»[13]

 Η συχνή χρήση του «παράδοξου στοιχείου», ένας εκφραστικός τρόπος, για ένα «νοηματικό σοκ» μέσω μιας αντίφασης, είναι  χαρακτηριστικό της Παπαδάκειας εκφραστικής από τη  «Νέα Ατραπό ακόμα. Το μέσον αυτό το οποίο συναντάται ακόμα και σε αρχαίους ρήτορες (Μένανδρο, Κοιντιλιανό κ.α.) συναντάται και στη νεωτερική ποίηση (Πρατικάκης). Το οξύμωρο αυτό σχήμα όταν χρησιμοποιείται με επιτυχία προσδίδει στο κείμενο μια διαφορετική πνοή που ξεφεύγει από την κοινοτυπία.

 Βγήκα απ’ το όνειρο και είδα τη ζωή. Τη θλίψη του υπαρκτού ολόγυμνη. / Τι κρίμα που το μυρμήγκι - ελέφας δεν υπάρχει! Κι εκείνο το μικρό κουνούπι με το κεφάλι ελαφιού που με καθοδηγούσε, χάθηκε και πάει…[14]

 Τις φωτεινές σκιές διακρίνεις· εκεί που ο ήλιος δε περνά και το γεράνι φεύγει.[15]

 Ντυμένος με ολόλευκο κοστούμι, προχωρώ γυμνός προς το ικρίωμα. Η θηλιά αιωρείται σαν ανεμότρατα· άνεμος δε φυσάει.[16]

 Ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά το βιβλίο πραγματικό κόσμημα ποιητικής, είναι η οικονομία του στίχου και η αποφυγή της ρητορείας. Ο ποιητής είναι ακόμα πιο σύμπυκνος από τη «Νέα Ατραπό» κι αυτό χωρίς καμμία «έκπτωση» στο νοηματικό σχεδιασμό. Ο πεζός σχεδιασμός του έργου «Λαξευτής Τοπίων» εμπλουτισμένος με ένα θαυμάσιο εσωτερικό ρυθμό, συγκρατημένο λυρισμό, εξαιρετική εικονοπλασία  και μουσικότητα, προσδίδουν στο έργο αυτό που ο Σαράντος Καργάκος επεσήμανε: «Η συλλογή ποιημάτων «Λαξευτής Τοπίων», πέρα του εξαίρετου τίτλου,  δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης είναι ένας φτασμένος ποιητής, που μπορεί σαν τον Παπαδιαμάντη να δημιουργεί ποίηση μέσω του πεζού λόγου. Τι νόημα θα είχε άλλωστε να «τεμαχίσει» , δήθεν σε στίχους το σύνολο του γραπτού κειμένου του; Στο λόγο του υπάρχει ένα λεκτικό κελάρυσμα, μια σύνθεση ποιητικών εικόνων, μια παλμική ροή που , ιδιαίτερα αν κάποιος το διαβάσει δυνατά, είναι αδύνατο να μη νοιώσει τον ποιητικό κραδασμό»![17]

ΕΜΜΟΝΕΣ[18]

 

Όσο αγκαλιάζουμε τις εμμονές το πνεύμα συρρικνώνεται. Όσο ο νόμος της τάξης κυριαρχεί, τόσο τα δεσμά συσφίγγονται. Ελευθερία είναι ο εγκλεισμός των άλλων σε κέλυφος ύπαρξης χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Το Εγω εκτείνεται ανάμεσα στο Τίποτα και τον Θεό· πώς να το μαζέψεις; Όποιος αγγίξει ένα από τα δύο, έχει κατορθώσει το ανέφικτο. Να ενωθεί με τη σιωπή του αχανούς. Να συσπάται αέναα σε έναν οργασμό συμπαντικό· ν’ ανακυκλώνεται.

 Ο Παπαδάκης με το «Λαξευτή Τοπίων» ανέβηκε ένα ακόμα σκαλοπάτι της καβαφικής σκάλας. Κι αν ο Μανόλης Πρατικάκης είχε εκφραστεί έτσι για τη «Νέα Ατραπό» : «…Ένα ακόμη βιβλίο αλλά κι ένα τεράστιο άλμα από την προηγούμενη ποιητική του παραγωγή. Οι αλλαγές είναι ορατές σε όλα τα επίπεδα: στιχουργική, θεματολογία, οικονομία του λόγου,  πυκνότητα, εκφραστική ακρίβεια. Ο λόγος του είναι πελεκημένος με σφυρί και αμόνι. Υπάρχει ουσιαστική διακειμενικότητα, ενώ η γραφή του είναι εύστοχη, ώριμη, πειστική, πηγαία, χωρίς το στοιχείο της υπερβολής»[19],θα υπερθεματίζαμε για το «Λαξευτή Τοπίων», ένα βιβλίο με απόλυτη αίσθηση του μέτρου και της ποιητικής ισσοροπίας σε όλα τα επίπεδα.

Μαρία Πολυχρονιάδου, φιλόλογος, Δεκέμβριος  2022.



[1] Πολ Βαλερύ, «Κύριος Τεστ», μτφρ. Τίτος Πατρίκιος, Αθήνα,

[2] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Το πορτραίτο», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2014, σελ. 23.

[3] Τ.Σ. Έλιοτ, Το τραγούδι του Προύφροκ».

[4] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Η Γαλή», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2014, σελ. 34.

[5] Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, «Ένα»,  Αθήνα, Νέα Ατραπός, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 7.

[6] Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, «Σπόρος»,  Νέα Ατραπός, Δίφρος, Αθήνα, 2017, σελ. 9.

[7] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Η Αλήθεια», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 12.

[8] Για τους νεοπλατωνικούς, η ανθρώπινη ψυχή είναι ομοούσια προς το θείο ον και όταν αυτή βρεθεί εκτός του σώματος μπορεί να ενωθεί τον Θεό.

[9] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Ελπίδα», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 36.

 

[10] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Μετενσάρκωση», Λαξευτής Τοπίων, Αθήνα, Δίφρος, 2017, σελ. 15.

[11] Η αδικημένη κόρη του Βασιλιά Ληρ στο έργο του Σαίξπηρ.

[12] Από τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.

[13] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Η Σκιά», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 14.

[14]  Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Μετενσάρκωση», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 15.

[15] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Αυταπάτη», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 22.

[16] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Στι ικρίωμα», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 31.

[18] Γιώργος Πολ.Παπαδάκης, «Εμμονές», Λαξευτής Τοπίων, Δίφρος, Αθήνα,2017, σελ. 33.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΓΚΑΦΕΣ, (;) ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΧΕΤΙΚΟ» ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 


ΟΙ ΓΚΑΦΕΣ, (;) ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΧΕΤΙΚΟ» ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Είναι σύνηθες το φαινόμενο, όταν κάποιος ποιητής (κυρίως) παρουσιάζεται σε κοινό ή συστήνεται να αποφεύγει τη χρήση του όρου: ποιητής. Η γνωστή δικαιολογία – (κουραστική κοινοτυπία) πλέον είναι: «Είναι βαριά η λέξη «ποιητής», απλά γράφω κάποιους στίχους», φράση εκφερόμενη με «ταπεινοφροσύνη» ή ταπεινοφροσύνη. (για να μην θεωρηθεί ψώνιο). Η πραγματικότητα είναι, ότι πράγματι είναι ποιητής, κάποιος λογοτέχνης ο οποίος ασχολείται με την ποίηση για χρόνια, έχει εκδώσει πάνω από τρεις – τέσσερεις ποιητικές συλλογές κι ασχολείται με το αντικείμενο. (καλός, κακός μέτριος δεν έχει σημασία). Αν η συζήτηση συνεχιστεί θα αναφερθεί το κλασικό (κι αυτό) πλέον: «Ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει» κλπ…


Η παραπάνω αναφορά γίνεται, για να τονιστεί αφενός η επιφυλακτικότητα που αντιμετωπίζεται η ποίηση και δη η λογοτεχνία, και τα ρευστά όρια ανάμεσα στο «κακό», το «καλό», το «μέτριο» και το «αριστούργημα». Μπορεί αυτός που ντρέπεται να συστηθεί ως ποιητής, σε τριάντα χρόνια να βρίσκεται στην κορυφή της λογοτεχνικής πυραμίδας. Είναι γνωστή η απόρριψη που δέχθηκε ο Καβάφης από το κατεστημένο της εποχής του, αλλά και από τον ήδη σπουδαίο και καταξιωμένο Κωστή Παλαμά (αυτό δεν είναι ποίηση είναι δημοσιογραφία). Μόνο ο Ξενόπουλος είδε κάτι καινούργιο και αναγνώρισε σαν ποιητή τον Αλεξανδρινό. Αυτό δεν κάνει τον Παλαμά, «κακό» και τον Ξενόπουλο «καλό» η οξυδερκή. (σε άλλες περιπτώσεις ο Ξενόπουλος, ο οποίος κατηγορείτο από το κατεστημένο για γραφή χωρίς βάθος, είχε πέσει έξω). Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ένα έργο τέχνης και δη ένα ποιητικό ή λογοτεχνικό έργο, δεν έχει σαφή, «μαθηματικά» πλαίσια στα οποία εντάσσεται και να μπορεί κάποιος να αποφανθεί, είτε για τον δημιουργό, είτε για το ίδιο το έργο.  Δεν υπάρχουν θέσφατα, υπάρχουν μόνο υποκειμενικές κρίσεις, ή «εξυπνάδες», δοσμένες με έντεχνο λόγο και «επιχειρήματα», τα οποία μπορεί στο μέλλον να ανατραπούν εντελώς. Τι καθιστά τότε ένα έργο μεγάλο, αφού δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια; Προφανώς και υπάρχουν στοιχεία και χαρακτηριστικά  για να ξεχωρίσει κάποιος ένα καλό από ένα κακό κείμενο, αλλά από κει και πέρα, αυτό που μπορεί να διαχωρίσει ένα αριστούργημα από ένα πολύ καλό κείμενο ή ένα κείμενο που πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του (αλλά πιθανότητα αναγνωρίστηκε 100 χρόνια μετά), είναι ένας συνδυασμός: ποιότητας, timing, πιθανής πρωτοτυπίας, προβολής του έργου, κριτικών και τύχης.


Αφορμή γι αυτό το κείμενο είναι οι απορριπτικές κρίσεις του Τ.Σ. Έλιοτ για τα έργα τον Τζ. Τζόυς και Τζ. Οργουελ.

Επιστολή του Έλιοτ προς τον Τζέιμς Τζόις, για το μυθιστόρημά του Οδυσσέας:

«Εξετάσαμε το ζήτημα μιας πιθανής έκδοσης του Οδυσσέα στην Αγγλία όσο το δυνατόν πιο διεξοδικά, και έχουμε λάβει κάθε πιθανή γνώμη για τις προοπτικές της. […]

Μας συμβούλευσαν πως μια τέτοια κίνηση εγκυμονεί τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε ποινική δίωξη και βαριές ποινές, πως υπάρχει η πιθανότητα ο πρόεδρος της εκδοτικής να μείνει για έξι μήνες στην φυλακή, κάτι που από μόνο του θα ήταν καταστροφικό για την επιχείρησή μας».

Επιστολή του προς τον Τζορτζ Όργουελ, για το βιβλίο του «Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου»:

«Λυπάμαι που καθυστέρησα το χειρόγραφό σας. Πιστεύω πως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όμως θα πρέπει να σας πω πως δεν πιστεύω ότι μπορούμε να το εκδώσουμε. Είναι αναμφισβήτητα πολύ σύντομο, και για ένα βιβλίο τέτοιας έκτασης, η δομή του δεν είναι αρκετά σφιχτή, καθώς λίγα πράγματα συνδέουν τα περιστατικά στην Αγγλία με τα περιστατικά στη Γαλλία».


Δεύτερη επιστολή του προς τον Όργουελ, για τη «Φάρμα των ζώων»:

«Ξέρω πως θα επιθυμούσατε μια γρήγορη απόφαση για τη Φάρμα των Ζώων• όμως για να βγει μια τέτοια απόφαση χρειάζονται οι απόψεις τουλάχιστον δύο διευθυντών, και αυτό δεν γίνεται να συμβεί σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Για να κερδίσουμε χρόνο, δεν ζήτησα από τον πρόεδρο να εξετάσει το θέμα. Ο δεύτερος διευθυντής συμφωνεί με τα βασικά επιχειρήματά μου. Συμφωνούμε πως το κείμενό σας είναι ξεχωριστό• πως έχετε γράψει ένα παραμύθι με επιδεξιότητα και πως η αφήγηση αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη - και αυτό είναι κάτι που πολύ λίγοι συγγραφείς έχουν καταφέρει από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ κι έπειτα. Από την άλλη, δεν έχουμε την πεποίθηση (και είμαι βέβαιος πως οι υπόλοιποι διευθυντές θα συμφωνούσαν μαζί μας) πως η οπτική που προτείνετε είναι κατάλληλη για να εξετάσουμε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Λυπάμαι πολύ, γιατί όποιος το δημοσιεύσει φυσικά θα έχει την ευκαιρία να δημοσιεύσει και τα μελλοντικά σας έργα: εκτιμώ τη δουλειά σας, γιατί γράφετε καλά, με μεγάλη εντιμότητα».

Ένα άλλο αξιοσέβαστο μέλος του Οίκου, έγραψε για τον «Άρχοντα των μυγών» (Από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας).

 «Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μέλλον. Παράλογη και βαρετή ιστορία φαντασίας σχετικά με την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας κάπου στις αποικίες. Μια ομάδα παιδιών προσγειώνεται σε μια ζούγκλα κοντά στη Νέα Γουινέα. Σκουπίδι και βαρετό. Χωρίς νόημα. Απορρίπτεται».

Ο Faber and Faber εντέλει προχώρησε με την έκδοση του βιβλίου, παρά τις ενστάσεις του συγκεκριμένου μέλους του. (Ο Έλιοτ εδώ, στήριξε τον συγγραφέα και την έκδοση του βιβλίου στην Αμερική, όπου και έγινε διάσημο).

 Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ – Η ΒΟΥΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ

 


ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ – Η ΒΟΥΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ

Με μυθιστορηματική αφορμή την παρακμή της οικογένειας Κόμπσον, ο Φώκνερ αναδεικνύει πολυεπίπεδα μηνύματα στο έργο του, «Η βουή και η μανία» (Sound and Fury). Το βιβλίο αποτελείται από τρία τμήματα, αναλογικά με τους χαρακτήρες), το πρώτο από την Μπέντζυ, το δεύτερο έχει σαν επίκεντρο τον Κουέντιν, το τρίτο τον Τζέισον και το τέταρτο την μαύρη υπηρέτρια την Ντίζλυ (αν και κάποιοι κριτικοί διαφωνούν με αυτό). Ο συνδετικός κρίκος όλων των επιμέρους τμημάτων είναι η αδελφή Κάντυ. Η Κάντυ είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου.

Ο κάθε χαρακτήρας διαδραματίζει ένα μοναδικό ρόλο στο «φωκνερικό σύμπαν», μέσα από την ιδιοσυγκρασία του. Η διαισθητική Κάντυ αποτελεί τον υποσυνείδητο καμβά πάνω στον οποίο ξεδιπλώνονται οι φωνές των άλλων ηρώων, και για τον ίδιο τον συγγραφέα καλύπτει το εσωτερικό κενό, μιας αδελφής ή μιας μητέρας. Η ερωτική ζωή της κοπέλας αποτελεί την τέλεια αφορμή για τον συγγραφέα να ξεδιπλώσει διαφορετικές οπτικές της εποχής, μέσα από διαφορετικά βλέμματα.

Η ιστορία στα τρία τμήματα αποτελεί διήγηση μέσα από την οπτική του κάθε αδελφού χωριστά. Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, καθορίζονται από τον  εσωτερικό μονόλογο, με στόχο την εξερεύνηση της συνειδησιακής προβολής του κάθε χαρακτήρα καθώς και μέσα από αφηγηματικές εναλλαγές. Ο απώτερος στόχος είναι η εμβάθυνση στον κάθε χαρακτήρα καθώς και στον τρόπο σκέψης και δράσης του. Αυτό που κάνει το βιβλίο δυσκολοδιάβαστο είναι πέραν από τη γλώσσα και η έλλειψη χρονικής σειράς, η διαφοροποίηση από την κλασική γραμμική αφήγηση, το σπάσιμο του λογικού ειρμού, όπως επίσης και το ότι πολλά γεγονότα ξεφυτρώνουν μέσα στην ροή και προβάλλονται ξαφνικά. Αν θέλει κάποιος να εντοπίσει ένα «κεντρικό νόημα» από το βιβλίο είναι ότι, «η απουσία αγάπης, οδηγεί στον Αδη», αλλά πίσω απ’ το κοινότυπο συμπέρασμα, κρύβεται ο στόχος του συγγραφέα: ο τρόπος με τον οποίο καθοδηγεί τον αναγνώστη σε συνειδητοποιήσεις, όπως η τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, χωρίς φυσικά να είναι διδακτικός. Ο Φώκνερ, αναδεικνύει, όλα τα σάπια κοινωνικά πρότυπα που οδηγούν τους ανθρώπους στην δυστυχία, όταν γίνονται προσκολλήσεις: κακιά, φιλοχρηματία, ρατσισμός, σεξισμός. Η συνείδηση του αναγνώστη ταξιδεύει στο χρόνο, στην παρακμή του αμερικανικού νότου, ο οποίος αναπολεί τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος. Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου, είναι όλη ένα φιλοσοφικό παιχνίδι του συγγραφέα με το χρόνο.

Οι ρατσιστικές και υποτιμητικές συμπεριφορές, μπορεί να ήταν κάτι συνηθισμένο για την εποχή, αλλά ο Φώκνερ αποτυπώνει έντεχνα όλο το πλαίσιο ανάδυσης όλων αυτών των συμπεριφορών:

Σε αυτό το σημείο ο Φώκνερ αποκτά μια οικουμενικότητα στην αφήγηση δεδομένου, ότι στιγματίζει τους φυλετικούς διαχωρισμούς, παρά την εν γένει εμμονή του με τον Αμερικανικό νότο.

«Άκου νεγράκο, θα κάνεις ότι θέλει αυτός να κάνεις. Είπε η Ντίσλυ. Ακους τι σου λέω»;[1]

Συνειδητά ο συγγραφέας, βάζει στο στόμα των χαρακτήρων αυτά που ο ίδιος θέλει να εκφράσει: «…η πάντως πως αυτό περίμεναν οι Βόρειοι από εμάς, Από τότε που πρωτοπάτησα το πόδι μου εδώ στα Ανατολικά, έλεγα μόνιμα μέσα μου, μη σου διαφεύγει, να τους θεωρείς έγχρωμους, όχι νέγρους. Και εάν δεν τύχαινε να μην έχω συναλλαγή, με πολλούς, θα είχα χάσει άδικα χρόνο και κόπο μέχρι να μάθω πως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης, αυτό για λευκούς και μαύρους, είναι τους να αποδεχτείς, έτσι όπως οι ίδιοι πιστεύουν ότι είναι κι έπειτα να τους αφήσεις στην ησυχία τους. Τότε  πήρα είδηση πως ο νέγρος δεν είναι τόσο ένα άτομο όσο ένας τρόπος συμπεριφοράς, κάπως σαν την αντίστροφη αντανάκλαση του λευκού συνανθρώπου του».[2]

ή αλλού

«…Να θυμάσαι όμως πως είμαστε μια σάρκα. Ένα αίμα. Σ΄ αυτό έχει πάει κι έμενα ο νους μου, σάρκα. Αλλά και λίγες σταγόνες αίμα δεν θαταν άσχημα, αν είχα το ελεύθερο. Όταν ο άλλος σου φέρεται σαν νέγρος, ένα σου μένει: μεταχειρίσου τον σαν νέγρο. Όποιος και ναναι». [3]

ή

«…Αυτό που χρειάζεται ο τόπος αυτός είναι λευκά εργατικά χέρια. Για άσε τους υπναλέους τους νέγρους να ψοφοπεινάσουν ένα δυο χρόνια και μετά θα καταλάβουν». [4]

Ανάμεσα στους συνεχείς διαλόγους και τις συγκρουσιακές καταστάσεις των ηρώων, ο Φώκνερ ενίοτε γίνεται εξαιρετικά λυρικός και περιγραφικός μέσα από υποτυπώδεις καταστάσεις ή γεγονότα.  

«Ένας σπουργίτης έκοψε την ηλιαχτίδα διαγώνια, ήρθε κι έκατσε στο περβάζι του παραθύρου, έγειρε το κεφάλι και με κοίταξε. Το μάτι του στρογγυλό και έλαμπε. Πρώτα με εξέτασε με το ένα του μάτι, και ύστερα φρσς! Με το άλλο του ο λάρυγγας του σε βίαιο παλμό, σαν αντλία πιο γρήγορη από κάθε σφυγμό. Το ρολόι άρχισε τους χτύπους. Ο σπουργίτης ακινητοποιήθηκε και με παρατηρούσε σταθερά με το ίδιο μάτι, όση ώρα χτύπαγε το ρολόι, λες και το αφουγκραζόταν κι αυτός. Ύστερα δίνει μια, πέταξε από το περβάζι και πάει».[5]



Για κάποιους κριτικούς όπως ο Κάρβελ Κόλλινς, (σε δοκίμιο του 1952), ο Φώκνερ μέσα από το συγκεκριμένο έργο προάγει τις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις του Φρόυντ, χτίζοντας τις προσωπικότητες των χαρακτήρων του αναλογικά με τις φρουδικές δομές (Προεγώ, Εγώ, Υπερεγώ). Αυτή η άποψη υποστηρίχτηκε από αρκετούς με το πέρασμα του χρόνου ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο την αξία του βιβλίου.  

Το στυλ γραφής του συγγραφέα είναι δύσκολο για τον αναγνώστη καθότι δομεί τις προτάσεις του με περίπλοκο τρόπο αντανακλώντας με αυτό τον τρόπο την ψυχολογική αστάθεια του χαρακτήρα που περιγράφει. Αυτό είναι μια μοντερνιστική τεχνική γνωστή σαν «ροή της συνείδησης» που ακολουθεί μια αφιλτράριστη ροή της σκέψης του ήρωα, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο. Αυτές οι διαρκείς διακοπές ή μεταπηδήσεις από την μία σκέψη στην άλλη δεν θα λέγαμε ότι είναι ότι καλύτερο για έναν αναγνώστη που έχει συνηθίσει μια γραμμική φυσιολογική ροή και ενίοτε κουράζει.

Δεν θα υποκριθούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Και όταν το λέμε αυτό, δεν εννοούμε εύκολο μόνο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, αλλά και για τους «μυημένους» σε τέτοια κείμενα του μοντερνισμού, (όπως ο «Οδυσσέας» για παράδειγμα) καθώς επίσης και για και τους μορφωμένους και καταρτισμένους αναγνώστες. Το κοινότυπο άλλοθι, ότι πρέπει σε κάποιον «οπωσδήποτε» να αρέσει ένα «αριστούργημα», με βάσει τους «κανόνες» της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι αν δε του αρέσει είναι ακόμα «ανώριμός» για ένα τόσο μεγάλο έργο, θεωρούμε ότι αποτελεί μια ξεπερασμένη κοινοτυπία. Δεν αρέσουν σε όλους όλα.

Το βιβλίο είναι δύσκολο και όπως αρκετά άλλα, αποτελούν «στοίχημα» ή «άσκηση» για πολλούς αναγνώστες, οι οποίοι, το ξεκινούν, το αφήνουν, το ξαναπιάνουν σε «δέκα χρόνια» και όποιοι ελάχιστοι το τελειώνουν, πανηγυρίζουν για τον «άθλο». Δεν θα επεκταθούμε εδώ για το τι είναι «μεγάλο» και «υψηλό» στην τέχνη, αλλά θα τονίσουμε ξανά την θέση μας, ότι υπάρχουν βιβλία (και έργα στην τέχνη ευρύτερα), που και τεράστιο βάθος και ποιότητα έχουν, και ταυτόχρονα, μπορούν να προσφέρουν και αισθητική απόλαυση σε μεγάλο κοινό, πέρα από 100 ανθρώπους της «βαριάς διανόησης»!



[1] Γ. Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Καστανιώτης, 2002, σελ. 84.

[2]  Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 112.

[3] Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 203.

[4] Γ. Φώκνερ, Ό.π., 2002, σελ. 212.

[5] Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 112.

 


ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...