ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΟΥ - "ΛΑΞΕΥΤΗΣ ΤΟΠΙΩΝ", Γιώργου Πολ. Παπαδάκη,
ΔΙΦΡΟΣ, Αθήνα, 2017.
Στις μέρες μας ως γνωστόν, γράφεται
αρκετή ποίηση και πολλοί λογοτέχνες καταπιάνονται με αυτό το είδος του λόγου,
το απαιτητικότερο και δυσκολότερο. Παρόλο που ο περισσότερος κόσμος δεν
διαβάζει ποίηση υπάρχουν αρκετοί ποιητές που γράφουν καλή ποίηση και αρκετοί
είναι αξιόλογοι. Ένα από τα ωριμότερα και ωραιότερα βιβλία που διάβασα τα
τελευταία δέκα χρόνια, είναι το βιβλίο «Λαξευτής Τοπίων» του Γιώργου Πολ.
Παπαδάκη. Ο Παπαδάκης έχει μια σημαντική διαδρομή στο ποιητικό γίγνεσθαι από το
2001
(«Στα μπαλκόνια του ουρανού»).
Ύστερα από έξι βιβλία με περισσότερο λυρική και περιγραφική διάθεση, ο ποιητής
αφήνει το δυνατό αποτύπωμά του με τη συλλογή «Νέα Ατραπός», το 2014. Πρόκειται
για 30 ποιήματα με στοχαστικό υπόβαθρο, συγκρατημένη λυρικότητα και ουσιαστική
διακειμενικότητα. Με τη νέα αυτή στροφή, (που χαιρετίστηκε από την κριτική, ο
ποιητής γίνεται εσωτερικότερος. Ύστερα από τρία χρόνια ουσιαστικής εμβάθυνσης
και αναστοχασμού ο Παπαδάκης επανέρχεται με το βιβλίο «Λαξευτής Τοπίων». Ακόμα
ένας τίτλος που υπονοεί τον «λιθοξόο εσωτερικών τοπίων» και καταστάσεων. Το
λιτό αυτό βιβλίο με τα 31 ποιήματα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα
σύγχρονης γραφής, πλήρους αναγνωστικής τέρψης. Το κάθε ποίημα στο «Λαξευτή»
αποτελεί κι ένα στοχαστικό κόσμημα, ένα γλωσσικό παράδειγμα συμπυκνωμένης
γραφής και γλωσσικής οικονομίας που όμως δεν φτάνει στην «αποστέωση».
Ο ποιητής αξιοποιεί με εύστοχο τρόπο θέματα
και πρόσωπα, από κλασικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σε αρκετά
ποιήματα του εμφανίζονται είτε υπαινικτικά είτε φανερά:
Συνομιλία Φερνάντο Πεσσοά με «Κύριο Τεστ», όπου ο Πεσσόα συνομιλεί με το φαντασιακό πρόσωπο
που δημιούργησε ο Πολ Βαλερύ. Ο διάλογος αντανακλά την σχετικότητα της
διανοητικής παρατήρησης, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το συναίσθημα.
Την
ματαιότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, όταν ένας γέροντας ονειρεύεται να είχε
την δυνατότητα να ξαναγίνει νέος, έστω και αν μπορούσε να ξανανοιώσει μέσω της
σατανικής δύναμης του πορτραίτου που ζωγράφισε ο Μπάζιλ Χόλγουρντ στο
«Πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» του Όσκαρ Ουάιλντ.
«Είμαι ο
ίδιος άνθρωπος σκέφτεται. Απλά η όψη μου έχει αλλάξει λίγο, τι κρίμα να έχει
φύγει ο Μπάζιλ Χόλγουρντ, θα μπορούσε να μου φιλοτεχνήσει ένα πορτραίτο. Είδε
τη συγκατάβαση στο βλέμμα μου. Δάκρυσε. Δάκρυσα κι εγω».
ή την υπαρξιακή αγωνία και αβεβαιότητα
μέσα από μια μυστική συνομιλία με τον Έλιοτ:
«Το
φευγαλέο κάνει τη διαφορά. Χάνεται μέσα στο κενό. Κάθε στιγμή και μια καταβύθιση.
Πώς να μετρήσεις το άπειρο; Πάντως όχι με το κουταλάκι του καφέ»
Οι μυστικιστικές πινελιές κυριαρχούν στο έργο,
είτε έμμεσα είτε άμεσα: στο ποίημα «Μετενσάρκωση», «Ανασύνθεση» και στο ποίημα
«η Γαλή»:
«…Ένα
ελαφρύ γουργούρισμα, μια ανάσα, ένα «Ντυάνα» ανώτερο ακόμη κι από ασκητή του
Ζεν. Η τέλεια ενσάρκωση του «Πράντζα», ένα ζωικό γλυπτό στο δρόμο προς τη
νιρβάνα…»
Η έννοια της νεοπλατωνικής μονάδος που ήδη
εντοπίζεται στο ποίημα «Ένα», της συλλογής «Νέα Ατραπός»
Το
σφυριγμα της ταχείας σε προσπέρασε / Όλα τελειώνουν κάποτε και ξαναρχίζουν απ’
το Ένα»
Ή στο «Σπόρο»: Σ’ ένα σπόρο μέσα
δονείται ολόκληρο το σύμπαν. /
επανέρχεται και στο «Λαξευτή» στο ποίημα η «Αλήθεια» με παρόμοια προσέγγιση
:
Στο Όλον
η Αλήθεια. Στις φλόγες του φωτός, στο χαμήλωμα του ήλιου, στο υγρό πνεύμα που
κυλάει στις παρυφές των βράχων μετά την καταιγίδα, στο σπέρμα της ζωής. /
Διερχόμενη από τα βαθιά φαράγγια των βουνών, διασχίζει το πέρας καταλήγοντας
στο «Ένα».
Η μεταφυσική διάθεση στο έργο του
Παπαδάκη διαπερνά περισσότερους από έναν πυρήνες: πλατωνική φιλοσοφία, ανατολική φιλοσοφία, χριστιανισμός. Αν και σε
στενότερο επίπεδο, υπάρχουν διαφοροποιήσεις
όπως: "όλα απορρέουν από
την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής", σε αντίθεση
με τον χριστιανικό Θεό που είναι προσωπικός, ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να
προτάξει κάτι, ή να εδραιώσει κάποια φιλοσοφική αρχή. Ο στοχαστής είναι
παρατηρητής – χωρίς να προσκολείται σε κανένα μεταφυσικό σύστημα – από τη μία, ενώ
από την άλλη «δεσμεύει τη θεία ουσία» σαν υλικό για την ποίηση του. Το
προεξέχων για εκείνον είναι το αποτύπωμα του αόρατου στον υλικό κόσμο και η (έμμεση)
συγκίνηση, η ελπίδα που προκαλεί:
«Κάπου γυρίζει,
πλησιάζει τη θέα της προσφέρει, στιλπνή παρουσία φασματικής μορφής. Αυτή αρκεί.
Μόνο για να την ξαναδώ!
Η ευφιής διαπλοκή του στοχαστικού στοιχείου μέσω
της «συνομιλίας» με άλλους συγγραφείς, δημιουργούν ποιήματα στα οποία το
προκείμενο που είναι η λεπτή συγκίνηση, διαμοιράζεται ισομερώς με το θαυμασμό,
με τον οποίο συντελείται αυτή η μορφολογική σύντιξη. Όπως, στο ποίημα «Μετενσάρκωση»:
(συνομιλία με Σαίξπηρ και Κάφκα).
«Τριγύρω
παιδικές φωνές, αντίλαλοι από το παρελθόν. Κλείνω τα μάτια, αθέατες πεδιάδες μιας
άφωνης πορείας. Ας μείνει έτσι. Μια Κορντέλια ζητώ κι εγώ, με σάρκα και οστά,
όχι από χαρτί. Το δάκρυ της αρκεί να μ’ αναστήσει, κι ας μην είμαι ο βασιλιάς
πατέρας. Ας είμαι το σκαθάρι, ένας μικρός Γκρέγκορ Σάμσα. Θα βρω τον τρόπο της μετενσάρκωσης και πάλι.
Εδώ η έννοια της μετενσαρκωσης δεν
αποτελεί μια κατάφαση αποδοχής ινδουιστικών θέσεων, αλλά μια ποιητική διάνοιξη
ελπίδας προς την «απόλυτη αγάπη», που αποτελεί το «ιερό δισκοπότηρο» για τον
ποιητή. Γι αυτό και το άνοιγμα στην σαιξπηρική Κορντέλια,
ενώ η ελπίδα της μετενσάρκωσης δίνει
κουράγιο να υπομείνει ακόμα και τον ευτελισμό με τη μορφή ενός εντόμου,
όπως και στον Κάφκα.
Ο «βιαστικός» αναγνώστης ή
βιβλιοκριτικός μπορεί να διακρίνει ένα καμουφλαρισμένο ποιητικό «Εγώ» πίσω από
αρκετά ποιήματα της συλλογής. Θα προτέιναμε το αντίθετο. Η συλλογή αποτελεί
έναν ύμνο στην «συλλογική εμπειρία», κάτι που καθιστά το έργο οικουμενικό.
Ποιος μεγαλώνοντας δεν αναρωτήθηκε για το πόσες ημέρες του αναλογούν; (Συλλέκτης ημερών), ποιος δεν προσπάθησε
να δραπετεύσει από τα στενά δεσμά της συνείδησης του; (Απώλειες). Ποιος δεν είναι δέσμιος των πεποιθήσεων που του έχουν
«φυτευτεί» στο υποσυνείδητο από την παιδική ηλικία (Εμμονές;). Ποιος δεν πάλεψε με το φάντασμα των γηρατειών κοιτώντας
τον εαυτό του στον καθρέφτη; (Πορτραίτο).
Οι ρομαντικές και λυρικές καταβολές
του ποιητή από το παρελθόν, στον «Λαξευτή Τοπίων» έχουν αμβλυνθεί και έχουν
δώσει τη θέση τους στα άλλα στοιχεία που αναφέραμε. Η συχνή χρήση του πρώτου
ενικού προσώπου είναι παραπλανητική στα περισσότερα από τα ποιήματα και
υπηρετούν όπως προαναφέραμε – όχι έναν ιδιότυπο λυρισμό παρά έναν
οικουμενικότερο στόχο. Σε κάποια άλλα, όπως η «Σκιά» - το «Εγώ» είναι το
προπέτασμα μιας βαθύτερης ενδοσκόπησης στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης με τη
χρήση του παράδοξου στοιχείου και του νοηματικού ξαφνιάσματος:
«Με
ακολουθεί αυτή η σκιά, προπέτασμα καπνού από τις αναμνήσεις. Ξεφύτρωσε από το
τίποτα. Ξαφνικά. Δεν υπήρχε φως να την
εμποδίσει. Πολλες φορές αποποιείται το σχήμα της για να πετύχει το σκοπό της.
Παίρνει διάφορα σχήματα, να με παραπλανήσει, λουλούδι, καρέκλα, ακόμα και
φεγγάρι. Το κατάλαβα όταν σκόνταψα στο μαύρο της φουστάνι. Δεν μπορώ να
αντιληφθώ το παιχνίδι της. Τρέμω και μόνο στην ιδέα του σκοπού της. Εγω είμαι
ένας άνθρωπος του φωτός, γι αυτό βαδίζω στο σκοτάδι, μην με βρει η σκιά και με
καταπιεί.»
Η συχνή χρήση του «παράδοξου
στοιχείου», ένας εκφραστικός τρόπος, για ένα «νοηματικό σοκ» μέσω μιας
αντίφασης, είναι χαρακτηριστικό της
Παπαδάκειας εκφραστικής από τη «Νέα
Ατραπό ακόμα. Το μέσον αυτό το οποίο συναντάται ακόμα και σε αρχαίους ρήτορες
(Μένανδρο, Κοιντιλιανό κ.α.) συναντάται και στη νεωτερική ποίηση (Πρατικάκης).
Το οξύμωρο αυτό σχήμα όταν χρησιμοποιείται με επιτυχία προσδίδει στο κείμενο
μια διαφορετική πνοή που ξεφεύγει από την κοινοτυπία.
Βγήκα απ’
το όνειρο και είδα τη ζωή. Τη θλίψη του υπαρκτού ολόγυμνη. / Τι κρίμα που το
μυρμήγκι - ελέφας δεν υπάρχει! Κι εκείνο το μικρό κουνούπι με το κεφάλι ελαφιού
που με καθοδηγούσε, χάθηκε και πάει…
Τις
φωτεινές σκιές διακρίνεις· εκεί που ο ήλιος δε περνά και το γεράνι φεύγει.
Ντυμένος
με ολόλευκο κοστούμι, προχωρώ γυμνός προς το ικρίωμα. Η θηλιά αιωρείται σαν
ανεμότρατα· άνεμος δε φυσάει.
Ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά το βιβλίο πραγματικό κόσμημα
ποιητικής, είναι η οικονομία του στίχου και η αποφυγή της ρητορείας. Ο ποιητής
είναι ακόμα πιο σύμπυκνος από τη «Νέα Ατραπό» κι αυτό χωρίς καμμία «έκπτωση»
στο νοηματικό σχεδιασμό. Ο πεζός σχεδιασμός του έργου «Λαξευτής Τοπίων»
εμπλουτισμένος με ένα θαυμάσιο εσωτερικό ρυθμό, συγκρατημένο λυρισμό,
εξαιρετική εικονοπλασία και μουσικότητα,
προσδίδουν στο έργο αυτό που ο Σαράντος Καργάκος επεσήμανε: «Η συλλογή
ποιημάτων «Λαξευτής Τοπίων», πέρα του εξαίρετου τίτλου, δείχνει
ξεκάθαρα ότι ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης είναι ένας φτασμένος ποιητής, που μπορεί
σαν τον Παπαδιαμάντη να δημιουργεί ποίηση μέσω του πεζού λόγου. Τι νόημα θα
είχε άλλωστε να «τεμαχίσει» , δήθεν σε στίχους το σύνολο του γραπτού κειμένου
του; Στο λόγο του υπάρχει ένα λεκτικό κελάρυσμα, μια σύνθεση ποιητικών εικόνων,
μια παλμική ροή που , ιδιαίτερα αν κάποιος το διαβάσει δυνατά, είναι αδύνατο να
μη νοιώσει τον ποιητικό κραδασμό»!
ΕΜΜΟΝΕΣ
Όσο αγκαλιάζουμε
τις εμμονές το πνεύμα συρρικνώνεται. Όσο ο νόμος της τάξης κυριαρχεί, τόσο τα
δεσμά συσφίγγονται. Ελευθερία είναι ο εγκλεισμός των άλλων σε κέλυφος ύπαρξης
χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Το Εγω εκτείνεται ανάμεσα στο Τίποτα και τον Θεό·
πώς να το μαζέψεις; Όποιος αγγίξει ένα από τα δύο, έχει κατορθώσει το ανέφικτο.
Να ενωθεί με τη σιωπή του αχανούς. Να συσπάται αέναα σε έναν οργασμό
συμπαντικό· ν’ ανακυκλώνεται.
Ο Παπαδάκης με το «Λαξευτή Τοπίων»
ανέβηκε ένα ακόμα σκαλοπάτι της καβαφικής σκάλας. Κι αν ο Μανόλης Πρατικάκης
είχε εκφραστεί έτσι για τη «Νέα Ατραπό» : «…Ένα
ακόμη βιβλίο αλλά κι ένα τεράστιο άλμα από την προηγούμενη ποιητική του
παραγωγή. Οι αλλαγές είναι ορατές σε όλα τα επίπεδα: στιχουργική, θεματολογία,
οικονομία του λόγου, πυκνότητα, εκφραστική ακρίβεια. Ο
λόγος του είναι πελεκημένος με σφυρί και αμόνι. Υπάρχει ουσιαστική
διακειμενικότητα, ενώ η γραφή του είναι εύστοχη, ώριμη, πειστική, πηγαία, χωρίς
το στοιχείο της υπερβολής»,θα υπερθεματίζαμε για το
«Λαξευτή Τοπίων», ένα βιβλίο με απόλυτη αίσθηση του μέτρου και της ποιητικής
ισσοροπίας σε όλα τα επίπεδα.
Μαρία Πολυχρονιάδου, φιλόλογος, Δεκέμβριος
2022.
Για τους νεοπλατωνικούς, η
ανθρώπινη ψυχή είναι ομοούσια προς το θείο ον και όταν αυτή βρεθεί εκτός του
σώματος μπορεί να ενωθεί τον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου