ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ ΒΟΤΣΗΣ - ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ Παπαδάκη)

 

Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Τι σημαίνει αυτός ο μέγας Έλληνας ερμηνευτής για εμένα;


Σαν Έλληνας του εξωτερικού που γεννήθηκα και μεγάλωσα, το πατρικό μου σπίτι έπαιζε το ρόλο της Ελλάδας για εμένα. Οι γονείς μου ήρθαν από τα μέρη του Νομού Φλώρινας και ζήσαμε μια ταπεινή, αλλά λαμπερή και ευτυχισμένη ζωή, μεγαλώνοντας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, κοντά στα σύνορα με τον Καναδά. Μέσα στο σπίτι ήμασταν γεμάτοι αγάπη, ζεστασιά και, πάνω απ’ όλα, Ελλάδα. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Προφανώς, μιλούσαμε Ελληνικά μέσα στο σπίτι, ειδικά με τη γιαγιά μας που δεν είχε μάθει Αγγλικά, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να χρησιμοποιούμε την Ελληνική γλώσσα στην καθημερινότητά μας ως παιδιά της οικογένειας. Πέρα από το γεγονός ότι ήδη πηγαίναμε σε Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία (όπου επίσης πηγαίναμε και σε Ελληνικό σχολείο), μέσα στο σπίτι υπήρχε και μια Ελλάδα εκπληκτική, γεμάτη ζωντάνια, και το νιώθαμε μέσα από την Ελληνική μουσική.

Οι γονείς μας ήσαν και είναι λάτρεις της Ελληνικής μουσικής. Όταν ήμουν πολύ μικρό παιδάκι, οι περισσότερες μνήμες που έχω μέσα στο σπίτι είναι από ένα πολύ τεράστιο ξύλινο ραδιοφωνικό σύστημα. Είχε και γραμμόφωνο αλλά και κασετόφωνο. Με ψηλά ηχεία, βέβαια από την οπτική ενός μικρού παιδιού, και ατελείωτα κουμπιά. Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου από την Ελλάδα μετά την περιοδεία της παντρειάς τους (ακριβώς την ίδια χρονιά με τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, το 1974) μερικά από τα πράγματα που έφεραν μαζί τους ήταν αρκετά κουτιά γεμάτα με κασέτες και βινύλια από Ελληνικά τραγούδια, τραγουδιστές και ορχηστρικά.

Χαρακτηριστικά θυμάμαι όταν ήμουν μικρό παιδάκι (γύρω στα 7-8 χρονών) την πρώτη θήκη ενός δίσκου 78 στροφών, του οποίου το εξώφυλλο έγραφε και έδειχνε τίτλο «Τα Συλλεκτικά – Λαϊκές Επιτυχίες του 1960-1970». Μέσα σε αυτή τη συλλογή, όταν έβαζα τον δίσκο να παίζει, υπήρχαν κάποια εντελώς υπέροχα τραγούδια και φωνές. Εκείνη την εποχή, στα τέλη του '80, μπαίνοντας του '90, τα ακούσματά μας οικογενειακά ήταν ένα εξαιρετικό μείγμα από σύγχρονους εκτελεστές της εποχής εκείνης (π.χ. Πυξ Λαξ, Αδελφοί Κατσιμίχα, κ.ά.) μαζί με τους κλασικούς λαϊκούς ερμηνευτές και συνθέτες της Χρυσής Εποχής. Και λοιπόν, εκείνος ο δίσκος που άρχισε να παίζει στο γραμμόφωνο μού έφερε μερικά ωραιότατα τραγούδια, όπως «Οι Αισθηματίες» του Καζαντζίδη, το «Κάθε Λιμάνι και Καημός» του Γαβαλά, οι «Περασμένες μου Αγάπες» της Λίντας, το «Έκλαψα Χθες» του Πουλόπουλου, και πόσα άλλα σπουδαία κομμάτια.

Εκεί που τα αυτιά και η ψυχή μου κατέληξαν ήταν σε δυο συγκεκριμένα τραγούδια από μία φωνή, και συνεχώς τα έπαιζα, ώστε να προσπαθήσω να καταλάβω τι ακριβώς είχα πάθει. Ήταν το «Ένας Αλήτης Πέθανε» και η «Επίσημη Αγαπημένη». Βέβαια, από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κάτι με πείραξε στη ψυχή και στο νου με τις μελωδίες αυτών των τραγουδιών, αλλά κυρίως με τη φωνή αυτού του ανθρώπου. Χαρακτηριστικά, οι γονείς μου με πρόσεχαν γελώντας μέσα σε αυτή την απορία, ειδικά που γυρνούσα τη βελόνα του γραμμοφώνου για εκείνα τα δύο τραγούδια. Και επειδή ήμουν επίσης λάτρης του χορού, σηκωνόμουν για να χορέψω ζεϊμπέκικο χωρίς να ξέρω τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο ιερός χορός εκείνα τα χρόνια.

Το μόνο που εντελώς κατάλαβα σε τόσο μικρή ηλικία είναι ότι αυτή η φωνή, η στακάτη, λαμπερή, κρυστάλλινη φωνή, με χτύπησε σαν κεραυνός. Τόσο καθαρή και έντονη, για εμένα, που ήταν σαν να μου αφηγήθηκε την ιστορία του τραγουδιού, απαγγέλλοντας τους στίχους ταυτόχρονα που τραγουδούσε. Οι γονείς μου με εξηγούσαν πως αυτός ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας πολύ μεγάλος και αγαπημένος τραγουδιστής της Χρυσής Εποχής πριν 25 χρόνια (τότε), που ήδη τον είχαν δει ζωντανά σε ένα κέντρο στο Τορόντο του Καναδά.


Μετέπειτα
μεγαλώνοντας, γενικά η λαϊκή, έντεχνη και ρεμπέτικη μουσική έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη μουσική μου παιδεία, διότι ανακάλυψα ότι είχα μουσικό αυτί όταν μου έδωσαν σαν δώρο ένα μπαγλαμαδάκι ο παππούς μου ένα καλοκαίρι που περάσαμε το 1997. Και επίσης ένας θείος μου εδώ στην Αμερική, ήδη οργανοπαίχτης του πιάνου, μου έκανε δώρο ένα μπουζούκι για τα Χριστούγεννα. Τελικά, άρχισα αυτοδίδακτα να μαθαίνω να παίζω. Ένα γεγονός που κρατάει μέχρι και σήμερα. Και αυτό το χάρισμα που έχω με τη μουσική με βοήθησε και με βοηθάει ακόμα να είμαι πιο ψαγμένος με το τραγούδι. Δηλαδή, όλοι ξέρουμε τις μεγάλες επιτυχίες των μεγάλων ερμηνευτών και συνθετών, αλλά εμένα με ενδιέφερε τα πιο σκόρπια τραγούδια του ρεπερτορίου ενός τραγουδιστή ή συνθέτη. Για παράδειγμα, δεν με πλησίαζε τόσο το μεγάλο τραγούδι το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη, όσο τα «Μουτζουρωμένα Χέρια» του.

Αλλά από τις τόσες φωνές, τους τόσους συνθέτες και στιχουργούς, ο νους μου και η ψυχή μου πάντα γύρναγαν στον μεγάλο Μπιθικώτση. Μαζί με το πολύ ευρύ ρεπερτόριό του, ήταν μια φωνή που ξεπερνούσε το ίδιο το τραγούδι και τον συνθέτη γενικά, κατά την ταπεινή μου άποψη. Από τα ρεμπέτικα είδη που έλεγε του ’50 και αρχές του ’60, μέχρι τα έντεχνα και μεγάλα έργα αλλά και στα ερωτικά του ’70. Είχε ένα θείο χάρισμα που ταυτόχρονα μετέφερε την ψυχή του συνθέτη μέσα στο τραγούδι, αλλά και στάμπαρε τη δική του ταυτότητα παράλληλα με τον συνθέτη. Τι εννοώ;

Θα διαλέξω μερικά καταπληκτικά τραγούδια που λατρεύω από το ρεπερτόριό του, ακούγοντάς τα και παίζοντάς τα, χωρίς πολλή σπουδή. «Αναστενάξτε Σημαντρα», «Μέρα Μαγιού», «Μπήκαν στα σίδερα», «Καρδιά μου σε δικάσανε», «Κουρελού», «Χίλιες φορές στο άλλο κόσμο».

Για να μην μπω σε μεγάλη διαδικασία να τα αναλύσω, η κοινή και σταθερή γραμμή ανάμεσα σε τέτοια σπουδαία κομμάτια, που ήδη όλα είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, είναι η φωνή του Μπιθικώτση. Προσαρμόζεται πανεύκολα και πηγαία. Είχε μέσα της ένα πηγαίο ένστικτο για το πώς να ερμηνεύσει το κάθε τραγούδι, ώστε να κρατήσει και να αντιπροσωπεύσει το πνεύμα του τραγουδιού, είτε ρεμπέτικο βαρύ να ήταν, είτε έντεχνο είτε ερωτικό.

Αυτή η σκέψη λοιπόν την ανακάλυψα και την πιστεύω μέχρι και σήμερα. Αλλά επίσης μου την επιβεβαίωσε ένα καταπληκτικό βιβλίο του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, το «Γρηγόρης Μπιθικώτσης: ο Τραγουδιστής των Ελλήνων». Μια εξαιρετική σπουδή και μελέτη στη φωνητική και συνθετική πορεία του Μπιθικώτση μέσα στο πολύ ευρύ του ρεπερτόριο. Και εγώ επίσης είμαι πολύ σχολαστικός στο θέμα της μουσικής γενικά, αλλά και ειδικά στη καριέρα του Μπιθικώτση, που πιστεύω επίσης ότι είναι ο μέγας Έλληνας τραγουδιστής (όπως είχε πει και ο Σφακιανάκης).

Η καταπληκτική ανάλυση του κ. Παπαδάκη μού έκλεψε την προσοχή για σχεδόν ένα μήνα, ώστε να μην μπορώ να αφήσω το βιβλίο για ώρες, διότι προσεκτικά και σχολαστικά έριχνε φως στο μεγαλείο του Μπιθικώτση, τονίζοντας τα ίδια συναισθήματα που πάντα είχα. Ό,τι κι αν έπιανε ο Μπιθικώτσης φωνητικά, του έδινε άλλη διάσταση σε σύγκριση με άλλους τραγουδιστές. Αυτό σημαίνει ότι εξέφρασε σχεδόν όλη την Ελλάδα μέσα από τη φωνή του. Μια εκφραστική δωρικότητα που σπάνια πάταγε πάνω σε ανατολίτικα «τσαλκατζίδικα».


Επίσης
, είχε κάνει και συνεντεύξεις με δασκάλους φωνητικής που εξέφρασαν τα ίδια συναισθήματα που έχω για τον Μπιθικώτση σε ορισμένα τραγούδια. Όπως στη θεϊκή ερμηνεία του στο «Στα Περβόλια» του Θεοδωράκη, που πιστεύω δεν θα ξαναδημιουργηθεί ποτέ. Να σμίγει μια λυρικότητα με εκείνη τη ρωμαλέα, δωρική και ευθεία ερμηνεία που ραγίζει την ψυχή. Αλλά και τι να λέμε για τη μεγαλειώδη του ερμηνεία σε ένα κάπως «Καζαντζιδικό» τραγούδι, όπως το «Να μη με κλάψεις μάνα μου», μια σύνθεση δική του με σκληρό νόημα; Η φωνή του επίσης ευθεία αλλά λυπητερή και βελούδινη, ειδικά όταν χτυπάει τις ψηλές νότες (π.χ. ‘μαύρο να μη το βάψεις’) και «κατεβαίνει» στις χαμηλές χωρίς να χαραμίζεται η φωνή του καθόλου. Για εμένα, σε βαριά και σκληρά τραγούδια αυτό που μου έκανε η φωνή του Μπιθικώτση είναι να νιώσω μια αισιοδοξία και ελπίδα μέσα σε ένα φρικτό θέμα, όπως το λεγόμενο τραγούδι, σε αντίθεση με του Καζαντζίδη που επέλεξε και τόνιζε τη λύπη και τον καημό με έναν πιο απαισιόδοξο τρόπο.

Διότι και εγώ πιστεύω, όπως και ο Παπαδάκης, ότι μετά το 1979 το τραγούδι, γενικά και στην Αμερική αλλά και στην Ελλάδα και παντού, μπήκε σε μια δυστυχώς παρακμή που επικρατεί μέχρι και σήμερα. Άρχισε ήδη μέσα του ’70 να βασίζεται το τραγούδι σε βιομηχανικά τεχνάσματα και εμπορικότητα. Εύκολους στίχους τονίζοντας την «καψούρα» και τον έρωτα της βραδιάς. Μάλλον ψυχικά έπρεπε εγώ να είχα γεννηθεί το 1945, όπως έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Εκείνη η χρυσή εποχή που την χάραξαν ο Μπιθικώτσης, αλλά και ο Καζαντζίδης, και οι σπουδαίοι συνθέτες και στιχουργοί δύσκολα θα ξαναγεννηθεί. Όπως εξέφρασε ο Μπιθικώτσης στο εξαίρετο τραγούδι του Χατζιδάκη «Πάει ο καιρός», το σημερινό μας καράβι, πού θα βρει στεριά;


Ταπεινή
πάντα άποψη από έναν ταπεινό Έλληνα στη μακρινή Αμερική, αλλά με ψυχή, σκέψη και καρδιά Ελληνική για πάντα. Που για μένα, αυτή η Ελλάδα μεταφέρεται μέσα από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ ΒΟΤΣΗΣ - ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ Παπαδάκη)

  Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Τι σημαίνει αυτός ο μέγας Έλληνας ερμηνευτής για εμένα; Σαν Έλληνας του εξωτερικού που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τ...