ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Ο ΣΝΟΜΠΙΣΜΟΣ, Ο ΕΣΤΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ»

Όταν δεις κάποιον, που έχει μεγάλη έπαρση για τον μεγάλο πλούτο και τη λαμπρή καταγωγή, περίμενε πως γρήγορα θα τιμωρηθεί.
Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός

Ο ΣΝΟΜΠΙΣΜΟΣ, Ο ΕΣΤΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ»

(ΕΙΣΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ)
Η λέξη σνομπ[1]  έχει αγγλική καταγωγή και η αρχική της χρήση έγινε από Άγγλους αριστοκράτες φοιτητές τον 19o αιώνα, που την χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίσουν άτομα που δεν είχαν την δική τους ευγενική καταγωγή. Αυτούς τους ονόμαζαν σνομπ. Τον 20o αιώνα η λέξη πήρε την σημερινή της σημασία και χαρακτηρίζει ένα άτομο που χαίρεται να περιφρονεί, να αποστρέφεται (να σνομπάρει) άλλα άτομα που θεωρεί κατώτερα από αυτό, ή επειδή ανήκουν σε κατώτερη κοινωνική βαθμίδα (καταγωγή), ή επειδή διαμένουν σε φτωχότερη συνοικία (Κοκκινιά αντί για Εκάλη), ή επειδή βγάζουν λιγότερα χρήματα, ή επειδή υπηρετούν σε κάποιο επάγγελμα με λιγότερο πρεστίζ (οικοδόμος αντί για δικαστικός ή γιατρός) ή επειδή έχουν μειωμένες  πνευματικές και διανοητικές κατακτήσεις (πτυχία κ.λπ.). Γενικά «σνομπάρω» σημαίνει «δεν καταδέχομαι να δώσω σημασία σε κάποιον ή κάποιους» και πλέον η αποστροφή αυτή δεν θεμελιώνεται αναγκαία πάνω σε μια ανώτερη κοινωνική, οικονομική, επαγγελματική η πνευματική κατάσταση αλλά μπορεί απλά να αποτελεί κώδικα συμπεριφοράς κάποιων που «θεωρούν ότι έτσι πρέπει να πράξουν».
Η λέξη Εστέτ[2], έχει την καταγωγή της από το κυρίαρχο ρεύμα του αισθητισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και αναφέρεται σε μια τάση που εισηγήθηκε ο Άγγλος συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ. Το ρεύμα αυτό θεωρεί ότι μοναδικός σκοπός της τέχνης πρέπει να είναι η επιδίωξη του ωραίου και του αισθητικά σωστού. Στην πάροδο του χρόνου ως «Εστετίστικος» ή «Εστέτ» χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος ο «μη μου άπτου», ο υπερευαίσθητος, ο ωραιοπαθής, ο επιλεκτικός. Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, ο Εστέτ, προτιμά να πεινάσει παρά να καταδεχθεί να φάει ελιές με τυρί και ψωμί, προτιμά να πεινάσει παρά να φάει σε ένα φτηνό εστιατόριο, προτιμά να πάει με τα πόδια παρά να μπει σε ένα παλιό σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο που θα του χαλάσει την αισθητική. Φυσικά θα αποφύγει να συναναστραφεί και ανθρώπους πιο «μπανάλ» που του χαλάνε την αισθητική.
Οι δυο παραπάνω λέξεις αντιπροσωπεύουν συγγενείς έννοιες που και οι δύο τείνουν σε αυτό που στη χώρα μας χαρακτηρίζουμε ως «ψώνιο», (υπάρχουν διάφορα είδη ψώνιου) με την έννοια του εγωπαθούς, ενός ατόμου που θεωρεί ότι στέκεται πάνω από καταστάσεις και πρόσωπα, ενός ατόμου που θεωρεί ότι επιλέγει και δεν τον επιλέγουν, ενός ατόμου που θεωρεί ότι είναι ΑΝΩΤΕΡΟ από τους άλλους.

Όπως σε όλα τα πράγματα, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου κάποιες αποχρώσεις «εστετισμού» εμπεριέχουν υγιείς δομές, αλλά δεν θα υπεισέλθουμε σε περιπτωσιολογία.
Από τι μετριέται όμως η πραγματική αξία ενός ανθρώπου; Υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης του «ειδικού βάρους»  του καθενός; Από την στάση του απέναντι στα πράγματα ή από το τι έχει ο ίδιος κατακτήσει στην έως τώρα ζωή του;
Εμείς θεωρούμε ότι το μοναδικό κριτήριο ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ είναι αφενός η προσωπικότητα, αφετέρου οι προσωπικές κατακτήσεις του ατόμου. Όταν μιλάμε για κατακτήσεις εννοούμε επιτυχίες καθαρά προσωπικές (όχι φυσικά αν έχει κληρονομήσει μια προσοδοφόρα επιχείρηση, ή περιουσία από τους γονείς του, ή χρήματα) που έχουν επιτευχθεί μέσα από το προσωπικό ταλέντο, την ικανότητα και τον κόπο. Όμως δεν πρέπει να μετράει μόνο το αποτέλεσμα αλλά και ο ΤΡΟΠΟΣ που επιτυγχάνεται αυτό, δηλαδή το να έχει ακολουθήσει κανείς τους νόμους της ΑΡΕΤΗΣ[3] με την αρχαιοελληνική έννοια. Για παράδειγμα μπορεί κάποιος να έχει επιτύχει επιχειρηματικά, να έχει βγάλει πολλά χρήματα, αλλά μέσα σε αυτή την πορεία να έχει αδικήσει, κλέψει, φοροδιαφύγει, η σκοτώσει. Αυτόν πως θα τον κρίνουμε; Πάντως όχι θετικά.
Φυσικά για τους περισσότερους αυτά είναι «ψιλά γράμματα». Η ίδια η κοινωνία έχει δείξει ότι «καλή είναι η θεωρία» αλλά το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν «δικαιωθεί σε υλικό επίπεδο» μέσα από διαδικασίες ή εργασίες που συνετέλεσαν όμως στην ηθική τους έκπτωση. Αυτοί όμως είναι άραγε ουσιαστικά «επιτυχημένοι»;
Ο  κάθε άνθρωπος στο διάβα της ζωής πληρώνει ένα κόστος σε σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Υπάρχει πάντα ένα τίμημα που το πληρώνουν όλοι. Ακόμα κι εκείνοι που «στέκονται στη βιτρίνα» και φαίνεται να απολαμβάνουν πλείστα όσα αγαθά, ακόμα κι εκείνοι πληρώνουν ένα τίμημα που μπορεί να μην διαφαίνεται σε πρώτη ανάγνωση.  Υπάρχει ο νόμος του «Κάρμα»[4], η όπως αλλιώς μπορεί να το διατυπώσει κανείς, ένα «αόρατο χέρι» που φέρνει τα πράγματα σε ισσοροπία.
Προφανώς ο καθένας έχει τα δικά του βιώματα και τις δικές του παραστάσεις. Η  ζωή του καθενός έχει ταυτιστεί με την αναζήτηση διαφορετικών πραγμάτων και το πού «στέκεται σήμερα» είναι απόρροια αφενός των επιλογών του χθες, αφετέρου του τυχαίου γεγονότος της γέννησής του (περιοχή, κοινωνική κατάσταση, περιουσία, κ.λπ.).
Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί, άνθρωποι που γεννήθηκαν πλούσιοι και άνθρωποι  που γεννήθηκαν σε μια ενδιάμεση κατάσταση και διαβιώνουν καλά ή σχετικά καλά. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δουλέψει σκληρά στη ζωή τους ή σε πνευματικό, ή σε χειρωνακτικό, ή σε επιχειρηματικό επίπεδο. Άλλοι έχουν επιτύχει περισσότερα και άλλοι λιγότερα. Άλλοι έχουν περισσότερη αναγνώριση και άλλοι λιγότερη, ελάχιστη ή καθόλου. Η «αναγνώριση» είναι κι αυτή απόρροια του είδους της ενασχόλησης περισσότερο και λιγότερο της αξίας του ατόμου. Για παράδειγμα δεν μπορεί να συγκριθεί η αναγνωρισιμότητα ενός μέτριου τραγουδιστή που όμως έγινε διάσημος με την αναγνώριση που εισπράτει ένας επιτυχημένος δάσκαλος, γιατρός ή δικηγόρος. Δεν μπορούμε συνεπώς να αξιολογήσουμε έναν άνθρωπο μέσα από τυχαίες παραμέτρους αλλά μόνο μέσα από συνισταμένες που έχουν να κάνουν με την ενέργεια που ο ίδιος έχει καταβάλλει για την εξέλιξή του. Επίσης ο άνθρωπος ο οποίος μεγαλώνει και αντί να πλαταίνει τα όρια της αντίληψής του ή της γνώσης του περιχαρακώνεται γύρω από κοινωνικά «φαίνεσθαι» ή ακόμα χειρότερα γύρω από «φαίνεσθαι» που ο ίδιος έχει χτίσει, ενώ ΔΕ διδάσκεται από τα λάθη του παρελθόντος του επιμένοντας να κυνηγάει χείμαιρες, ενώ ταυτόχρονα ΔΕΝ επιθυμεί την αυτοβελτίωση του ΜΗ διακρίνοντας καν που τον έχουν οδηγήσει οι εμμονές και οι προκαταλήψεις του, έχει σημαντικό πρόβλημα.
Ο πραγματικά καλλιεργημένος και επιτυχημένος άνθρωπος δεν παρασύρεται ποτέ σε πράξεις υποτίμησης των συνανθρώπων του με το να είναι σνομπ ή επικριτικός. Σέβεται την κάθε προσωπικότητα και δεν ασχολείται με τις πράξεις των άλλων, δεν κρίνει, ούτε επικρίνει. Δεν είναι τοξικά επικριτικός. Ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος στοχεύει συνέχεια στην αυτοβελτίωσή του σε συνάρτηση με την έννοια της δημιουργικότητας. Γι’ αυτό:
Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί. Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.                                                                              Α. Τσέχοφ





[2] greek_greek.enacademic.com/54741/εστέτ
[4] Κατά τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, το κάρμα αναφέρεται στην έννοια του νόμου της σχέσης μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος προσδιορίζοντας ότι κάθε πράξη είναι αποτέλεσμα αιτίας του παρελθόντος και συγχρόνως αιτία άλλων πράξεων που θα ακολουθήσουν στο μέλλον. Έτσι ο νόμος του κάρμα ταυτίζεται με τον νόμο της αιτιότητας, της αναπόφευκτης δηλαδή σχέσεως αιτίου και αιτιατού, ο νόμος της δράσης και της αντίδρασης, ο νόμος της δικαιοσύνης και της ισορροπίας, που ακολουθούν την εφαρμογή του σε κάθε εκδήλωση της ζωής με συνέπεια να διαμορφώνεται ανάλογα προς αυτό το ίδιο το κάρμα. (Από wikipedia).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...