ΓΙΑΤΙ Ο ΛΩΡΕΝΣ ΟΛΙΒΙΕ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ
Στα χρόνια μετά το 1990 ο κινηματογράφος έχει αλλάξει σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από τη σκηνοθετική ματιά, τα πολυπλοκότερα σενάρια και τον τρόπο ερμηνείας, η τεχνολογική ανάπτυξη έχει επιφέρει τέτοια αλλαγή που ο μέσος θεατής δυσανασχετεί και μόνο αν παρακολουθήσει μια ταινία δεκαετίας. Με τα πρώτα πλάνα γίνεται αντιληπτή η παλαιότητα της ταινίας (φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις). Ο σύγχρονος θεατής εγκλωβισμένος κυρίως σε πρότυπα ταινιών υψηλής παραγωγής του Χόλυγουντ, όταν ακούει για μεγάλους ηθοποιούς έρχονται συνειρμικά στο μυαλό του τα ονόματα: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Μέρυλ Στρυπ , Αντονυ Χόπκινς και κατά δεύτερο ίσως λόγο, Ντάστιν Χόφμαν, Τζακ Νίκολσον, Ντάνιελ Ντέ Λιούις κλπ. Ονόματα που τα περισσότερα έχουν μεν ξεκινήσει καριέρα από τη δεκαετία του 1970 αλλά μεσουρανούν στην σύγχρονη εποχή του 21 αιώνα της HD εικόνας και των μεγάλων παραγωγών.
Ο Ολίβιε μεσουράνησε από το 1939 έως το 1983 (αν θεωρήσουμε σαν καταληκτικό μεγάλο ρόλο τον Βασιλιά Ληρ[1]). Η καριέρα του βέβαια διήρκησε συνολικά πάνω από 60 χρόνια. Γρήγορα καθιερώθηκε σαν κορυφαίος ηθοποιός του θεάτρου. Καινοτόμησε μεταφέροντας ανεπανάληπτα το Σαίξπηρ στον κινηματογράφο, ενώ προτάθηκε για δεκατρία Οσκαρ. Το κέρδισε 4 φορές, μία σαν ηθοποιός Α’ ρόλου στον Άμλετ, (1948), πήρε ένα σαν παραγωγός στην ίδια ταινία, επίσης πήρε ένα ειδικό Όσκαρ για τον Ερρίκο τον πέμπτο και ένα για το σύνολο της καριέρας του(1979). Ο Ολιβιε έμπαινε στο πετσί του ρόλου και δεν είχε αυτό που ονομάζουμε «μανιέρα». Βλέπεις διαφορετικό άνθρωπο σε κάθε ταινία που έπαιξε. Μέχρι και η εμφάνιση του θύμιζε άλλο άνθρωπο. Ο μονόλογος στο Ριχάρδο τα 1955, φημολογείται ότι συγκλόνισε όλους τους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς που πήγαν να παρακολουθήσουν την ταινία σα σεμινάριο. Ο λέξεις έβγαιναν από το στόμα του στακάτες, κοφτερές σα σπαθί.
Ο μόνος ηθοποιός που από πλευράς ερμηνευτικής φήμης μπορεί να σταθεί δίπλα στον Ολιβιε είναι ο Μάρλον Μπράντο, του οποίου οι ανεπανάληπτες ερμηνείες στον κινηματογράφο ενέπνευσαν δεκάδες ηθοποιούς και δημιούργησαν σχολή. Το «πρόβλημα» είναι ότι ο Μπράντο, υπήρξε εκπληκτικός αλλά μονοδιάστατος ηθοποιός. Το παίξιμο του βασίστηκε στην μέθοδο που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ρώσο, Konstantin Stanislavski, γνωστή ως μέθοδος Stanislavski. Το σύστημα αυτό ενεργοποιεί την τέχνη της «εμπειρίας» περισσότερο από την τέχνη της «αναπαράστασης». Η εσωτερική ερμηνεία του, ενίοτε σκοτεινή αναδείκνυε έναν ωμό ρεαλισμό, δοσμένο με μια ακατέργαστη ενστικτώδη ορμή που καθήλωνε το θεατή. Τα ισχυρά βλέμματα, οι σιωπές «μιλούσαν» για τον Μπράντο και γοήτευαν το θεατή. Ο Μπράντο όμως δεν είχε την πληθωρικότητα του Ολιβιε, ούτε στους ρόλους, ούτε στο παίξιμο.
Η καριέρα του Ολίβιε μπορεί να βασίστηκε στο στυλ του παραδοσιακού βρετανικού θεάτρου, ωστόσο το Χόλυγουντ τον έσπρωξε περισσότερο και στην κατάκτηση του ρεαλιστικού παιξίματος. Ο Ολίβιε τα κατέκτησε όλα: Τον σαιξπηρικό ρόλο, τον δραματικό ρόλο με συναίσθημα στην «Carrie»[2], τον ναζί εγκληματία στο «Marathon Man»[3], τον κωμικό ρόλο στο «Γελωτοποιό», τον καλοκάγαθο κυνηγό ναζί στο «Στα παιδιά από την Βραζιλία», τον Πρίγκιπα στο «Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια», τον συγκλονιστικό Χιθκλιφ στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Ο Μπράντο ήταν ηθοποιός μεθόδου. Ταυτιζόταν με το ρόλο εντός και εκτός σκηνής, ήθελε να γίνει ο «ρόλος». Ωστόσο, δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει την ποικιλία τον ρόλων του Ολίβιε. Ο Ολιβιε βασίστηκε περισσότερο στην τεχνική αλλά δεν πίστευε ότι έπρεπε να «κάνει τον οδοκαθαριστή στη ζωή για να τον παίξει στο κινηματογράφο». Ο Ολιβιε «υποδυόταν τον οδοκαθαριστή»[4]. Η φήμη του Μπράντο δεν οφείλεται μόνο στο ταλέντο του, αλλά στον προκλητικό τρόπο ζωής του, στις πολιτικές του θέσεις και στην συμπαράσταση του απέναντι στις «μειονότητες». Όλα αυτά μαζί με την υπερβολικά φωτεινή αντρική γοητεία του τον εκτόξευσαν στα ύψη της δημοφιλίας, ενώ στην πραγματικότητα θα τον θυμόμαστε για πέντε ή έξι ταινίες.
Οι υποστηρικτές του Μπράντο ισχυρίζονται ότι ο Μπράντο δεν έβγαζε από κάπου το συναίσθημα, το συναίσθημα πήγαζε μόνο του από το «μυελό των οστών του». Ο Ολιβιε όμως βυθίστηκε στο πνεύμα του μεγαλύτερου δραματουργού των αιώνων: Του Σαίξπηρ. Οι περισσότεροι θεατές, κριτικοί και ηθοποιοί θεωρούν ότι το παίξιμο αυτό ενέχει κάποια υπερβολή. Μπλέκουν την υπερβολή με το μεγαλείο. Όσοι παρακολούθησαν τον Ολίβιε στο θέατρο δεν τον ξέχασαν ποτέ. Ο Σαίξπηρ και όλοι οι μεγάλοι κλασικοί ρόλοι ζωντάνεψαν χάρη σε αυτόν. Αρκεί όμως και η κινηματογραφική μεταφορά για να προβάλει το μέγεθος του ταλέντου του. Ο μονόλογος του στο Ριχάρδο τον τρίτο με το πονηρό βλέμμα και την τσιριχτή φωνή κάνει τον θεατή να αναρωτιέται αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που παίζει τον νέγρο Οθέλλο, με τη μπάσα φωνή και το αριστοκρατικό παράστημα. Ο Μπράντο είχε τεράστιο αυθεντικό ταλέντο που πήγαζε από μια εσωτερική παρόρμηση, ο Ολίβιε είχε και το ταλέντο αλλά και μια έντονη αίσθηση για το συνολικό ταίριασμα του ηθοποιού με το έργο.
Ο Ολιβιέ ήταν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Δεν ήταν προϊόν μια ποπ κουλτούρας, αλλά ένας καλλιτέχνης με ταλέντο, που το δούλεψε μέχρι το μεδούλι. Εκτός από κορυφαίος ηθοποιός ήταν και σκηνοθέτης ενώ υπήρξε και κορυφαίος αφηγητής. Ο Ολιβιέ ήταν μετρ των μεταμφιέσεων. Άλλαζε κάθε φορά ανάλογα με το ρόλο του και ειδικά στο θέατρο μεταμφιεζόταν κυριολεκτικά (ψεύτικη μύτη, περούκα και έντονο μακιγιάζ). Ο ίδιος έλεγε: Δε μπορώ να έρθω να παίξω και να βλέπω τον εαυτό μου. Πρέπει να γίνω ο άλλος.[5]
Για όσους παρακολουθούν ποδόσφαιρο ο Μπράντο προσομοιάζει με
τον παίκτη που φέρνει κόσμο στο γήπεδο. Με τι; Με τις εντυπωσιακές τρίπλες και
τα αδειάσματα στους αντιπάλους. Που και που βγάζει καμιά ασίστ και κάποιο γκολ.
Ο Ολιβιε όμως είναι ο μαέστρος. Ο παίκτης που τα κάνει και τα έχει όλα.
Συντονίζει το παιχνίδι, βγάζει γκολ, ασίστ, μαρκάρει, δίνει μακρινές
μεταβιβάσεις, παίζει πάντα καλά και παίζει και με τα δυο πόδια.
Ο Μπράντο εφάρμοζε τη «μέθοδο, ο Ολίβιε ήταν η «μέθοδος»
ενσαρκωμένη σε άνθρωπο[6].
ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΛΩΡΕΝΣ ΟΛΙΒΙΕ
Award |
Won |
Nominated |
Academy Awards (Oscar) |
4 |
13 |
3 |
9 |
|
2 |
5 |
|
0 |
2 |
|
3 |
3 |
|
5 |
9 |
|
1 |
1 |
|
0 |
1 |
Από ακαδημαϊκά και άλλα ιδρύματα, ο Olivier έλαβε τιμητικά
διδακτορικά από το Πανεπιστήμιο Tufts στη Μασαχουσέτη (1946), την Οξφόρδη
(1957) και το Εδιμβούργο (1964). Του απονεμήθηκε επίσης το δανικό βραβείο
Sonning το 1966, το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστολών,
Ιστορίας και Αρχαιοτήτων το 1968. και το μετάλλιο Albert της Βασιλικής
Εταιρείας Τεχνών το 1976
Γιώργος Πολ. Παπαδάκης
[1] Όταν η παραγωγή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην
αμερικανική τηλεόραση, ο κριτικός Steve Vineberg έγραψε: Ο Olivier φαίνεται να έχει πετάξει την τεχνική
αυτή τη φορά - είναι ένας εκπληκτικός αγνός Lear. Στην τελευταία του ομιλία,
πάνω από το άψυχο σώμα της Cordelia, μας φέρνει τόσο κοντά στη θλίψη του Lear
που δύσκολα μπορούμε να παρακολουθήσουμε, γιατί έχουμε δει τον τελευταίο ήρωα
του Σαίξπηρ τον Laurence Olivier να παίζει ποτέ. Αλλά τι φινάλε! Σε αυτό το πιο
υπέροχο έργο, ο μεγαλύτερος ηθοποιός του κόσμου, μας έχει δώσει μια ανεξίτηλη
παράσταση. Ίσως θα ήταν πιο κατάλληλο να εκφράσουμε απλή ευγνωμοσύνη.
[2] The American
film director William Wyler said that Olivier's performance in the film Carrie
was "the truest and best portrayal on film of an American by an Englishman.
[3] Laurence Olivier and Dustin
Hoffman did not get along well during filming. Olivier did not agree with
Hoffman's style of Method Acting, which involved staying up days at a time to
appear truly out of his mind and in physical pain for the film's famous torture
scenes. "My dear boy." Olivier is remembered as saying, "why
don't you just try acting?”
[4] Σε ένα αφιερωμένο αφιέρωμα στους The Times , ο Bernard
Levin έγραψε: "Αυτό που έχουμε χάσει με τον Laurence Olivier είναι η δόξα
. Το αντανακλούσε στους μεγαλύτερους ρόλους του · πράγματι περπατούσε πάνω σε
αυτό - θα μπορούσατε να το δείτε πρακτικά να λάμπει γύρω του σαν ένα φωτοστέφανο ... ... κανείς δεν θα παίξει ποτέ τους ρόλους
που έπαιξε όπως τους έπαιξε · κανείς δεν θα αντικαταστήσει τη λαμπρότητα που
έδωσε στη γη του με την ιδιοφυΐα του.
[5] Συνάδελφοι του Ολίβιε, και σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο
Spencer Tracy , ο Humphrey Bogart και η Lauren Bacall , θεωρούν τον Olivier ως τον καλύτερο από όλους τους
συναδέλφους του, ενώ ο Πήτερ Ουστίνωφ στο ίδιο ερώτημα απάντησε: Φυσικά είναι
μάταιο να μιλάμε για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός.
Απλώς δεν υπάρχει κανένας μεγαλύτερος ηθοποιός, ζωγράφος ή συνθέτης.
[6] Ο Αμερικανός ηθοποιός William Redfield είχε την άποψη:
Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Laurence Olivier
είναι λιγότερο προικισμένος από τον Marlon Brando. Είναι ακόμη λιγότερο
προικισμένος από τους Richard Burton, Paul Scofield, Ralph Richardson και John
Gielgud. Αλλά εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός του εικοστού αιώνα.
Γιατί; Επειδή ήθελε να είναι. Τα επιτεύγματά του οφείλονται στην αφοσίωση, το
πάθος, την πρακτική, την αποφασιστικότητα και το θάρρος. Είναι ο πιο γενναίος
ηθοποιός της εποχής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου