ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΓΚΑΦΕΣ, (;) ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΧΕΤΙΚΟ» ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 


ΟΙ ΓΚΑΦΕΣ, (;) ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΧΕΤΙΚΟ» ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Είναι σύνηθες το φαινόμενο, όταν κάποιος ποιητής (κυρίως) παρουσιάζεται σε κοινό ή συστήνεται να αποφεύγει τη χρήση του όρου: ποιητής. Η γνωστή δικαιολογία – (κουραστική κοινοτυπία) πλέον είναι: «Είναι βαριά η λέξη «ποιητής», απλά γράφω κάποιους στίχους», φράση εκφερόμενη με «ταπεινοφροσύνη» ή ταπεινοφροσύνη. (για να μην θεωρηθεί ψώνιο). Η πραγματικότητα είναι, ότι πράγματι είναι ποιητής, κάποιος λογοτέχνης ο οποίος ασχολείται με την ποίηση για χρόνια, έχει εκδώσει πάνω από τρεις – τέσσερεις ποιητικές συλλογές κι ασχολείται με το αντικείμενο. (καλός, κακός μέτριος δεν έχει σημασία). Αν η συζήτηση συνεχιστεί θα αναφερθεί το κλασικό (κι αυτό) πλέον: «Ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει» κλπ…


Η παραπάνω αναφορά γίνεται, για να τονιστεί αφενός η επιφυλακτικότητα που αντιμετωπίζεται η ποίηση και δη η λογοτεχνία, και τα ρευστά όρια ανάμεσα στο «κακό», το «καλό», το «μέτριο» και το «αριστούργημα». Μπορεί αυτός που ντρέπεται να συστηθεί ως ποιητής, σε τριάντα χρόνια να βρίσκεται στην κορυφή της λογοτεχνικής πυραμίδας. Είναι γνωστή η απόρριψη που δέχθηκε ο Καβάφης από το κατεστημένο της εποχής του, αλλά και από τον ήδη σπουδαίο και καταξιωμένο Κωστή Παλαμά (αυτό δεν είναι ποίηση είναι δημοσιογραφία). Μόνο ο Ξενόπουλος είδε κάτι καινούργιο και αναγνώρισε σαν ποιητή τον Αλεξανδρινό. Αυτό δεν κάνει τον Παλαμά, «κακό» και τον Ξενόπουλο «καλό» η οξυδερκή. (σε άλλες περιπτώσεις ο Ξενόπουλος, ο οποίος κατηγορείτο από το κατεστημένο για γραφή χωρίς βάθος, είχε πέσει έξω). Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ένα έργο τέχνης και δη ένα ποιητικό ή λογοτεχνικό έργο, δεν έχει σαφή, «μαθηματικά» πλαίσια στα οποία εντάσσεται και να μπορεί κάποιος να αποφανθεί, είτε για τον δημιουργό, είτε για το ίδιο το έργο.  Δεν υπάρχουν θέσφατα, υπάρχουν μόνο υποκειμενικές κρίσεις, ή «εξυπνάδες», δοσμένες με έντεχνο λόγο και «επιχειρήματα», τα οποία μπορεί στο μέλλον να ανατραπούν εντελώς. Τι καθιστά τότε ένα έργο μεγάλο, αφού δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια; Προφανώς και υπάρχουν στοιχεία και χαρακτηριστικά  για να ξεχωρίσει κάποιος ένα καλό από ένα κακό κείμενο, αλλά από κει και πέρα, αυτό που μπορεί να διαχωρίσει ένα αριστούργημα από ένα πολύ καλό κείμενο ή ένα κείμενο που πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του (αλλά πιθανότητα αναγνωρίστηκε 100 χρόνια μετά), είναι ένας συνδυασμός: ποιότητας, timing, πιθανής πρωτοτυπίας, προβολής του έργου, κριτικών και τύχης.


Αφορμή γι αυτό το κείμενο είναι οι απορριπτικές κρίσεις του Τ.Σ. Έλιοτ για τα έργα τον Τζ. Τζόυς και Τζ. Οργουελ.

Επιστολή του Έλιοτ προς τον Τζέιμς Τζόις, για το μυθιστόρημά του Οδυσσέας:

«Εξετάσαμε το ζήτημα μιας πιθανής έκδοσης του Οδυσσέα στην Αγγλία όσο το δυνατόν πιο διεξοδικά, και έχουμε λάβει κάθε πιθανή γνώμη για τις προοπτικές της. […]

Μας συμβούλευσαν πως μια τέτοια κίνηση εγκυμονεί τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε ποινική δίωξη και βαριές ποινές, πως υπάρχει η πιθανότητα ο πρόεδρος της εκδοτικής να μείνει για έξι μήνες στην φυλακή, κάτι που από μόνο του θα ήταν καταστροφικό για την επιχείρησή μας».

Επιστολή του προς τον Τζορτζ Όργουελ, για το βιβλίο του «Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου»:

«Λυπάμαι που καθυστέρησα το χειρόγραφό σας. Πιστεύω πως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όμως θα πρέπει να σας πω πως δεν πιστεύω ότι μπορούμε να το εκδώσουμε. Είναι αναμφισβήτητα πολύ σύντομο, και για ένα βιβλίο τέτοιας έκτασης, η δομή του δεν είναι αρκετά σφιχτή, καθώς λίγα πράγματα συνδέουν τα περιστατικά στην Αγγλία με τα περιστατικά στη Γαλλία».


Δεύτερη επιστολή του προς τον Όργουελ, για τη «Φάρμα των ζώων»:

«Ξέρω πως θα επιθυμούσατε μια γρήγορη απόφαση για τη Φάρμα των Ζώων• όμως για να βγει μια τέτοια απόφαση χρειάζονται οι απόψεις τουλάχιστον δύο διευθυντών, και αυτό δεν γίνεται να συμβεί σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Για να κερδίσουμε χρόνο, δεν ζήτησα από τον πρόεδρο να εξετάσει το θέμα. Ο δεύτερος διευθυντής συμφωνεί με τα βασικά επιχειρήματά μου. Συμφωνούμε πως το κείμενό σας είναι ξεχωριστό• πως έχετε γράψει ένα παραμύθι με επιδεξιότητα και πως η αφήγηση αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη - και αυτό είναι κάτι που πολύ λίγοι συγγραφείς έχουν καταφέρει από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ κι έπειτα. Από την άλλη, δεν έχουμε την πεποίθηση (και είμαι βέβαιος πως οι υπόλοιποι διευθυντές θα συμφωνούσαν μαζί μας) πως η οπτική που προτείνετε είναι κατάλληλη για να εξετάσουμε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Λυπάμαι πολύ, γιατί όποιος το δημοσιεύσει φυσικά θα έχει την ευκαιρία να δημοσιεύσει και τα μελλοντικά σας έργα: εκτιμώ τη δουλειά σας, γιατί γράφετε καλά, με μεγάλη εντιμότητα».

Ένα άλλο αξιοσέβαστο μέλος του Οίκου, έγραψε για τον «Άρχοντα των μυγών» (Από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας).

 «Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μέλλον. Παράλογη και βαρετή ιστορία φαντασίας σχετικά με την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας κάπου στις αποικίες. Μια ομάδα παιδιών προσγειώνεται σε μια ζούγκλα κοντά στη Νέα Γουινέα. Σκουπίδι και βαρετό. Χωρίς νόημα. Απορρίπτεται».

Ο Faber and Faber εντέλει προχώρησε με την έκδοση του βιβλίου, παρά τις ενστάσεις του συγκεκριμένου μέλους του. (Ο Έλιοτ εδώ, στήριξε τον συγγραφέα και την έκδοση του βιβλίου στην Αμερική, όπου και έγινε διάσημο).

 Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ – Η ΒΟΥΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ

 


ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ – Η ΒΟΥΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ

Με μυθιστορηματική αφορμή την παρακμή της οικογένειας Κόμπσον, ο Φώκνερ αναδεικνύει πολυεπίπεδα μηνύματα στο έργο του, «Η βουή και η μανία» (Sound and Fury). Το βιβλίο αποτελείται από τρία τμήματα, αναλογικά με τους χαρακτήρες), το πρώτο από την Μπέντζυ, το δεύτερο έχει σαν επίκεντρο τον Κουέντιν, το τρίτο τον Τζέισον και το τέταρτο την μαύρη υπηρέτρια την Ντίζλυ (αν και κάποιοι κριτικοί διαφωνούν με αυτό). Ο συνδετικός κρίκος όλων των επιμέρους τμημάτων είναι η αδελφή Κάντυ. Η Κάντυ είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου.

Ο κάθε χαρακτήρας διαδραματίζει ένα μοναδικό ρόλο στο «φωκνερικό σύμπαν», μέσα από την ιδιοσυγκρασία του. Η διαισθητική Κάντυ αποτελεί τον υποσυνείδητο καμβά πάνω στον οποίο ξεδιπλώνονται οι φωνές των άλλων ηρώων, και για τον ίδιο τον συγγραφέα καλύπτει το εσωτερικό κενό, μιας αδελφής ή μιας μητέρας. Η ερωτική ζωή της κοπέλας αποτελεί την τέλεια αφορμή για τον συγγραφέα να ξεδιπλώσει διαφορετικές οπτικές της εποχής, μέσα από διαφορετικά βλέμματα.

Η ιστορία στα τρία τμήματα αποτελεί διήγηση μέσα από την οπτική του κάθε αδελφού χωριστά. Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, καθορίζονται από τον  εσωτερικό μονόλογο, με στόχο την εξερεύνηση της συνειδησιακής προβολής του κάθε χαρακτήρα καθώς και μέσα από αφηγηματικές εναλλαγές. Ο απώτερος στόχος είναι η εμβάθυνση στον κάθε χαρακτήρα καθώς και στον τρόπο σκέψης και δράσης του. Αυτό που κάνει το βιβλίο δυσκολοδιάβαστο είναι πέραν από τη γλώσσα και η έλλειψη χρονικής σειράς, η διαφοροποίηση από την κλασική γραμμική αφήγηση, το σπάσιμο του λογικού ειρμού, όπως επίσης και το ότι πολλά γεγονότα ξεφυτρώνουν μέσα στην ροή και προβάλλονται ξαφνικά. Αν θέλει κάποιος να εντοπίσει ένα «κεντρικό νόημα» από το βιβλίο είναι ότι, «η απουσία αγάπης, οδηγεί στον Αδη», αλλά πίσω απ’ το κοινότυπο συμπέρασμα, κρύβεται ο στόχος του συγγραφέα: ο τρόπος με τον οποίο καθοδηγεί τον αναγνώστη σε συνειδητοποιήσεις, όπως η τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, χωρίς φυσικά να είναι διδακτικός. Ο Φώκνερ, αναδεικνύει, όλα τα σάπια κοινωνικά πρότυπα που οδηγούν τους ανθρώπους στην δυστυχία, όταν γίνονται προσκολλήσεις: κακιά, φιλοχρηματία, ρατσισμός, σεξισμός. Η συνείδηση του αναγνώστη ταξιδεύει στο χρόνο, στην παρακμή του αμερικανικού νότου, ο οποίος αναπολεί τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος. Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου, είναι όλη ένα φιλοσοφικό παιχνίδι του συγγραφέα με το χρόνο.

Οι ρατσιστικές και υποτιμητικές συμπεριφορές, μπορεί να ήταν κάτι συνηθισμένο για την εποχή, αλλά ο Φώκνερ αποτυπώνει έντεχνα όλο το πλαίσιο ανάδυσης όλων αυτών των συμπεριφορών:

Σε αυτό το σημείο ο Φώκνερ αποκτά μια οικουμενικότητα στην αφήγηση δεδομένου, ότι στιγματίζει τους φυλετικούς διαχωρισμούς, παρά την εν γένει εμμονή του με τον Αμερικανικό νότο.

«Άκου νεγράκο, θα κάνεις ότι θέλει αυτός να κάνεις. Είπε η Ντίσλυ. Ακους τι σου λέω»;[1]

Συνειδητά ο συγγραφέας, βάζει στο στόμα των χαρακτήρων αυτά που ο ίδιος θέλει να εκφράσει: «…η πάντως πως αυτό περίμεναν οι Βόρειοι από εμάς, Από τότε που πρωτοπάτησα το πόδι μου εδώ στα Ανατολικά, έλεγα μόνιμα μέσα μου, μη σου διαφεύγει, να τους θεωρείς έγχρωμους, όχι νέγρους. Και εάν δεν τύχαινε να μην έχω συναλλαγή, με πολλούς, θα είχα χάσει άδικα χρόνο και κόπο μέχρι να μάθω πως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης, αυτό για λευκούς και μαύρους, είναι τους να αποδεχτείς, έτσι όπως οι ίδιοι πιστεύουν ότι είναι κι έπειτα να τους αφήσεις στην ησυχία τους. Τότε  πήρα είδηση πως ο νέγρος δεν είναι τόσο ένα άτομο όσο ένας τρόπος συμπεριφοράς, κάπως σαν την αντίστροφη αντανάκλαση του λευκού συνανθρώπου του».[2]

ή αλλού

«…Να θυμάσαι όμως πως είμαστε μια σάρκα. Ένα αίμα. Σ΄ αυτό έχει πάει κι έμενα ο νους μου, σάρκα. Αλλά και λίγες σταγόνες αίμα δεν θαταν άσχημα, αν είχα το ελεύθερο. Όταν ο άλλος σου φέρεται σαν νέγρος, ένα σου μένει: μεταχειρίσου τον σαν νέγρο. Όποιος και ναναι». [3]

ή

«…Αυτό που χρειάζεται ο τόπος αυτός είναι λευκά εργατικά χέρια. Για άσε τους υπναλέους τους νέγρους να ψοφοπεινάσουν ένα δυο χρόνια και μετά θα καταλάβουν». [4]

Ανάμεσα στους συνεχείς διαλόγους και τις συγκρουσιακές καταστάσεις των ηρώων, ο Φώκνερ ενίοτε γίνεται εξαιρετικά λυρικός και περιγραφικός μέσα από υποτυπώδεις καταστάσεις ή γεγονότα.  

«Ένας σπουργίτης έκοψε την ηλιαχτίδα διαγώνια, ήρθε κι έκατσε στο περβάζι του παραθύρου, έγειρε το κεφάλι και με κοίταξε. Το μάτι του στρογγυλό και έλαμπε. Πρώτα με εξέτασε με το ένα του μάτι, και ύστερα φρσς! Με το άλλο του ο λάρυγγας του σε βίαιο παλμό, σαν αντλία πιο γρήγορη από κάθε σφυγμό. Το ρολόι άρχισε τους χτύπους. Ο σπουργίτης ακινητοποιήθηκε και με παρατηρούσε σταθερά με το ίδιο μάτι, όση ώρα χτύπαγε το ρολόι, λες και το αφουγκραζόταν κι αυτός. Ύστερα δίνει μια, πέταξε από το περβάζι και πάει».[5]



Για κάποιους κριτικούς όπως ο Κάρβελ Κόλλινς, (σε δοκίμιο του 1952), ο Φώκνερ μέσα από το συγκεκριμένο έργο προάγει τις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις του Φρόυντ, χτίζοντας τις προσωπικότητες των χαρακτήρων του αναλογικά με τις φρουδικές δομές (Προεγώ, Εγώ, Υπερεγώ). Αυτή η άποψη υποστηρίχτηκε από αρκετούς με το πέρασμα του χρόνου ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο την αξία του βιβλίου.  

Το στυλ γραφής του συγγραφέα είναι δύσκολο για τον αναγνώστη καθότι δομεί τις προτάσεις του με περίπλοκο τρόπο αντανακλώντας με αυτό τον τρόπο την ψυχολογική αστάθεια του χαρακτήρα που περιγράφει. Αυτό είναι μια μοντερνιστική τεχνική γνωστή σαν «ροή της συνείδησης» που ακολουθεί μια αφιλτράριστη ροή της σκέψης του ήρωα, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο. Αυτές οι διαρκείς διακοπές ή μεταπηδήσεις από την μία σκέψη στην άλλη δεν θα λέγαμε ότι είναι ότι καλύτερο για έναν αναγνώστη που έχει συνηθίσει μια γραμμική φυσιολογική ροή και ενίοτε κουράζει.

Δεν θα υποκριθούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Και όταν το λέμε αυτό, δεν εννοούμε εύκολο μόνο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, αλλά και για τους «μυημένους» σε τέτοια κείμενα του μοντερνισμού, (όπως ο «Οδυσσέας» για παράδειγμα) καθώς επίσης και για και τους μορφωμένους και καταρτισμένους αναγνώστες. Το κοινότυπο άλλοθι, ότι πρέπει σε κάποιον «οπωσδήποτε» να αρέσει ένα «αριστούργημα», με βάσει τους «κανόνες» της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι αν δε του αρέσει είναι ακόμα «ανώριμός» για ένα τόσο μεγάλο έργο, θεωρούμε ότι αποτελεί μια ξεπερασμένη κοινοτυπία. Δεν αρέσουν σε όλους όλα.

Το βιβλίο είναι δύσκολο και όπως αρκετά άλλα, αποτελούν «στοίχημα» ή «άσκηση» για πολλούς αναγνώστες, οι οποίοι, το ξεκινούν, το αφήνουν, το ξαναπιάνουν σε «δέκα χρόνια» και όποιοι ελάχιστοι το τελειώνουν, πανηγυρίζουν για τον «άθλο». Δεν θα επεκταθούμε εδώ για το τι είναι «μεγάλο» και «υψηλό» στην τέχνη, αλλά θα τονίσουμε ξανά την θέση μας, ότι υπάρχουν βιβλία (και έργα στην τέχνη ευρύτερα), που και τεράστιο βάθος και ποιότητα έχουν, και ταυτόχρονα, μπορούν να προσφέρουν και αισθητική απόλαυση σε μεγάλο κοινό, πέρα από 100 ανθρώπους της «βαριάς διανόησης»!



[1] Γ. Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Καστανιώτης, 2002, σελ. 84.

[2]  Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 112.

[3] Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 203.

[4] Γ. Φώκνερ, Ό.π., 2002, σελ. 212.

[5] Γ. Φώκνερ, Ό.π., σελ. 112.

 


Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ

  Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Δεν υπάρχει πλέον τίποτα που να μη μπαίνει στη διαδικασία να κρίνει κάποιος. Φυσικά μπορεί να κρίνει κ...