ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ. Παπαδάκη) γράφει ο Θ, Γιώγλου (Ογδοο)

 


Τον Δεκέμβρη του 2022 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τη μελέτη του συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Πολ. Παπαδάκη σχετικά με τη διαδρομή, την προσφορά και τη γενικότερη επιρροή του Γρηγόρη Μπιθικώτση στον ελληνικό πολιτισμό. Το 776 σελίδων βιβλίο έχει τίτλο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Ο τραγουδιστής των Ελλήνων», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δρόμων» και το προλογίζει ο ποιητής και στιχουργός Δημήτρης Ιατρόπουλος.


Δεν ξέρω βέβαια πόσο δόκιμος ή αντικειμενικός είναι ο χαρακτηρισμός «Ο τραγουδιστής των Ελλήνων» του τίτλου, όταν παράλληλα με τον Μπιθικώτση, διένυσε τη δική του διαδρομή στο λαϊκό τραγούδι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Από την άλλη, ο συγγραφέας έχει δηλώσει δημόσια και επανειλημμένα ένθερμος λάτρης του Μπιθικώτση, τον είχε γνωρίσει, διατηρούσε φιλική σχέση μαζί του και, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, είχε γνώση του δισκογραφημένου – και όχι μόνο – υλικού. Γνώση που μεταλαμπαδεύεται μέσα από τις καταγραφές και τα κείμενα αυτού του βιβλίου. Οπότε, μετά απ’ όλα αυτά, θεωρώ πως ο τίτλος έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

02.PAPADAKHS-MPITHIKOTSHS.jpg

Το βιβλίο περιλαμβάνει μια αναλυτική προσέγγιση σε κάθε σημείο της πορείας του Γρήγορη Μπιθικώτση, συνεργασίες με συνθέτες, στιχουργούς και ποιητές, καθώς και αναλυτική παρουσίαση όλων των τραγουδιών, φωνητικές αναλύσεις επιλεγμένων τραγουδιών του, ώστε να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης - πέραν των γνωστών γενικών περιγραφών και ιμπρεσσιονιστικών λόγων - πού έγκειται η μοναδικότητα αυτής της ανεπανάληπτης φωνής. Παρουσίαση όλων των δίσκων, με αναλυτικές περιγραφές, αποσπάσματα από συνεντεύξεις ανθρώπων που συνεργάστηκαν μαζί του, μαρτυρίες και άλλα ανέκδοτα αποσπάσματα, αρχειακού υλικού.

Επίσης παρουσιάζονται διαγραμματικά, στατιστικά στοιχεία από όλο το έργο του ερμηνευτή (είδη ρυθμικής, συνθέτες, στιχουργοί, τραγούδια ανά δεκαετία κ.λπ.), ενώ κατηγοριοποιείται όλη η θεματολογία των τραγουδιών του. Παρουσιάζεται ακόμη η συνθετική πλευρά του Μπιθικώτση, ενώ μέσα από ολόκληρες συνεντεύξεις, αλλά και αποσπάσματα από παλαιές δηλώσεις του ιδίου, δίδεται μια ολοκληρωμένη εικόνα της δικής του προσέγγισης μέσα στα χρόνια.

Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν τα εκτενή αποσπάσματα συνομιλιών του τραγουδιστή με τον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη, μέσα από τα οποία το κοινό πληροφορείται για την ανθρώπινη πλευρά του θυμόσοφου και σκεπτόμενου ανθρώπου Γρηγόρη Μπιθικώτση…

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα ολοκληρωμένο «πορτρέτο» του εμβληματικού ερμηνευτή και ξεχωριστού λαϊκού συνθέτη που αξίζει να διαβαστεί με τη δέουσα προσοχή και «ευλάβεια»…

Θανάσης Γιώγλου

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ. Παπαδάκη), γράφει η Εύα Στάμου

 Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, “Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Ο Τραγουδιστής των Ελλήνων”, Πρόλογος: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Δρόμων, 2022.

 


Είχα την χαρά να συναντώ τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο Χαλάνδρι κάθε φορά που επισκεπτόμουν τον θείο μου, του οποίου υπήρξε γείτονας. Ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, κομψός και ιδιαίτερα αβρός που παρίστανε πως δεν αντιλαμβανόταν το δέος που ένιωθαν όσοι τον αντίκριζαν ξαφνικά μπροστά τους.

Πήρα στα χέρια μου τη μελέτη του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη με αληθινό ενδιαφέρον. Η μακροχρόνια φιλία που συνέδεε τον συγγραφέα με τον κορυφαίο λαϊκό τραγουδιστή με προϊδέασε θετικά για το περιεχόμενο του. Σύντομα διαπίστωσα ότι το αφιέρωμα αποτελεί μία εμπεριστατωμένη μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μπιθικώτση βασισμένη σε πολυετή έρευνα η οποία αντλεί το περιεχόμενό της από τη δισκογραφία του καλλιτέχνη, βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, τις διηγήσεις του ίδιου του Μπιθικώτση, καθώς και την αυτοβιογραφία του με τίτλο Εγώ ο… Σερ, που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Κοχλίας.

Το βιβλίο ξεχωρίζει επίσης για τις πρωτότυπες συνεντεύξεις που έδωσε ο καλλιτέχνης στον συγγραφέα, τη φωνητική ανάλυση τραγουδιών, στατιστικά στοιχεία για το πλήρες έργο του Μπιθικώτση, εκτενή βιβλιογραφία και σημαντικό φωτογραφικό υλικό.

Η πλούσια δισκογραφική δραστηριότητα του σημαντικού ερμηνευτή χωρίζεται από τον Παπαδάκη σε πέντε διακριτές χρονολογικές περιόδους: η αφήγηση ξεκινά τη δεκαετία του ’50 με τα ρεμπέτικα που ο Μπιθικώτσης τραγουδάει σε διάφορες γνωστές ταβέρνες της εποχής. Ερμηνεύει τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι.

Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας ο καλλιτέχνης μετακινείται σε κοσμικά μαγαζιά όπου καταφθάνουν  θαυμαστές του από όλα τα μέρη της Αττικής για να τον απολαύσουν τη μοναδική ερμηνεία του στα λαϊκά τραγούδια που έχουν στο μεταξύ σταδιακά παραγκωνίσει το ελαφρύ λαϊκό τραγούδι από τη βραδινή διασκέδαση των Ελλήνων.  Είναι η εποχή που ο Μπιθικώτσης ερμηνεύει τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Καλδάρα και Άκη Πάνου.

Την έναρξη της τρίτης περιόδου σηματοδοτεί σύμφωνα με τον συγγραφέα η συνεργασία του καλλιτέχνη με τον Μίκη Θεοδωράκη και την κυκλοφορία του εμβληματικού έργου ‘Επιτάφιος’ σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου το καλοκαίρι του ’60, ενώ λίγο αργότερα ακολουθούν συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Δήμο Μούτση, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Γιάννη Σπανό.

Την τέταρτη περίοδο ο Παπαδάκης την τοποθετεί στη δεκαετία του ’70 ξεκινώντας από τη συνεργασία του καλλιτέχνη για μία ακόμη φορά με τον Μάνο Χατζιδάκι και την μελοποίηση των ποιημάτων του Νίκου Γκάτσου καθώς και τη συνεργασία του με τον Κώστα Βίρβο.

Η πέμπτη και τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Σερ αφορά την εμφάνιση του στο Ηρώδειο το 1993 με αφορμή την συμπλήρωση των 30 χρόνων από τη κυκλοφορία του δίσκου Άξιον Εστί καθώς και τη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1995 για τα 70 χρόνια του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Παρόλο που, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η φωνή του Μπιθικώτση, δεν είναι πια αυτό που ήταν στο παρελθόν, ο ξεχωριστός τρόπος ερμηνείας του καθηλώνει για άλλη μία φορά τον κόσμο που κατακλύζει τους χώρους συναυλιών.

 

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 

Το βιβλίο του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη αφορά εξίσου θαυμαστές του μεγάλου αοιδού που επιθυμούν να εντρυφήσουν στο έργο του και να έχουν στην κατοχή τους μια καλαίσθητη μελέτη με τα ορόσημα της καριέρας του Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά και τους μεταγενέστερους που αν και έχουν γοητευθεί από τη φωνή και τις ερμηνείες του δεν γνωρίζουν πολλά ούτε για την ιστορία των τραγουδιών, ούτε για την εποχή που μεσουρανούσε ο σπουδαίος τραγουδιστής.

Η εις βάθος έρευνα καθώς και η συγγραφική πείρα του πεζογράφου και ποιητή Γιώργου. Πολ. Παπαδάκη μας παραδίδουν ένα άρτια δομημένο, λογοτεχνικά γραμμένο και εύληπτο κείμενο που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον από αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών και μουσικών γνώσεων, ένα έργο που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τον τρόπο με τον οποίο θα γράφονται στο μέλλον τα αφιερώματα σε σημαντικούς δημιουργούς.

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ. Παπαδάκη) γράφει ο Πάνος Τουρλής

 


Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1922-2005), ο Σερ του ελληνικού τραγουδιού, ήταν το μικρότερο παιδί μιας οκταμελούς οικογένειας και διέπρεψε στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού ως συνθέτης και ως ερμηνευτής. Ξεκίνησε το 1949 με «Το καντήλι τρεμοσβήνει» (στίχοι Χαράλαμπου Βασιλειάδη) κι από τότε έγραψε περισσότερα από 200 τραγούδια. Ερμήνευσε συνθέσεις των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργου Μητσάκη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Μάρκου Βαμβακάρη και πολλών άλλων. Για τη σημαντική του πορεία τιμήθηκε πολλές φορές από την ελληνική πολιτεία και το 2002 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του «Εγώ ο Σερ».

Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, σημαντικός λογοτέχνης και μελετητής, έγραψε ένα ογκώδες βιβλίο γεμάτο χρήσιμες και σημαντικές πληροφορίες για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Πρόκειται για ένα επίτευγμα έρευνας, μελέτης και στατιστικής καταγραφής που με εξέπληξε με τον κόπο και με τον πλούτο των στοιχείων που παρατίθενται για τον Σερ του ελληνικού τραγουδιού. Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης στην εισαγωγή του βιβλίου τονίζει πως ήθελε να ετοιμάσει κάτι ξεχωριστό για έναν άνθρωπο που τον τίμησε με τη φιλία του, να δημιουργήσει κάτι που δε θα επαναλαμβάνει πράγματα που έχουν ήδη γραφεί και θα συνάδει με τη δημιουργία μιας ακαδημαϊκού τύπου εργασίας. Άλλωστε: «Ο Μπιθικώτσης είναι ο μοναδικός τραγουδιστής που ξεπέρασε τους δημιουργούς, προσφέροντας ένα ηχητικό αποτέλεσμα σαφώς ποιοτικότερο από το να ήταν ερμηνευτής κάποιος άλλος», κάτι που αποδεικνύεται από τις μεταγενέστερες επανεκτελέσεις των τραγουδιών του.

Ακόμη ξεφυλλίζω και πάντα βρίσκω κάτι καινούργιο στις σελίδες αυτής της μελέτης που έχω διαβάσει εδώ και λίγο καιρό κι ακόμη ανατρέχω σ’ αυτήν. Δεν ξέρω πού να πρωτοσταθώ και σε τι να πρωτοαναφερθώ, γεμάτος θαυμασμό για το πλούσιο υλικό που παρατίθεται, για τη δομή που ακολουθείται, για την προσωπική ματιά του ίδιου του συγγραφέα πάνω σε ό,τι κατάφερε να συγκεντρώσει. Βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία, χωρισμένα σε ευδιάκριτες ενότητες με βάση τους κυριότερους σταθμούς της καριέρας του Γρηγόρη Μπιθικώτση αλλά και τις γενικότερες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο ελληνικό τραγούδι, φωτογραφίες, ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση των τραγουδιών, ακόμη και φωνητική ανάλυσή τους για να εμβαθύνουμε περισσότερο στο φαινόμενο Μπιθικώτσης, συζητήσεις με ανθρώπους που γνώρισαν κι αγάπησαν τον τραγουδιστή και συνθέτη, συνεντεύξεις, στίχοι, βιογραφικά συνθετών που συνεργάστηκαν μαζί του, αποκαλύψεις γύρω από την έμπνευση μερικών από αυτά τα τραγούδια και για τις δεύτερες φωνές κάποιων εκτελέσεών τους, απαντήσεις σε εύλογα ερωτήματα που πλέον μπορούν να δοθούν χάρη στη χρονική απόσταση και στην εμβριθή μελέτη και αντιπαραβολή με πηγές και μαρτυρίες, παρασκήνια από τις συναυλίες και τις βραβεύσεις, θεματολογία των τραγουδιών, συγκρίσεις και μετρήσεις, τι δεν έχει βρεθεί και γιατί, αναλυτικοί κατάλογοι, βιβλιογραφία κ. π. ά.

Το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης: ο τραγουδιστής των Ελλήνων», με πρόλογο του Δημήτρη Ιατρόπουλου, είναι το αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής και πολύχρονης μελέτης και έρευνας του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, προσωπικού φίλου του τραγουδιστή. Σε πάνω από 700 σελίδες ξεδιπλώνεται η καριέρα και η λαμπερή πορεία του Σερ του ελληνικού τραγουδιού από έναν άνθρωπο που σεβάστηκε, παρατήρησε, κατηγοριοποίησε, ξεχώρισε κάθε σημαντικό, απαραίτητο και πολύτιμο στοιχείο που θέλει να μάθει όχι μόνο ο μέσος αναγνώστης αλλά και ο ειδήμων περί της μουσικής. Πρόκειται για ένα βιβλίο-κόσμημα για την ελληνική δισκογραφία κι ένας αξιέπαινος φόρος τιμής για έναν άνθρωπο που σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι με τη φωνή του, τις συνθέσεις του, την ίδια του την παρουσία.

Πάνος Τουρλής

 

 


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων - γράφει ο Φίλιππος Φιλίπου

 


Μπιθικώτσης, λαϊκός θρύλος

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων, Δρόμων, Αθήνα 2022, 776 σελ.

Μια περιήγηση στη ζωή του Γρηγόρη Μπιθικώτση από έναν αφοσιωμένο φίλο του, ο οποίος έχει συγκεντρώσει το σύνολο της δισκογραφίας του και πλήθος δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά. Το ξεκίνημα, η σχέση του με τον Βαμβακάρη, η διασταύρωσή του με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, η μελοποιημένη ποίηση που τραγούδησε… Ένας λαϊκός βάρδος που σημάδεψε μια αξέχαστη ιστορική περίοδο. Τεύχος 141

Πριν από μια εικοσαετία είχε κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση (1922-2005), με τον τίτλο Εγώ ο σερ… (Κοχλίας, 2002), σε επιμέλεια του δημοσιογράφου Πάνου Γεραμάνη. Το βιβλίο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων (εκδ. Δρόμων), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δεν αποτελεί βιογραφία ούτε απόπειρα βιογραφίας. Είναι μελέτη - καταγραφή της δισκογραφίας του λαϊκού τραγουδιστή που ευτύχησε μεταξύ άλλων να πει εξαιρετικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι και άλλων σημαντικών συνθετών, καρπός πολυετούς έρευνας του Γιώργου Π. Παπαδάκη, ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και κομίστα. Ο συγγραφέας, φίλος του τραγουδιστή μέχρι το θάνατό του, συγκέντρωνε μεθοδικά το υλικό του. Είναι οι δίσκοι του τραγουδιστή και το περιεχόμενό τους, εφημερίδες και περιοδικά με τις συνεντεύξεις του και δημοσιεύματα γι’ αυτόν καθώς και  βιβλία σχετικά με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι.

Κατά τον Γιώργο Π. Παπαδάκη, η επαγγελματική-δισκογραφική ζωή του Μπιθικώτση διαιρείται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη είναι η δεκαετία του 1950 με τις πρώτες ηχογραφήσεις του που κυκλοφόρησαν σε δίσκο, εποχή που τη σφράγισε η συνεργασία του τραγουδιστή με τον Μάνο Χατζιδάκι. Η δεύτερη περίοδος συμπίπτει με τη δεκαετία του 1960, και τη συνεργασία του με σημαντικούς συνθέτες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η τρίτη περίοδος εκτείνεται στη δεκαετία του 1970 και αρχίζει με την Επιστροφή του Μάνου Χατζιδάκι. Η τέταρτη περίοδος είναι ταυτόσημη με τη δεκαετία του 1980, οπότε ηχογραφληθηκε και το τελευταίο τραγούδι του στη δισκογραφία. Η πέμπτη περίοδος είναι η δεκαετία του 1990, πότε έδωσε συναυλίες σε μεγάλους χώρους, με πιο γνωστή ίσως την παρουσία του το 193 στο Ηρώδειο, όπου ερμήνευσε εκ νέου το Άξιον Εστί.

 

Επανάσταση

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο οποίος συνδέθηκε με την επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι που έφερε ο Μίκης Θεοδωράκης τη δεκαετία του 1960, πρώτα με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου και στη συνέχεια με το  Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, θεωρείται από ορισμένους πρόσωπο που ξεπέρασε τους δημιουργούς τα τραγούδια των οποίων ερμήνευσε, προσφέροντας με το ηχόχρωμα της φωνής του ένα άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα.

Με καταγωγή από την Κάρυστο, μεγάλωσε σε προσφυγική γειτονιά του Περιστερίου, όπου με μια κιθάρα έπαιζε ευρωπαϊκά τραγούδια, μπαίνοντας ορμητικά στο χώρο της μουσικής. Μια μέρα του 1937, την εποχή της μεγάλης διάδοσης του ρεμπέτικου τραγουδιού, πήγε να γνωρίσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, του είπε πως παίζει κιθάρα και μπουζούκι, κι εκείνος του έδωσε συμβουλές για ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο της νύχτας. Έπαιζε καλό μπουζούκι, ενώ εργαζόταν επαγγελματικά ως υδραυλικός. Στην αρχή συμμετείχε σε ηχογραφήσεις δίσκων, αλλά βαθμιαία εγκατέλειψε τη δουλειά του για ν’ αφιερωθεί στη μουσική.

Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, εποχή κατά την οποία το ρεμπέτικο, που αρχικά μιλούσε για τους μάγκες, τα ναρκωτικά, τους τεκέδες και τις φυλακές, μετεξελίχθηκε σε λαϊκό εξαιτίας της επίδρασης του Βασίλη Τσιτσάνη και του Μανώλη Χιώτη, ο Μπιθικώτσης άρχισε να εργάζεται σε μαγαζιά. Την ίδια εποχή, ανέτειλε το άστρο του Στέλιου Καζαντζίδη και η θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού μετατοπίστηκε στον έρωτα, τη φτώχεια, τον κατατρεγμό, την ξενιτιά, τον καημό της μάνας. Η ταβέρνα, ως χώρος γλεντιού των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τα κοσμικά νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως. Το ελαφρό τραγούδι που απευθυνόταν στα ανώτερα στρώματα, τα οποία απεχθάνονταν το μπουζούκι, σιγά σιγά έχασε την παλιά του αίγλη. Της μόδας έγινε το λαϊκό και οι τραγουδιστές που το υπηρετούσαν έγιναν σταρ. Μεταξύ αυτών, σταρ έγινε κι ο Μπιθικώτσης, που κάποια στιγμή μετακόμισε από το Περιστέρι σε μια λιγότερο λαϊκή περιοχή, το Χαλάνδρι.

Ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που έδωσε τραγούδια στον Μπιθικώτση ήταν ο Μπάμπης Μπακάλης. Αυτός έγραψε, σε στίχους του Δημήτρη Γκούτη, ένα από τα πιο ακουσμένα στο ραδιόφωνο τραγούδια, κάπως χιουμοριστικό. Αυτό συνέβη το 1958, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση από τους Σοβιετικούς του πρώτου τεχνητού δορυφόρου, του Σπούτνικ, κι ήταν το «Θα σε πάω στο φεγγάρι», το οποίο περιείχε και τους εξής στίχους:  

 

Όλος ο κόσμος θα είναι δικός σου

και θα ζηλεύουνε τον πύραυλό σου.

 

Η συνεργασία του Μπιθικώτση με τον λαϊκό συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη του χάρισε το 1960 την επιτυχία, με το τραγούδι «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που είχε θέμα το παράνομο τζογαδόρικο παιχνίδι στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας από έξυπνους μάγκες, οι οποίοι έπαιρναν τα λεφτά των αφελών με ταχυδακτυλουργικά κόλπα:

 

Γέμισε ο κόσμος παπατζήδες,

απάτες και αεριτζήδες.

 

Το πρώτο τραγούδι του οποίου έγραψε ο ίδιος τη μουσική ήταν «Το τρελοκόριτσο» (1955), όμως η πιο μεγάλη επιτυχία του τη δεκαετία του 1950 ήταν η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, το 1956. Το τραγούδι «Γαρούφαλλο στ’ αυτί», σε στίχους του Σακελλάριου, που στην ταινία το τραγουδούσε η Σούλη Σαμπάχ, το δισκογράφησε ο Μπιθικώτσης μαζί με το «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω», χάρη στη συνδρομή του Τάκη Λαμπρόπουλου, του ισχυρού άνδρα της εταιρείας Columbia, κι αυτό ήταν το βήμα προς την καταξίωση, καθώς οι πωλήσεις του δίσκου ήταν ανεβασμένες. (Ο συγγραφέας, πάντως, σημειώνει ότι συγκεκριμένα δύο τραγούδια που προαναφέρθηκαν μάλλον δεν ήταν του Χατζιδάκι αλλά του Τόλη Χάρμα, ο οποίος τα είχε πουλήσει στον Φιλοποίμενα Φίνο της Φίνος Φιλμς.) Επίσης, λίγα χρόνια μετά, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε κι άλλα τραγούδια του Χατζιδάκι σε λαϊκούς δρόμους, το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά» σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και την «Κυρά», που γράφτηκε σε στίχους του συνθέτη.

Η δεύτερη περίοδος της επαγγελματικής ζωής του Μπιθικώτση σημαδεύτηκε από τη σχέση του με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ένα βράδυ του 1959, ο δημοφιλής πλέον λαϊκός τραγουδιστής, απεσταλμένος του Τσιτσάνη, χτύπησε την πόρτα του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου σ’ ένα υπόγειο στη Νίκαια –εκείνος ήταν ξεχασμένος και ζούσε στα όρια της φτώχειας– και του ζήτησε την άδεια να πει τα τραγούδια του. Έκτοτε, ο  Μάρκος βγήκε από την αφάνεια.

Ήδη ο Μπιθικώτσης είχε αρχίσει από το 1956 να ερμηνεύει τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ στην πορεία είπε ακόμα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη, του Γιώργου Ζαμπέτα, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Γιώργου Μητσάκη, του Απόστολου Καλδάρα, του Άκη Πάνου και άλλων.

 

Ερμηνεύοντας ποιητές

Την ίδια εποχή άρχισε η συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, όταν κλήθηκε να ερμηνεύσει τα τραγούδια του Επιτάφιου, για την εταιρεία Columbia. Τον είχε γράψει ο Γιάννης Ρίτσος, ύστερα από τα δραματικά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936 και το θάνατο ενός νέου. Είχε προηγηθεί η ερμηνεία της Νανάς Μούσχουρη η οποία είχε τραγουδήσει τα τραγούδια υπό την διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι για την εταιρεία Fidelity του Αλέκου Πατσιφά. Μολονότι τα ποιήματα του έργου είναι ο θρήνος μιας μάνας για το γιο της, η φωνή του Μπιθικώτση, ιδανική στα λαϊκά τραγούδια, θεωρήθηκε από τον συνθέτη ως ιδανικότερη:

 

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω […]

 

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος είχε προτείνει για την ερμηνεία των τραγουδιών τον Στέλιο Καζαντζίδη, που τότε μεσουρανούσε, αλλά ο Θεοδωράκης προτίμησε τον Μπιθικώτση για τη φωνή του και όχι όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι  επειδή τον ήξερε από τη Μακρόνησο όπου αμφότεροι ήταν εξόριστοι. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η συνεργασία τους όρισε παντοτινά την καριέρα και τη ζωή και των δύο, ενώ στη συνέχεια, το 1960, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τα Επιφάνια σε ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και το 1964 το Άξιον Εστί σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Δυο χρόνια μετά, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε πάλι ποιήματα του Ρίτσου, τη Ρωμιοσύνη – με στίχους όπως οι παρακάτω:

 

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα […]

 

Ύστερα από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ήρθε η σειρά του άλλου σημαντικού συνθέτη, του Σταύρου Ξαρχάκου. Η αρχή της συνεργασίας τους έγινε το 1963, όταν τραγούδησε την «Άπονη ζωή» και τη «Φτωχολογιά», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου:

Άπονη ζωή,

μας πέταξες στου δρόμου την άκρη,

μας αδίκησες […]

Τα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, μετά το 1967, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε σε δίσκους έργα σπουδαίων συνθετών, όπως ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Σπανός, ενώ έγραψε και δικά του τραγούδια που ερμήνευσε ο ίδιος. Ανάμεσά τους, η «Επίσημη αγαπημένη» και το «Μια γυναίκα φεύγει», που ακούγονταν πολύ από το ραδιόφωνο. Κι έπειτα, το 1970, ηχογράφησε την Επιστροφή του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, δίσκο που προανήγγειλε την οριστική επιστροφή του συνθέτη –το 1972– στην Ελλάδα από το εξωτερικό όπου βρισκόταν – είχε φύγει το 1966 για τη Νέα Υόρκη όπου, μεταξύ άλλων, εργάστηκε με τον Ζυλ Ντασσέν και τη Μελίνα Μερκούρη στο θεατρικό έργο Ίλια, Ντάρλινγκ.

 

Μετά τη δικτατορία

Τα επόμενα χρόνια, ο Μπιθικώτσης ηχογράφησε πολλά δικά του τραγούδια, κυρίως σε στίχους του Κώστα Βίρβου, ώσπου το 1978, τέσσερα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος είχε κατεβεί υποψήφιος δήμαρχος στο Δήμο Αθηναίων με το ΚΚΕ, τον κάλεσε σε μια καινούργια συνεργασία. Ο δίσκος Οχτώβρης 1978 ήταν ο τελευταίο τους, σε αυτόν υπήρχαν εξαιρετικά τραγούδια σε στίχους δημοφιλών δημιουργών που όμως δεν έγιναν επιτυχίες.

Ο θάνατος του Τσιτσάνη το 1984 προκάλεσε σοκ στον Μπιθικώτση, ο οποίος δήλωσε ότι θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση, κάτι που τελικά δεν έπραξε. Το 1986 έβγαλε το δίσκο Σήμερα, με ερμηνευτές τον ίδιο, τον Λεωνίδα Βελή και την Πίτσα Παπαδοπούλου, ενώ το 1990 βγήκε η τελευταία του δισκογραφική δουλειά Ο άγνωστος Θεός. Οι εποχές είχαν αλλάξει και τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν, ούτε η φωνή του ούτε τα γούστα του κοινού.

Η συμμετοχή του στη συναυλία του Ηρωδείου το 1993, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την κυκλοφορία του Άξιον Εστί, και η συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1995 για τα 70 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ευκαιρίες να δείξει στο κοινό τις απεριόριστες φωνητικές του ικανότητες, μολονότι «η φωνή του δεν ήταν ίδια», όπως τονίζει ο συγγραφέας. Τον Ιούνιο του 1997 τιμήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός ο Ευάγγελος Βενιζέλος) για το σύνολο του έργου του και συμμετείχε σε συναυλία στο Παλλάς.

Το βιβλίο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων, εκτός από αυτές και πολλές άλλες λεπτομερείς και ελεγμένες πληροφορίες, περιέχει πολλές φωτογραφίες του τραγουδιστή με συνεργάτες και ομοτέχνους του τραγουδιστή, καθώς και την αναπαραγωγή συνεντεύξεων και δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά.

 

«Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής των Ελλήνων» (Γ. Πολ. Παπαδάκη) γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα

 


Γιώργος Πολ. Παπαδάκης «Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής των Ελλήνων», εκδ. Δρόμων, 2022, σελ. 776

 

O Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, σε ένα ογκώδες βιβλίο 774 σελίδων, αφιερωμένο στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αναλαμβάνει μια πολυπρισματική προσέγγιση, φόρο τιμής, στον μεγάλο Έλληνα ερμηνευτή και δημιουργό. Ο Παπαδάκης δεν αρκείται σε ιστορίες, αφηγήσεις, ευτράπελα ή/ και συνεντεύξεις –έναν κοινό παρανομαστή που χαρακτηρίζει συνήθως τα βιβλία του είδους–, αλλά προχωρά σε έναν ιδιαίτερο και καινοφανή τρόπο προσέγγισης, αποτέλεσμα μακράς έρευνας, εργασίας αλλά και βαθιάς εκτίμησης και αγάπης προς έναν δημιουργό που λάτρεψε και αποθέωσε η χώρα μας.

Πέρα, λοιπόν, από τη λεπτομερή αναφορά σε όλα τα τραγούδια του μεγάλου ερμηνευτή, ο συγγραφέας προλογίζει κάθε τραγούδι σχολιάζοντας τον τρόπο ερμηνείας του:

 

«Τον Παύλο και το Νικολιό: στιβαρό ζεϊμπέκικο με έντονο τον ρυθμό στα 9/8, προτρέπει για χορό, αλλά χορό κατανυκτικό. Στο ίδιο πνεύμα με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου, ο Μπιθικώτσης ιερουργεί και γίνεται ανατριχιαστικός στην εκφορά των λέξεων «θάνατος» και «χώμα». Δυο αδέλφια που οδηγούνται στον θάνατο με τις μάνες να τα συνοδεύουν. Ένα ακόμα μαργαριτάρι στο περιδέραιο του κλασικού ελληνικού τραγουδιού με τον Μπιθικώτση να δίνει το «κάτι άλλο», και τον ακροατή να αναρωτιέται αν είναι σε θέση άλλος τραγουδιστής να βάλει στο στόμα του αυτά τα τραγούδια, όχι για να τα αποδώσει επαρκώς, αλλά για να μπορέσει έστω να προσεγγίσει το δέος που προκαλεί η πρωτότυπη ερμηνεία».

 

Επιπλέον, διασχίζει όλες τις χρονικές περιόδους της  δημιουργίας του Μπιθικώτση, τόσο ως ερμηνευτή όσο και ως συνθέτη, ενώ σε ξεχωριστό κεφάλαιο επιχειρεί τη φωνητική ανάλυση πολλών τραγουδιών, προβαίνοντας σε αξιόλογες παρατηρήσεις για τον μουσικό ερευνητή που επιθυμεί να εντρυφήσει περισσότερο στο φαινόμενο της φωνής του τραγουδιστή. Για το τραγούδι Τόσα χρόνια (Ρωμιοσύνη), «Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται», ο Παπαδάκης αναφέρει:

 

«Το κομμάτι ξεκινάει στη “σι” μινόρε αρμονική, ο καλλιτέχνης ξεκινάει την πρώτη του νότα στην τέταρτη νότα της κλίμακας και ανεβαίνει στην τονική “σι”, στο φωνήεν “ο” της λέξης “όλοι”. Πηγαίνει από νότα σε νότα με glissando, κι έτσι καταφέρνει έναν δραματικό τόνο, σχεδόν ανατριχιαστικό».

  

Στο βιβλίο επίσης απαντά στατιστική καταγραφή όλων των ρυθμών/ χορών στους οποίους παραπέμπουν οι μελωδίες που ερμήνευσε ο τραγουδιστής, ενώ ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στις πολυσέλιδες (ανέκδοτες) συνεντεύξεις που παραχώρησε ο Μπιθικώτσης στον συγγραφέα του έργου, ο οποίος για πολλά χρόνια υπήρξε και προσωπικός του φίλος:

 

Πώς βλέπετε την μπέσα σήμερα;

«Δες το κάθε κράτος σαν άνθρωπο. Έτσι, μαζεύονται εκατοντάδες άνθρωποι μαζί, που σκέφτονται διαφορετικά. Πώς να συνεννοηθούν; Έτσι και οι άνθρωποι. Ελάχιστοι είναι οι φίνοι, ένα 10% βάζω εγώ, που να έχουν μπέσα. Οι περισσότεροι κοιτάζουν τον εαυτό τους ή πως θα τη φέρουν πίσω στον άλλον»

 

Σήμερα ποιοι σας αρέσουν;

«Ο Πάριος μού αρέσει. Από αυτούς που αφήνω πίσω μου είναι πρώτος. Δεν έχει πολλά τραγούδια που θα μείνουνε, αλλά η φωνή του είναι πολύ ωραία. Ο Πάριος ήταν ένας Κόκοτας αλλιώτικος. Μεγάλος τεχνίτης της φωνής, με έχει “ενοχλήσει” στο αυτί πολύ. Κι ο Νταλάρας βέβαια μεγάλος τεχνίτης, ωραίοι τραγουδιστές και οι δύο»

 

Κι ο Πουλόπουλος;

«Κι ο Πουλόπουλος αλλά όχι τόσο»

 

Έχει πει πιο σπουδαία τραγούδια από τον Πάριο, που θα μείνουν.

«Αναμφίβολα, αλλά τον “πήγαν” και τα τραγούδια. Εγώ τον έβγαλα τον Πουλόπουλο, και τον πήγα στον Μίκη».

Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν συνιστά απλώς μια εκτενή και ολοκληρωμένη παρουσίαση της προσωπικότητας του Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά αποτελεί και σημαντική σκευή για τον μουσικολόγο, τον ερευνητή και κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να έρθει σε επαφή με το σπουδαίο παρελθόν του λαϊκού μας τραγουδιού. Χαρακτηριστικά, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρει:

 

«Το να μιλήσω για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι σαν να μιλάω για τον εαυτό μου, κι ακόμα πιο πολύ. Γιατί, αν η ζωή μου είναι ένα τραγούδι, κι εγώ είμαι σίγουρα ένα τραγούδι, η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι η καρδιά του τραγουδιού μου».

Ιφιγένεια Σιαφάκα


ΟΙ ΕΝΝΕΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΕΣ (Γ. ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ) ΓΡΑΦΕΙ Ο Ν.Δ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ


 Το νέο βιβλίο του Γιώργου Πολ Παπαδάκη, από τις εκδόσεις «Δρόμων»

(Γράφει ο Νίκος Δ. – Θ. Νικολαΐδης)

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο αθλητικό-στατιστικό πόνημα του δραστήριου λογοτέχνη και συγγραφέα Γιώργου Πολ Παπαδάκη, μία σημαντική συγκριτική μελέτη που επιχειρεί να απαντήσει στο μάλλον «ακαδημαϊκό» ερώτημα σχετικά με ποιος ή ποιοι είναι οι καλύτεροι παίκτες που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο του με παρόμοιο θέμα, μετά την έκδοση του έργου «Κώστας Δαβουρλής: ο Πελέ της Ευρώπης», πριν από μερικά χρόνια.

Ο Παπαδάκης και εδώ, αποφεύγει την εύκολη λύση να καταρτίσει μία κατά τη γνώμη του ιδανική ενδεκάδα, επιλέγοντας έναν κορυφαίο για κάθε θέση, όπως ίσως οι περισσότεροι θα ανέμεναν. Αντιθέτως, περιορίζει την έρευνά του σε εννέα μόνο ποδοσφαιριστές και αυτούς όχι αυθαίρετα, αλλά με βάση ειδικά κριτήρια που επιστρατεύει εντέχνως, ώστε να στηρίξει με ασφάλεια το εγχείρημά του. 

Αυτό που έκανε δεν ήταν εύκολο. Το γράφω μετά λόγου γνώσεως, καθώς το ποδόσφαιρο με έχει απασχολήσει πλειστάκις και επί σειρά ετών, ως συγγραφέα αλλά και σαν αρθρογράφο. Βολικό λοιπόν για κάποιον θα ήταν να παραθέσει περισσότερο ή λιγότερο γνωστά στοιχεία από την καριέρα κάθε αθλητή, αποδεικνύοντας έτσι με έναν ίσως αόριστο τρόπο, τον ισχυρισμό του.

Ωστόσο ο συγγραφέας του έργου «9 Κορυφαίοι Έλληνες Ποδοσφαιριστές», πέραν των υπόλοιπων δεδομένων που εκθέτει στον αναγνώστη, καλώντας τον παράλληλα να κάνει και εκείνος τις δικές του επιλογές, επιχειρεί μία ξεχωριστή όσο και κοπιώδη αποτύπωση, που δε θυμάμαι να έχει προηγούμενο: Μας προσφέρει σε απόλυτους αριθμούς ακόμη και τις «ασίστ» (τελικές πάσες) για καθένα από τους εννέα εκλεκτούς του, ως μία επιπλέον απόδειξη αξίας και ικανότητας. Μαζί με όλα, φυσικά, τα υπόλοιπα «κλασσικά» προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει κάποιος παίκτης ώστε να θεωρηθεί πραγματικά μεγάλος (διάρκεια, τεχνική, σταθερότητα απόδοσης, ηγετική προσωπικότητα, δημοφιλία κλπ). Άλλωστε, έχοντας πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην στατιστική επιστήμη, ο φίλαθλος Γιώργος Παπαδάκης φαντάζει σαν ο πλέον κατάλληλος για μία τέτοιου είδους προσέγγιση.

Αγόρασα το βιβλίο και πραγματικά το απόλαυσα οπότε το συστήνω ανεπιφύλακτα, διότι κατά τη γνώμη μου αξίζει να βρει μία θέση στο αρχείο όλων των αληθινών φίλων της «στρογγυλής Θεάς»!

  • Σημειώνω ακόμη ότι η επιμέλεια του βιβλίου είναι του Αιγαλιώτη δημοσιογράφου και συγγραφέα Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, ενώ το προλογίζει ο γνωστός αθλητικογράφος Άγγελος Μενδρινός.

  

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

 

 

ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

 


Η σύγκριση του Μπιθικώτση με το Καζαντζίδη έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές στο παρελθόν και έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ αυτών αλλά και απλών ανθρώπων κυρίως. Η μεγαλύτερη μερίδα των ακροατών και φίλων τη λαϊκής μουσικής είχε χωριστεί σε δυό πόλους, τους «Καζαντζιδικούς» και τους «Μπιθικωτσικούς». Η ιστορία βέβαια δικαιώνει και τους δύο καλλιτέχνες οι οποίοι με τις ερμηνείες τους οριοθέτησαν την εποχή τους.

Η γνώμη του ενός καλλιτέχνη για τον άλλον ήταν  η καλύτερη, υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, παρ’ όλο που αν κάποιος ερευνητής διαβάσει όσα έχει πει ο ένας για τον άλλον σε ένα χρονικό φάσμα σαράντα χρόνων θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν δηλώσεις που συγκρούονται μεταξύ τους.

 Σε ότι αφορά τον κόσμο καθοριστικό είναι το στοιχείο της   υποκειμενικότητας, δηλαδή ποια φωνή ακουμπάει κάποιον στην ψυχή. Κατά δεύτερο λόγο είναι η ίδια  η δυνατότητα της κάθε φωνής, η οποία πέρα από το χρώμα που σε άλλους αρέσει και σε άλλους όχι, έχει διαφορετικές τεχνικές δυνατότητες. Υψηλή τεχνική είχαν και οι δυο τραγουδιστές.  Οι τεχνικές δυνατότητες όμως από μόνες τους δεν επαρκούν, αν ήταν έτσι, η Κάλλας δε θα ήταν πρώτη όλων των εποχών στην όπερα, υπήρξαν κι άλλες σοπράνο με μεγαλύτερη έκταση φωνής. Επίσης μια τρίτη παράμετρος, είναι το ρεπερτόριο του κάθε τραγουδιστή το οποίο έχει να κάνει με το πόσα και τι είδους τραγούδια έχει ερμηνέυσει, πόσα έχουν γίνει επιτυχίες αλλά κυρίως η πολυμόρφικότητα της φωνής, δηλαδή η δυνατότητα να πει πολλά είδη τραγουδιών με επιτυχία. Όλα αυτά συνθέτουν μια συνισταμένη η οποία και τοποθετεί τον κάθε τραγουδιστή στη δική του μοναδική θέση στο πάνθεον των λαϊκών καλλιτεχνων. Σε ότι αφορά το χρώμα της φωνής μπορούμε να πούμε ότι κι οι δυο τραγουδιστές έχουν μια μοναδικότητα που τους καθιστά ξεχωριστούς.

 


Ο Μπιθικώτσης άφησε εποχή με τη μελοποιημένη ποίηση και τους Θεοδωράκη , Χατζιδάκι , Ξαρχάκο, Μούτση κ.α και κυριολεκτικά άλλαξε το ελληνικό τραγούδι την δεκαετία του 1960, όντας ο επιδραστικότερος τραγουδιστής όλων των εποχών. Ο Καζαντζίδης άφησε μόνο κάποια δείγματα έντεχνων τραγουδιών σε συνεργασίες . Ερμήνευσε 18 τραγούδια του Θεοδωράκη, (από την Πολιτεία και τον δίσκο Στην Ανατολή) 3 του Χατζιδάκι, ολόκληρο τον κύκλο «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή (μαζί με τη Μαρινέλλα), και 2 τραγούδια με τον Λοίζο. Συνεπώς η άποψη που έχει ακουστεί από αρκετούς ότι στον Καζαντζίδη δεν δόθηκαν οι ευκαιρίες που έπρεπε να αξιοποιήσει τη φωνή του κι ότι αν έλεγε τα τραγούδια του Θεοδωράκη ίσως τα «έλεγε καλύτερα» από τον Γρηγόρη  δεν θεωρούμε ότι ευσταθεί, αφενός γιατί  ο καθένας είναι κυρίαρχος των επιλογών του, αφετέρου το δείγμα που άφησε στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι σε καμιά περίπτωση δεν έπεισε για κάτι τέτοιο, τουναντίον οι ερμηνείες του σε όλα τα είδη είναι πανομοιότυπες και δεν προσφέρουν κάτι το διαφορετικό.

 


Βέβαια τραγούδησε και πολλά αυθεντικά λαϊκά τραγούδια, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έγινε επαναλαμβανόμενος, με κοινό χαρακτηριστικό την μεμψιμοιρία, την κλαψιάρικη ερμηνεία, το ινδοπρεπές ύφος και το παράπονο.  Η χροιά της φωνής του και ο τρόπος ερμηνείας του Καζαντζίδη δεν ευνοεί το «μεγαλοπρεπές» και το «υψηλά ιστάμενο». Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός πως αυτό που ήθελε ο Καζαντζίδης το επέτυχε. Να τραγουδήσει κομμάτια για το φτωχό, τον καταφρονημένο, τον απλό άνθρωπο, το μετανάστη, το βιοπαλαιστή και να ανασύρει μέσα από την ψυχή του βαθιά συναισθήματα, συναισθήματα που σε αρκετές περιπτώσεις τον μεγέθυναν σε σημείο που γι αυτού του είδους τους ανθρώπους έγινε κάτι σαν «θεός».

 Παρατηρούμε το εξής: Όλα τα έντεχνα που είπε ήταν πιο κοντά στο λαϊκό παρά στο καθαρό έντεχνο, ή ακόμα τους έδωσε και τέτοια διάσταση ο ίδιος με την φωνή του όπως στον καημό του Θεοδωράκη. Βλέπουμε δηλαδή το μονοδιάστατο της φωνής του Καζαντζίδη, υπό την έννοια του ομοειδούς τρόπου ερμηνείας. Ακόμα και τα δημοτικά που τραγούδησε ωραία, τα είπε με «τον ίδιο τρόπο».  Πόσο διαφορετικό είτε από ένστικτο είτε από ότι οτιδήποτε άλλο, είναι τα είδος της ερμηνείας του Μπιθικώτση!

 Ο ίδιος ο Καζαντζίδης επικυρώνει αυτή τη θέση την δεκαετία του 1980, όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί ο βασικός κύκλος των ερμηνειών του και δήλωνε στην Όλγα Μπακομάρου:[1] «Τα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη και των άλλων που αναφέρατε δεν είναι τα καλά τραγούδια. Είναι τραγούδια από ανθρώπους που γνωρίζουν την έντεχνη μουσική, αλλά για μένα καλά τραγούδια είναι αυτά που δέχθηκε να τραγουδήσει ο κόσμος. Λοιπόν, δεν συμφωνώ καθόλου, ότι τα τραγούδια αυτά είναι καλύτερα από τα λαϊκά τραγούδια».

 

Δηλώσεις Μπιθικώτση για Καζαντζίδη:

 Η γνώμη του Μπιθικώτση για τον Καζαντζίδη είναι η καλύτερη και αυτό έχει εκφραστεί αρκετές φορές. Κάπου όμως όταν ακούει πράγματα με τα οποία δεν συμφωνεί τα λέει έξω από τα δόντια. Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το ότι κάνανε συναυλίες με το Μίκη στο θέατρο (στο Κεντρικό) κι ο Μίκης έπαιρνε τα λεφτά κι εκείνοι τα ψίχουλα είπε.

 «Μα μανούλα μου τώρα τι συζητάμε; Σαχλαμάρες δεν υπάρχει θέμα. Ούτε να τ’ ακούω. Ο Στέλιος δεν έχει κάνει συναυλίες με τον Θεοδωράκη. Δυο όλες κι όλες στο «Κεντρικό». Μόνο που δουλέψαμε με το Στέλιο στην «Όμορφη πόλη» στο θέατρο Παρκ όπου ο Μίκης δεν είχε κανένα θέατρο δικό του. Είχε δώσει την μουσική του και μεις πληρωνόμαστε από τον Κύριο Κρίτα. Όσο για τον Στέλιο, πλην τα τραγούδια τα «πιαστά» που έχει πει, όλα τα άλλα είναι μια μπλόφα. Κατάλαβες; Είναι δική του ιστορία τ’ ανθρώπου. Σταμάτησε γιατί όλο έλεγε τα τραγούδια τα γνωστά, είχε κάμει κι όνομα και σου λέει : «Τι θα γίνει όλο Στελλάρα θα με λένε;». Ήθελε κι αυτός την πάνω γκάβα,  αλλά έμενε στα ίδια.  Ήταν και νόμος να του δίνουν αυτά τα τραγούδια γιατί πήγαιναν στην φωνή του. [2]

 

[3]Για τον Καζαντζίδη τι γνώμη έχεις που δεν εμφανίζεται στα νυχτερινά κέντρα;

 «Είναι κέφι του. Έχει σταματήσει από χρόνια. Αυτό οφείλεται στην αλλαγή. Την εποχή εκείνη με τα τραγούδια του Θεοδωράκη είχε αλλάξει το κλίμα του τραγουδιού, έκοψε η δουλειά και σταμάτησε. Όχι όμως πως φοβήθηκε. Γιατί, όπως και να το κάνουμε ο Καζαντζίδης είναι πρώτος στον τομέα του. Για να καταλάβεις, βάλε εμένα ας πούμε Αμερική και αυτόνε Ρωσία ή εμένα Ρωσία και αυτόνε Αμερική. Τα δυό μεγάλα κράτη δηλαδή».

 Στον Πάνο Γεραμάνη[4]

 «Πολλές φορές στο παρελθόν, όταν έδινα συνεντεύξεις, μου ζητούσαν να κάνω σύγκριση ανάμεσα σε μένα και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εγώ τους απαντούσα ιπποτικά και με τρόπο απλό: ο Καζαντζίδης είναι πρώτος, αλλά… στην άλλη όχθη του τραγουδιού. Κυλάει το ποτάμι και έχει δύο όχθες. Από τη μία είμαι εγώ και από την άλλη αυτός. Ένας λαϊκοδημοτικός τραγουδιστής, αξεπέραστος στο είδος του. Το ‘πα και αλλιώς: αυτός είναι αρχηγός της Χωροφυλακής κι εγώ της Αστυνομίας Πόλεων» 

 Σε ότι αφορά το θέμα «αν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε καλύτερα τραγούδια…»[5] στο βιβλίο του Κώστα Παπαδόπουλου «Ο Παγκανίνι του μπουζουκιου» ο λαϊκός οργανοπαίκτης τοποθετείται στις ερωτήσεις του Νέαρχου Γεωργιάδη (ο οποίος είχε σαφή προτίμηση στον Καζαντζίδη προσπαθώντας να προκαταβάλλει τις απαντήσεις του μεγάλου μπουζουκίστα):

 

Δηλαδή ήτανε τραγουδιστής του πάλκου; (για τον Καζαντζίδη)

 Κι ενας άλλος λόγος που τα παράτησε ήταν που, ενώ τραγουδούσε τα τραγούδια του Θεοδωράκη: «Ο καημός», «Βράχο, βράχο», τρανταχτά τραγούδια. Τα έκανε επανάληψη ο Μπιθικώτσης.

Τα είπε πιο καλά ο Καζαντζίδης. 

Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Τι εισέπραξε ο κόσμος; Ο Μπιθικώτσης βγήκε στην πιάτσα, έκανε συναυλίες, τραγούδησε όρθιος, απευθύνθηκε σε ένα κοινό, που εκείνο ήταν τα πιο λεπτό σημείο του Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης τότε δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει σε ένα κοινό μυημένο στο έντεχνο τραγούδι. Δηλαδή ήτανε μόνο για πόνο και για γλέντι.

 Ο Θεοδωράκης προτιμούσε τον Μπιθικώτση και έριχνε τον Καζαντζίδη.

 Κοιτάξτε δεν τον έριχνε τον Καζαντζίδη. Η ουσία έιναι ότι ο Καζαντζίδης δεν ήθελε να το κάνει αυτό, δεν ήθελε να γίνει το «όργανο» του Θεοδωράκη. Ο Μπιθικώτσης ήταν ανώνυμος τότε δεν διακινδύνευε τίποτα.

 Ήταν σωστή η επιλογή του Καζαντζίδη να ακολουθήσει το κοινωνικό τραγούδι, όπως το θεωρούσε ο ίδιος, και να δώσει τα πολλά τραγούδια της μεταπολίτευσης λίγο μετά… Σε οποιαδήποτε φάση, και σήμερα, και πριν πέντε χρόνια και πάντα,  αν γινόταν μια σφυγμομέτρηση, οι οποδοί του Καζαντζίδη είναι πολλαπλάσιοι από τους οπαδούς του Μπιθικώτση. Κι αν αυτή τη στιγμή, βγεί ένα βιβλίο για τον Καζαντζίδη κι ένα για τον Μπιθικώτση», αυτοί που θα αγοράσουν το βιβλίο για τον Καζαντζίδη είναι δέκα και είκοσι φορές περισσότεροι από αυτούς που θα πάρουν το βιβλίο του Μπιθικώτση. {ο δημοσιογράφος επιμένει προτάσσοντας το πρόσταγμα του Καζανζίδη στη λαϊκή δημοφιλία, ενώ είναι σαφής η ευγενική διαφοροποίηση που δίνεται με την απάντηση του Παπαδόπουλου}

 


Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι είναι άλλος ο κόσμος του Καζαντζίδη και άλλος του Μπιθικώτση. Αυτή είναι η διαφορά.

Ο Καζαντζίδης με τα εργατικά του τραγούδια και με εκείνα της μετανάστευσης, είναι ταξικός. Τον ακολούθησε η εργατική τάξη…Ο Μπιθικώτσης είναι διαταξικός: τα λαϊκά του τραγούδια εκφράζουνε τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ενώ τα έντεχνα εκφράσανε κυρίως τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Μην ξεχνάμε ότι οι διάφοροι Ωνάσηδες, ακόμα και ο διαδοχος Κωνσταντίνος, αρέσκονταν να πηγαίνουν στα κέντρα, όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης.

[6] Δηλώσεις Καζαντζίδη  για Μπιθικώτση:

:

Παρακολουθούσα τελευταία μιαν εκπομπή στην τηλεόραση αμέσως μετά τη δική μου. Ήταν για το Μπιθικώτση Φοβήθηκαν οι μουσικοσυνθέτες ότι με την επανεμφάνιση μου θα ενδιαφερθεί και πάλι ο κόσμος για το λαϊκό τραγούδι, τη μεθοδεύσανε και την κάνανε.

Ποιοι μεγαλοσυνθέτες;

Ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος προς τιμή του Μπιθικώτση που είναι το αιώνιο θύμα.

Τι έγινε σ’ αυτή την εκπομπή;

Ειπώθηκαν, μεταξύ άλλων και διάφορα περί αμανέ. Και θέλω να τους πληροφορήσω ότι ο αμανές είναι ένας ελιγμός του τραγουδιστή που βγάζει το σπαραγμό και το κλάμα….Αυτή η εκπομπή μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Και μου κακοφάνηκε που ο Μπιθικώτσης μας έκανε επίδειξη με τα ακίνητά του….Η δικιά μου η «βίλα» στον Άγιο Κωνσταντίνο είναι αυθαίρετη…»

2) [7]«Κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του…» (δήλωση του Καζαντζίδη που εκφράζεται ξεκάθαρα για την υπεροχή του Μπιθικώτση)

3) [8]Για τον Μπιθικώτση ποια γνώμη έχετε; Είχε πει κάποτε ότι σεις είστε... τραγουδιστικά ο αρχηγός της Χωροφυλακής κι αυτός της Αστυνομίας Πόλεων. 


"Καλά, βλακείες του Μπιθικώτση. Ήθελε να πει ότι εγώ είμαι ο τραγουδιστής των επαρχιωτών κι αυτός των αστών, που τον ακούνε οι κυρίες. Μια ζωή βλάκας ήτανε".

Εννοούσα ως φωνή.


Φωνή ωραία είναι. Το μυαλό του είναι κακό. Κουτοπόνηρος κι επιδειξίας. Βγήκε στην τηλεόραση κι έκανε επίδειξη των περιουσιακών του στοιχείων. Ένας τραγουδιστής που καταξιώθηκε από τον λαό, δεν μπορεί να είναι προκλητικός Εμένα ο κόσμος με θεωρεί τον πιο δικό του τραγουδιστή γιατί με βλέπει με παντελόνι ίδιο με το δικό του και μπορεί να με πλησιάσει ο καθένας.

4) [9]Στο ερώτημα του δημοσιογράφου για το παράδοξο της συγκλονιστικής ερμηνείας του Μπιθικώτση στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη μολονότι δεν καταλάβαινε τους στίχους, ο Καζαντζίδης απάντησε:

«Μπορεί ο Γρηγόρης να μη μπορούσε να συλλάβει το έργο στο σύνολό του αλλά το "ανοίγω το στόμα μου" αυτή την φράση την έχει πει επικά, γιατί την είχε βιώσει κι από τη μια και από την άλλη... και για να χορτάσει την πείνα του και για να τραγουδήσει και να χορτάσει την ψυχή του πεινασμένου που τον ακούει... επειδή ήταν ευαίσθητος άνθρωπος ένιωθε τι πάει να πει

 

5) Στην εκπομπή στην Υγειά μας ακούγεται η φωνή του Καζαντζίδη να λέει:

«Κακά τα ψέματα, η μισή Ελλάδα είμαι εγω, η άλλη μισή ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης».

 


ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ   ΤΟΥ   ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Κλεάνθης Γρίβας, [10] Περί Μελαγχολίας

Ο Καζαντζίδης έχει στη φωνή του μια διαρκή μελαγχολία, ένα κλαυθμύρισμα και κατάθλιψη. Ανεξάρτητα από το μέγεθος της φωνής ή την ποιότητα του ηχοχρώματος. Υποτίθεται ότι το τραγούδι συνιστά κατάφαση ζωής. Όχι άρνηση της. Η μελαγχολία συντελεί στην περιστροφή των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, το άτομο αυτοπεριορίζεται για να κάνει εξοικονόμηση ενέργειας και να αναλάβει. Σαν πράξη αυτοπροστατευτική για να κάνω καινούργιο ξεκίνημα, τη δεχομαι αλλά μόνο σαν τέτοια. Η γνώμη μου καθορίζεται όχι μόνο από τη ποιότητα ή την αξία της φωνής αλλά από το συναίσθημα, που προκαλεί. Ο Μπιθικώτσης έχει μια πέτρινη φωνή καταπληκτική στην οποία αναγνωρίζει ο καθένας τον εαυτό του, ένα στοιχείο διεκδίκησης. Ακόμη κι όταν τραγουδάει τραγούδια που περιέχουν τη μελαγχολία, είναι μια μελαγχολία αγωνιστική, όχι μελαγχολία παράιτησης…]

[11]Παναγιώτης Δόϊκος, Λέκτορας φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ

Ως προς την έκφραση της τελευταίας μέρας στο λαϊκό μέλος, ο Καζαντζίδης συνυπάρχει κεντρικά αλλά και αντιστικτικά, σε ένα θεμελιακό επίπεδο κορυφής με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Με τη φωνητική τέχνη του καθενός από τους δύο μορφοποιείται μια αντίστοιχη εμβληματική σχέση με τον καημό, δηλαδή μια προσωπική αναμέτρηση με το ενδεχόμενο του ανεκπλήρωτου, μέσα στην οποία η σφοδρή έκφραση της επιθυμίας εξυψώνει τη ζωή. Αναλαμβάνοντας αυτό το μεγάλο λογαριασμό, οι δυο καλλιτέχνες -  ο καθένας με τη δική του προοπτική – μεγαλούργησαν. Η ιδιαίτερότητα τους υπαγορεύεται από τη  φωνητική τους προσωπικότητα και αντανακλάται, βέβαια, στη διαφορά του ύφους των έργων τους. Ωστόσο, παράλληλα με τις διαφορετικές διαστάσεις που προσδίδουν στην ανάπτυξη του λαϊκού τραγουδιού, ο Μπιθικώτσης και ο Καζαντζίδης, ως ερμηνευτές, διέπονται από μια κοινή συνιστώσα. Τούτη συντίθεται από το ρωμαλέο στοιχείο, τη στερεότητα, τη συνδυασμένη ένταση δυναμισμού και αντοχής και μια ενστικτώδη νοηματική επιδεξιότητα στην εκφορά του μουσικού λόγου. Πάνω από όλα όμως, η συγκεκριμένη κοινή συνιστώσα αφορά, και κορυφώνεται, στο μεγαλείο που παράγει η φωνή του καθενός από τους δύο, καθώς εκφράζει τον καημό. Στην εμβέλεια της απήχησης αυτής ακριβώς της καταλυτικής δυνατότητας παραγωγής του μεγάλου, αναγνωρίζεται η ελληνική μοναδικότητα των δυο τραγουδιστών και (προσδι)ορίζεται η συνταρακτική αλήθεια μιας διαφορετικής –αλλά ίσως αλληλοσυμπληρούμενης- σχέσης τους με το οικείο μα αρχέγονο.

Μέσα στη φωνή του Καζαντζίδη το πάθος της ανατολικής (δι)αίσθησης συναντά τη ρώμη, τη δωρικότητα. Αντίστοιχα, στη φωνή του Μπιθικώτση, όπου κυριαρχει ο δωρικός πυρήνα, παράγεται μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στη σφοδρότητα της χθόνιας δύναμης και την ενστικτώδη ορμή προς το ύψος. Στον πρώτο. Η συνάντηση – στις βαρύτονες περιοχές – δονείται από τη μουσικότητα του ογκώδες σπαραγμού του. Στο δεύτερο, ο φορέας της νίκηφόρου ισσοροπίας – στις κλίμακες του τενόρου – είναι η δραματικη οξύτητα του φωνητικού μέλους. Και στις δυο περιπτώσεις, ο καλλιτεχνικός αγώνας προκαλεί μορφές μιας προσωπικής υπέρβασης – μέσα στην τραγουδιστική πράξη – όχι της ίδιας της δυναμικής του καημού, αλλά της απειλής του να μας νικήσει παραδίδοντας μας στην παθητικότητα του πόνου. Μια τέτοια έκβαση, στον Μπιθικώτση, είναι αποτέλεσμα τη ανοδικής απόβλεψης του ερμηνευτή, της εγγενούς τάσης του να τρέπει το πάθος του προς τα πάνω. Ο στιβαρός χαρακτήρας της φωνής, το παλμικό εύρος της οξύτητας της, η δραματική ποιότητα της σκληροτητάς της, η αυθόρμητη στοχαστικότητά της, ενεργοποιούν την ικανότητά της να συν-λαμβάνει την ταραχή που προκαλεί ο καημός, να πλήττει ευθέως μέσα του τη ροπή προς την παραίτηση και την ήττα και να στρέφει την έντασή του πάνω από τον οδυνηρό πειρασμό της περατότητας, διανοίγοντας το λαϊκό μουσικό γεγονός προς την περιοχή του μεγαλείου. Στην οριακότητα αυτής της εξέλιξης εντοπίζεται το τραγουδιστικό κύρος του Μπιθικώτση. Ανάλογα αναγκαία, αυθεντική και σύνθετη είναι η μουσική δύναμη του Καζαντζίδη, αλλιώς όμως προσανατολισμένη – μέσα στη διαφορετική σύστασή της – σε ότι αφορά τον τρόπο της να χειρίζεται τον καημό. Οι δυο ερμηνευτές συγκλίνουν ως προς το καθοριστικό έργο του ρωμαλέου στοιχείου (όπου κατεξοχήν αναγνωριζεται η ελληνική υφή των φωνών τους) αλλά αποκλίνουν σε σχέση με την ατμόσφαιρα του άμεσου μεγαλείου που παράγουν οι φωνες τους κατά την αναμέτρηση με την οδύνη.

Αγάθων Ιακωβιδης

[12]«…Αν ο Στέλιος τραγουδούσε ποίηση όπως ο Μπιθικώτσης, δεν νομίζω να έκανε κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια «Στην Ανατολή» του Μίκη, δεν άξιζαν ιδιαιτερα και δεν του πήγαιναν. Ούτε το «Σαββατόβραδο μ’ αρέσει. Ούτε όσα έιπε με τον Χατζιδάκι. Αυτά ήταν για τη Βουγιουκλάκη. Ο συνδυασμός του με τα έντεχνα ήταν αποτυχημένος. Με Δερβενιώτη με Καλδάρα, ναι ταίριαξε πολύ. Είπε πολύ ωραία τραγούδια του Χιώτη και του Τσιτσάνη μερικά, αλλά απ΄ολα αυτά της πρώτης εποχής του μ’ αρέσουν πιο πολύ «οι βαλίτσες» του Παπαϊωάννου. Αξεπέραστο τραγούδι.

Ο Κώστας Παπαδόπουλος

[13]«Ο Στέλιος να τραγουδήσει τους ποιητές; Μα ο ρόλος του Καζαντζιδη ήταν άλλος. Ήθελε βάσανο, πόνο, κοινωνικό πρόβλημα, όχι δύσκολο και βαθύ λόγο. Ούτε τρυφερό λόγο μπορούσε να πει, όπως είπε τα «επιφάνεια» ο Γρηγόρης. Αυτές είναι δυο ξεχωριστές προσωπικότητες στο τραγούδι. Εγω τους είδα και τους έζησα και τους δυο. Ο Στέλιος παρ’ όλο που είπε ωραία τραγούδια του Μίκη δεν θα μπορούσε να είναι ο τραγουδιστής του Θεοδωράκη. Εδώ δεν το έκανε ο Χιωτης που δεν ήθελε να παίζει το ρόλο του μπουζουκιού του Μίκη, γιατί είχε δυνατή προσωπικότητα. ‘Ηταν συνθέτης μουσικός,  πρώτος στα μαγαζιά, πρώτος…»

Ο Μίκης Θεοδωράκης

[14]«Πριν αρχίσω να γράφω το «Άξιον Εστί», έκανα διάφορους πειραματισμούς. Το ίδιο τραγούδι το έδινα και σε άλλους τραγουδιστές, ψαχνόμουν. Έτσι έχουμε όλες αυτές τις εκτελέσεις. Το «Ροδόσταμο» το λέει καλύτερα η Μαίρη Λίντα, τον «Καημό» τον λέει καλύτερα ο Μπιθικώτσης από ότι ο Καζαντζίδης. Τελικά συμπέρανα πως έχουμε δυο μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές. Τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη. Έτσι ξεκινώντας το «Άξιον Εστί» κι ενώ είμαι αποφασισμένος να έχω δυο βασικές ανδρικές φωνές, λέω να βάλω τον Καζαντζίδη να πει τα μέρη του ψάλτη και τον Μπιθικώτση στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή. Κι ενώ ήμουν σε αυτές τις σκέψεις, ήρθαν στο σπίτι μου απρόσκλητοι, χωρίς να με ειδοποιήσουν, ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Εκεί, ο Καζαντζίδης μου είπε πως σκέφτεται πλέον να συνεργάζεται μόνο με τον Χατζιδάκι και πως αυτό ήταν ιδέα του Λαμπρόπουλου, για να ανταγωνιστούν το δικο μας δίδυμο Θεοδωράκη-Μπιθικώτση που «έσπαγε» ταμεία, παρότι ο Καζαντζίδης με την «Πολιτεία» είχε κάνει μεγάλη επιτυχία. Όταν του είπα πως τον σκεφτόμουν για το ρόλο του ψάλτη  στο «Άξιον Εστί»  κι εφόσον του εξήγησα ότι πρόκειται για το  μεγαλύτερό μου έργο, μου απάντησε πως θα δεχόταν μόνο αν δεν ήταν κι ο Μπιθικώτσης. Τι του έφταιγε ο Μπιθικώτσης; Στο σημείο αυτό ο Καζαντζίδης- κατά τη γνώμη μου – έκανε ένα μεγάλο λάθος».

 

Ο Γιώργος Μακράκης (μουσικός παραγωγός)

[15]«Αξεπέραστοι τραγουδιστές, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, όλοι οι μεγάλοι...

Ο Καζαντζίδης όμως όπου σταθεί κι όπου βρεθεί κατηγορεί τη Minos

Ε, αυτό είναι το πιο έυκολο από όλα. Εγώ, απ’ ότι έχω ζήσει την περίπτωση Καζαντζίδη- Μάτσα, δεν νομίζω να έχει δίκιο ο Καζαντζίδης. Γιατί όταν έχεις ένα συμβόλαιο και έχεις πάρει χρήματα, έχεις μια υποχρέωση.  Του έλεγε λοιπόν τότε ο Μάτσας, «μπες, πες τα τραγούδια και φύγε», να εκπληρώσεις τις υποχρεώσεις σου. Είναι ιδιόμορφος άνθρωπος ο Καζαντζίδης.

Ο Μπιθικώτσης;

Ο Μπιθικώτσης! Του Μπιθικώτση του έλεγες: «πήγαινε στον Σταύρο Ξαρχάκο, να κάνεις πρόβα κάποια τραγούδια». Ούτε ρώταγε ποιοι άλλοι θα είναι στον δίσκο, ούτε αν θα πουλάει, τίποτε. Και τελικά έβγαινε ένας δίσκος, όπου ήταν ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού και ο Κόκκοτας. Δεν ρωτούσαν τότε, ειχαν εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτό το ήθος που λέμε. Σήμερα ο αντίστοιχος Μπιθικώτσης θα επέβαλλε αυτούς που ήθελε ή θα απαιτούσε να ακούσει τα τραγούδια, να δει αν του έχουν δώσει τα καλύτερα.

[16]Ο Ζαγοραίος για το δίλημμα μεταξύ των δυο

Ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης;

Με τον Καζαντζίδη δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, αλλά είμαστε φίλοι. Με τον Μπιθικώτση τι να σου πω; Μια φορά ήτανε να δουλέψουμε μαζί και διαφωνούσα με τον μαγαζάτορα για τον μισθό μου και μπαίνει στη μέση ο Μπιθικώτσης και λέει: «Κόψε από μένα και δώσ’ τα στο Σπύρο
Μια άλλη φορά τραγουδάγαμε στο Μενίδι κι έπαιρνε αυτός 600 κι εγώ 400. Επειδή δεν είχαμε αυτοκίνητα,  είχαμε πιάσει σπίτι κοντά στο μαγαζί και μέναμε εκεί, κι οι γυναίκες μας μαγείρευαν μαζί. Και λέει ο Γρηγόρης στη γυναίκα του: «Όλα τα έξοδα είναι δικά μας». Αυτός είναι ο Μπιθικώτσης.

 

[17]Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:

Ο Μίκης ο οποίος ήταν μαζί του στο Μακρόνησι (για το Μπιθικώτση) θυμόταν τη φωνή του. Του είχε κάνει εντύπωση. Δεν ήταν μια φωνή με τις λεγόμενες τσαλκάτζες, με ένα τρόπο που τραγουδάνε οι ανατολίτες, ήτανε μια φωνή ίσια, κεραυνός. Την θυμότανε λοιπόν ο Μίκης και μόλις έκανε  τα τραγούδια του, τον πήρε αμέσως κι έγινε έκτοτε ο άνθρωπος που τραγουδούσε τα τραγούδια του και δη τα σημαντικά τραγούδια του. Τραγούδησε τους κύκλους τραγουδιών με στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων. Αυτά τα τραγούδια τα έλεγε ο Μπιθικώτσης. Δε μπορούσε να τα πει αυτά τα τραγούδια ο Καζαντζίδης. Ο Καζαντζίδης μπορούσε να πει την Μαντουμπάλα καταπληκτικά, αλλά δεν μπορούσε φερ’ ειπείν να πει  το «Άξιον Εστί»; Δεν μπορούσε!

Σταμάτης Κραουνάκης[18]:

Τον Καζαντζίδη γιατί τον αναφέρετε δέυτερη φορά στο στίχο, Στο «Αυτή η νύχτα μένει» «γράφεται πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη και στη Ζωή νταλίκα κόκκινη λέτε «Του Στέλιου τα τραγούδια βενζίνα των φτωχών».

Ο Καζαντζίδης είναι ο πυλώνας. Δεν μπορεί να λείπει από την Νταλίκα. Δεν υπάρχει νταλικέρης που να μην έχει στο αμάξι έναν Καζαντζίδη. Δεν ακούν τίποτα άλλο. Δεν πάνε στον Πλούταρχο ή στην Νατάσα Θεοδωρίδου. Η νταλίκα βαράει Τσαουσάκη, Ζαγοραίο και… άγιος ο Θεός. Η ατάκα «Βενζίνα των φτωχών» ήταν το θέμα μου.  Να σου πω όμως  την ιστορία με το «Αυτή η νύχτα μένει». Ήταν να το πει ο Καζαντζίδης. Του το είχα στείλει και είχε πει «ναι». Εκεί που αναφερόταν το όνομά του όμως θα βάζαμε άλλη λέξη. Θα έλεγε: «έκαιγε ο Θεός το πριονίδι». Μετά αρρώστησε και δεν προλάβαμε. Για μένα η μεγάλη εποχή του ήταν η πρώτη του. Εκεί διακρίνω τον τενόρο τεχνίτη. Δεν μπορώ να πω ότι τα μετέπειτα τραγούδια του είναι από αυτά που μου έκαναν παρέα. Η φωνή που με τσάκισε ήταν του Μπιθικώτση.

[…]

Ο Καζαντζίδης σας έκανε κιτς;

Ναι, όλη αυτή η γκρίνια. Αυτό που μου έκανε και ο Ξανθόπουλος τότε,

Μανώλης Μητσιάς[19]

Τι ρόλο έπαιξε η ενασχόληση σας με τη βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική;

Πολύ σημαντικό. Είναι δυο σχολεία. Κάθησα στο ψαλτήρι 15 χρόνια. Αυτού του είδους η μουσική βοηθά τον λαιμό σου να κάνει ελιγμούς, αναπτύσσει την τεχνική γενικότερα, δίνει αίσθηση του μέτρου. Την αίσθηση που απέκτησα κι εγω, ώστε να μην κάνω ποτέ περιττούς λαρυγγισμούς. Το θεωρούσα και το θεωρώ αστείο. Ούτε οι κορυφαίου Καζαντζίδης και Μπιθικώτσης τραγουδούσαν με τέτοιους λαρυγγισμούς. Άκουγα τις γεμάτες φωνές τους να πλημμυρίζουν τις καρδιές των ανθρώπων χωρίς να καταφεύγουν σε φωνητικά τερτίπια, στα ίσα, δωρικά.

 

ΚΟΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΑΝ 

Μεταξύ άλλων είπαν και κάποια κοινά τραγούδια που μπορούν να αποτελέσουν σημείο σύγκρισης όπως: Ο «Καημός» , «Άπονη ζωή» , «Φτωχολογιά», κ.α (συνολικά είναι γύρω στα δέκα). 

Στον «Καημό» που τον είπε πρώτος ο Καζαντζίδης παρόλη την όχι τόσο καλή ενορχήστρωση, όπως στην περίπτωση του Μπιθικώτση έχουμε να κάνουμε με μιαν άριστη πράγματι ερμηνεία, αντάξια του μεγέθους του Στέλιου Καζαντζίδη. Το τραγούδι ακούγεται υπέροχα, γεμάτο καημό και ανθρώπινο λυγμό. Δεύτερη φωνή κάνει η Μαρινέλλα. Το τραγούδι με αυτή την ερμηνεία θα έμενε στη δισκογραφία ως μια θαυμάσια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού που θα ακουγόταν ευχάριστα σε ένα νυχτερινό κέντρο ή σε μια ταβέρνα.

 Στην περίπτωση του Μπιθικώτση η ερμηνεία ξεπερνάει κάθε πρόβλεψη αγγίζει θα λέγαμε το υπερβατικό,  και επιβεβαιώνει αυτό που είχε ήδη φανεί καθώς και τη συνέχεια. Γιατί ο Μπιθικώτσης ήταν ο αδιαφιλονίκητος ερμηνευτής τον τραγουδιών του Μίκη. Η ερμηνεία δίνει άλλες διαστάσεις στο τραγούδι. Ακούγεται σαν βυζαντινή υμνωδία βγαλμένη από τα βάθη του χρόνου, κάθε λέξη ακούγεται τονισμένη καθαρά σαν κρύσταλλο με τα "Α" και τα "Ο" να αντηχούν έτσι όπως οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν. Ο «καημός» είναι μια από τις περιπτώσεις που λέμε ότι ο Μπιθικώτσης «ξεπερνά» τους δημιουργούς, συνθέτη και στιχουργό. 

 Ο [20]Γιάννης Φλέσσας[21]αναφέρει για τον «καημό» : «το βράχο βράχο το έχει βέβαια σφραγίσει με την ερμηνεία του ο Καζαντζίδης. Και στον «Καημό» πρώτος ερμηνευτής υπήρξε ο Καζαντζίδης. Μετά από ένα χρόνο, περίπου ο Θεοδωράκης ξαναπαρουσίασε το τραγούδι αυτό στο θεατρικό έργο «Ομορφη Πόλη» σε διασκευή για χορωδία και σολίστα, και αυτό υπήρξε η αφορμή για τον Μπιθικώτση να δώσει μια από τις πιο σημαντικές ερμηνείες στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας».

 Οι ερμηνευτικές διαφορές, υπέρ του Μπιθικώτση, φαίνονται και στα άλλα δυο  τραγούδια του Ξαρχάκου, στην «Άπονη ζωή» , και στην  «φτωχολογιά», τραγούδια τα οποία ο Καζαντζίδης επανεκτέλεσε, χωρίς επιτυχία.

Ο Μιχαήλ Σμέρος (καθηγητής φωνητικής), μας αναλύει τον "ΚΑΗΜΟ"  με τη φωνή του Μπιθικώτση:

 Είναι μεγάλος ο γιαλός

είναι μακρύ το κύμα

είναι μεγάλος ο καημός

κι είναι πικρό το κρίμα

 

Γραμμένο σε "φα μείζονα" το τραγούδι, ξεκινάει με τη μελωδία του από τη νότα "Φα" που βρίσκεται στις μεσαίες περιοχές της φωνής του τραγουδιστή. Ο Γρηγόρης ξεκινάει με τη λέξη "είναι" και τραγουδώντας το φωνήεν "ε" στην κατάληξη της λέξης "-ναι" κάνει έναν ιδιαίτερο λυγμό, κόβει και ξαναρχίζει αμέσως την φωνή του, με μία τεχνική κίνηση του διαφράγματός του, θέλοντας να δώσει τον καημό που νιώθει μέσα από τις λέξεις που τραγουδάει. Τονίζουμε αυτόν τον λυγμό που κάνει γιατί είναι ιδιαίτερος και μοναδικός.

Οι φράσεις που ακολουθούν διαρκούν περίπου 10 δευτερόλεπτα η καθεμία. Ο Μπιθικώτσης τις τραγουδάει με χαρακτηριστική άνεση, έχει δηλαδή τέλεια τεχνική στην αναπνοή του. Θα σταθούμε εδώ στο "γύρισμα" που κάνει στην νότα "λα" με το φωνήεν "ι" της συλλαβής "κύ-" από την λέξη "κύμα" του δεύτερου στίχου. Σε αυτό το πανάλαφρο σε ήχο γύρισμα η φωνή του λες και μιμείται το ίδιο το κύμα, κάνει ένα κυματισμό ανάμεσα στις νότες και σου δίνει την αίσθηση της ροής και της γαλήνης της θάλασσας. Οι αρμονικές της φωνής του είναι τέλεια ισορροπημένες και η αντήχηση που καταφέρνει σε αυτές τις μεσαίες σε τονικότητα για τη φωνή του νότες είναι η καλύτερα δυνατή. Ζωντανή και πεντακάθαρη ρινική αντήχηση, χωρίς να κλείνει τον λάρυγγά του, χαρίζοντας σε εμάς έναν τέλειο ήχο. Έναν ήχο που τον κρατάει ζωντανό και φρέσκο και στους επόμενους στίχους που η φωνή του αρχίζει και ανεβαίνει σε ψηλότερες τονικότητες.

 Ποτάμι μέσα μου πικρό

το αίμα της πληγής σου

κι από το αίμα πιο πικρό

στο στόμα το φιλί σου

 Εδώ η τονικότητα βοηθάει τον καλλιτέχνη να αποδώσει ακόμη περισσότερη ενέργεια στον ήχο του. Ανεβαίνοντας η μελωδία στην νότα "ρε" στην συλλαβή "πλη-", το άκουσμα έχει πλέον απογειωθεί. Η κατάληξη της μελωδίας με το φωνήεν "ου" της λέξης "σου" στην νότα "Λα", μας δίνει ένα υπέροχα τραγουδισμένα "κλειστό" φωνήεν όπως είναι το "ου", που νομίζει κανείς οτι είναι "ανοικτό", ακούγεται δηλαδή με αρκετό όγκο και διαύγεια. Στους επόμενους 2 στίχους τα συναισθήματα είναι πολλά. Θέλεις να κλάψεις, να χαρείς, να ζήσεις, να ανυψωθείς. Δημιουργείται μία κάθαρση, μία λύτρωση με την μουσική του Θεοδωράκη, τους στίχους του Χριστοδούλου και την φωνή του Μπιθικώτση. Όλοι μας τραγουδάμε ακούγοντας αυτό το σημείο του τραγουδιού. Η φωνή του καλλιτέχνη εδώ δίνει ότι καλύτερο έχει. Ψηλές νότες, πεντακάθαρες, με αντήχηση που σου τρυπάει την καρδιά, με διάρκεια, με συναίσθημα, με γυρίσματα, με όγκο, ήχοι ανάτασης ή και ανάστασης θα λέγαμε. Εδώ να σημειώσουμε την δυσκολία που έχουν οι νότες αυτές, οι οποίες έχουν χρονική διάρκεια αρκετή για να δοκιμάσουν τον ήχο του τραγουδιστή. Αν ο τραγουδιστής δεν έχει απόλυτο έλεγχο της αντήχησης και του λάρυγγά του, δεν μπορούν να τραγουδηθούν. Επίσης να σημειώσουμε τα διαστήματα 6ης που ακούγονται στα σημεία "κι_α -πό" και στο "στο στό-" που η φωνή του τραγουδιστή κάνει μια βουτιά σε χαμηλές νότες πριν ανέβει ξανά, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου οτι η μελωδία κινείται σε ψηλούς τόνους σε αυτό το σημείο και δοκιμάζει με αυτό τον τρόπο την ευλυγισία και τοποθέτηση της φωνής του τραγουδιστή, κάτι που ο Γρηγόρης κάνει με χαρακτηριστική άνεση, μια ικανότητα που ο συνθέτης Μίκης χρησιμοποιεί με τις μελωδίες του στο έπακρο.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Στέλιος Καζαντζίδης, περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου, (αναπαραγωγή από περιοδικό ΛΑΙΚΟ τραγούδι, Οκτώβριος 2002, τ.1, σε. 41.

[2]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Γιατί είμαι ένας αντιήρωας στη ζωή και την τέχνη», Έθνος , 2/4/1982 Συνέντευξη στον ΑρηΣκιαδόπουλο.

[3]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Είμαι συνθέτης με απόφαση του Αρείου Πάγου», ΒΗΜΑ της Κυριακής, 26/11/1978. Συνέντευξη στο Γιάννη Φλέσσα.

[4] https://www.katiousa.gr/politismos/mousiki/grigoris-mpithikotsis-o-kazantzidis-ego-ki-apo-kei-kai-pera-min-to-psachneis/

[5]Νέαρχος Γεωργιάδης, Τάνια Ραχματουλίνα, Κώστας Παπαδόπουλος ο Παγκανίνι του μπουζουκιου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007, σελ. 52-52.

[6]Λευτέρης Παπαδόπουλος,  Εν αρχή ην ο Καζαντζιδης, Καστανιώτης, σελ. 19-21.

[7]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Εγώ μαθήτευσα στον Πλάτωνα και το Σωκράτη», Απογευματινή, 7/12/1986, Συνέντευξη στη Γιώτα Συκκά.

[9] https://www.fosonline.gr/stiles/tragoydia/article/231154/otan-o-kazantzidis-milise-oraia-gia-ton-mpithikotsi

[10]Κλεάνθης Γρίβας (ψυχίατρος), «Περί Μελαγχολίας» στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, 2005, σελ. 71.

[11]Παναγιώτης Δόϊκος, «Η ογκώδης φωνή και ο λαϊκός λυγμός, το ελληνικό μουσικό πάθος του Στέλιου Καζαντζίδη», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα,εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 227.

[12]Αγάθων Ιακωβίδης, «Ο Καζαντζίδης και οι άλλοι», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 401.

[13]Κώστας Παπαδόπουλος, «Μιλούσε σα να τραγουδούσε», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 475.

[14]Από συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη, «Μίκης Θεοδωράκης, ένας εβδομηντάχρονος έφηβος», Αθήνα, 1995.

[15]Γιώργος Μακράκης, «Το μακρύ ταξίδι του παραγωγού στις δισκογραφικές εταιρείες», συνέντευξη στο περιοδικό Δίφωνο, τ. 16., Ιανουάριος 1997, σελ. 160.

[16]Σπύρος Ζαγοραίος, συνέντευξη στο περιοδικό «Μελωδία», τεύχος 3, Φεβρουάριος 2000, σελ. 105.

[18]Σταματης Κραουνάκης, «Ορίτζιναλ καλλιτεχνική φιγούρα», συνέντευξη στην Χρυσούλα Παπαϊωάννου, ΟΑΣΙΣ, Φεβρουάριος 2009, τ.6., σ.54.

[19]Μανώλης Μητσιάς, «Ποιος θα χορέψει σήμερα ένα ζεϊμπέκικο», (συνέντευξη στην Αφροδίτη Παπακαλού), περιοδικό ΟΑΣΙΣ, τ.10, σελ. 52.

[20] Είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ξεκίνησε την δημοσιογραφική του καριέρα στην "Αθλητική Ηχώ" το 1962 ως κριτικός κινηματογράφου. Υπήρξε μέλος της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών με πρόεδρο την αείμνηστη Ελένη Βλάχου. Εργάστηκε ως καλλιτεχνικός συντάκτης 26 χρόνια στην εφημερίδα "Έθνος" (όπου εξακολουθεί να εργάζεται) και 5 στο "Βήμα". Εργάστηκε επίσης στη "Μεσημβρινή". Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά "Οπτικοακουστική", "Ήχος", "Φαντάζιο", "Γυναίκα" και "Ταχυδρόμος". Υπήρξε μουσικός παραγωγός στο Ραδιόφωνο της ΕΡΤ 20 χρόνια (1977-1997), με εκπομπές γύρω απ' τη μουσική του κινηματογράφου και διαθέτει μια τεράστια συλλογή κινηματογραφικής μουσικής, με σπάνια κομμάτια βινυλίου και CD. Έχει γράψει περισσότερα από 10 βιβλία, με γνωστότερο το Μουσική στα 35 mm.

[21]Γιάννης Φλέσσας, 70 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης, Εθνος, 1995.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ. Παπαδάκη) γράφει ο Θ, Γιώγλου (Ογδοο)

  Τον Δεκέμβρη του 2022 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τη μελέτη του συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Πολ. Παπαδάκη σχετικά με τη διαδρομή, την προσφ...