Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Δεκαπέντε βήματα προς την άβυσσο, Μωραΐτης 2023, σελ. 188
Τα δεκαπέντε βήματα είναι «15 ιστορίες βικτωριανής εποχής», όπως διαβάζουμε στον υπότιτλο, που βέβαια ανάγουν την καταγωγή τους στο γοτθικό μυθιστόρημα, μισό αιώνα πιο πριν, με το «Κάστρο του Οτράντο» (1764, να το θυμάστε μνημονικά, εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σαίξπηρ). Έχουν βραβευθεί από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και κυκλοφορούν και σε αγγλική μετάφραση.
Ο Γιώργος, με αυτή του τη συλλογή διηγημάτων αναδεικνύεται ως ο Έλληνας Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Έχω διαβάσει πάρα πολλά διηγήματα του Poe, μήπως δεν τον θυμάμαι καλά; Για να ρωτήσω τον bing (Microsoft edge).
Τον ρωτάω και μου απαντάει:
«Ο Πόε ήταν γνωστός για τα έργα του που ανήκαν στα είδη του τρόμου, της φαντασίας, της επιστημονικής φαντασίας και του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των διηγημάτων του Πόε είναι:
1. Η χρήση του πρώτου προσώπου αφήγησης, που δίνει μια άμεση και έντονη επαφή με τον αναγνώστη και τον κάνει να μπει στη θέση του αφηγητή. Οι αφηγητές του Πόε είναι συχνά αναξιόπιστοι, διαταραγμένοι ή παράφρονες, που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους ή να πείσουν τον αναγνώστη για τη λογική τους.
2. Η χρήση του συμβολισμού, που προσδίδει μια βαθύτερη σημασία στα στοιχεία της ιστορίας. Ο Πόε χρησιμοποιεί συχνά συμβολικά αντικείμενα, όπως το ρολόι, το καθρέφτη, το μάτι, την καρδιά, τον κόρακα, τον γύπα, το καμπαναριό, το κόκκινο χρώμα κ.α. για να αναφερθεί σε θέματα όπως ο χρόνος, ο θάνατος, η τρέλα, η ενοχή, η αγάπη, η απώλεια, η απελπισία κ.α.
3. Η χρήση της επανάληψης, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αγωνίας, τρόμου και υπερβολής. Ο Πόε επαναλαμβάνει συχνά λέξεις, φράσεις, ήχους ή σκηνές για να τονίσει την ένταση, την παράνοια, την εμμονή ή την παραίσθηση των χαρακτήρων του.
4. Η χρήση του γότθικου στοιχείου, που προσθέτει μια αίσθηση μυστηρίου, τρόμου και ρομαντισμού. Ο Πόε χρησιμοποιεί συχνά γότθικες τοποθεσίες, όπως σκοτεινά κάστρα, μοναστήρια, νεκροταφεία, υπόγεια, κρυφά δωμάτια κ.α. για να δημιουργήσει μια απειλητική και θλιβερή ατμόσφαιρα. Επίσης, χρησιμοποιεί γότθικα θέματα, όπως ο υπερφυσικός τρόμος, η μαγεία, η αναστάσεις, οι κατάρες, οι προφητείες, οι οράματα, οι εφιάλτες, οι αιμοδιψείς, οι βασανισμοί, οι φόνοι, οι αυτοκτονίες κ.α. για να προκαλέσει συναισθήματα φόβου, αποστροφής, έκπληξης ή συμπάθειας στον αναγνώστη».
Επειδή δεν έχω καλή μνήμη, και τα διηγήματα του Γιώργου τα διάβασα πριν κάμποσο καιρό αλλά δεν ευόδωσα να γράψω γι’ αυτά πιο πριν (ας μην αναφέρω τους λόγους) δεν είμαι σίγουρος για την επανάληψη, όσο για τον συμβολισμό, επειδή είμαι ενάντια στην υπερβολική συμβολιστικοποίηση που παρατηρείται στις μέρες μας (να μην αναφερθώ πάλι στον Ελύτη και στην «Τρελή ροδιά»), δεν αναζήτησα κρυμμένα σύμβολα, έστω και αν ο Γιώργος όντως χρησιμοποίησε κάποια αντικείμενα συμβολικά.
Όμως ας δούμε τα διηγήματα.
«Η αρκούδα του βουνού Mckinley» είναι μια αρκούδα Mckinley που σκορπίζει τον τρόμο. Κάποιοι όμως είναι ατρόμητοι, όπως ο αφηγητής και ο φίλος του.
Ατρόμητος σημαίνει ότι ρισκάρεις. Είναι μια επιλογή, όπως το να μην φοράς μάσκα σε κλειστούς χώρους. Ο τρόμος έρχεται μετά μπροστά στον επικείμενο θάνατο· από τον οποίο θα ξεφύγει ο αφηγητής, για να γνωρίσει όμως τη φρίκη μπροστά στον κατακρεουργημένο φίλο του.
Μπορεί να σοκάρω, αλλά θα το γράψω.
Δεν υποστηρίζω τη διάσωση ειδών που στη διατροφική αλυσίδα βρίσκονται πιο πάνω από τον άνθρωπο, που θα μπορούσε ο άνθρωπος να αποτελέσει τροφή του. Ούτε ειδών που αποτελούν κίνδυνο για τη ζωή ενός ανθρώπου, όπως ένα δηλητηριώδες φίδι.
Δεν θυμάμαι πού διάβασα για τον ετήσιο μέσο όρο θυμάτων της αρκούδας.
Στο επόμενο διήγημα, «Εκείνη, η μοναδική γυναίκα», έχουμε πάλι τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή αλλά ο τρόμος εδώ δεν είναι ο ρεαλιστικός του προηγούμενου, είναι ο τρόμος από κάτι το εξωπραγματικό.
«Με την άκρη του ματιού μου είδα το πρόσωπο που είχα ερωτευτεί και αγαπήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να έχει αλλάξει και τη θέση του να έχει πάρει μια σιχαμερή πέτσινη σάρκα».
Μεγάλο το σοκ.
«…μετά, όπως μου είπαν, νοσηλεύτηκα. Κανείς δεν πίστευε ότι θα επανέλθουν τα λογικά μου. Ειλικρινά, ακόμη και τώρα που γράφω δεν είμαι εντελώς καλά.
Εντελώς ποε-ικό διήγημα. Φανταστικό, τρόμος, ψυχολογική διαταραχή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή.
«Ήμουν πάντοτε ένας μοναχικός άνθρωπος, αλλά, περνούσαν τα χρόνια, αντιλαμβανόμουν την αίσθηση της μοναξιάς να με κατακλύζει όλο και περισσότερο».
Έτσι ξεκινάει το «Σπίτι», με τον αφηγητή να αυτοπροσωπογραφείται.
Τα τέτοια άτομα είναι επιρρεπή σε ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις. Όμως αυτά που είδε δεν ήταν ούτε παραίσθηση ούτε ψευδαίσθηση.
Το σπίτι είναι στοιχειωμένο, και το κληρονόμησε από τον θείο του.
Το στοιχειωμένο σπίτι είναι ένας κοινός τόπος στη λογοτεχνία του είδους.
Στην «Κατάρα της γεύσης» έχουμε πάλι το υπερφυσικό. Μου άρεσε πολύ αυτό το διήγημα με το θέμα της εκδίκησης, ένα θέμα που μου αρέσει.
Το αντίστροφο έχουμε στο «Εκείνος στο νοτιοδυτικό κελί». «Εκείνος» βοηθάει τον φυλακισμένο να δραπετεύσει. Φυσικά ο «Εκείνος» δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο.
Από το «Έκτακτο παράρτημα» θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα.
«Ένας θάνατος στον ύπνο μου θα ήταν ίσως ό,τι καλύτερο. Απλά να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ξανά» (σελ. 78).
Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Ο καλύτερος θάνατος για σένα, ο χειρότερος για τους δικούς σου. Συνέβη σε ένα φίλο μου και στον άντρα μιας ξαδέλφης μου.
Διαβάζοντας τα διηγήματα του Γιώργου, συνειδητοποίησα ότι με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχουμε ένα quasi happy end. Ο αφηγητής, για να αφηγείται, σημαίνει ότι τη γλίτωσε, όπως στο πρώτο διήγημα.
Αμ δε.
Ξέχασα ότι υπάρχει περίπτωση να αφηγείται ένας νεκρός, όπως στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνας Χαντρά.
Δεν είναι η περίπτωση του διηγήματος στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε. Το unhappy end δίνεται στο τέλος με τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Μπορεί να υπάρξουν φαντάσματα σκύλων;
Φαίνεται πώς μπορούν.
«Ο σκύλος, τζακ».
Τα δυο επόμενα διηγήματα διαδραματίζονται στα Καρπάθια, όπου έζησε ο Δράκουλας. Στο πρώτο έχουμε το υπερφυσικό, με τον σταυρό. Το δεύτερο, από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, είναι μεν διήγημα τρόμου, όμως κινείται μέσα στα όρια του πραγματικού. Πώς θα νιώθατε αν σας είχε περικυκλώσει μια αγέλη λύκων;
Στο «Είδωλο του θανάτου», με το μοτίβο του καταραμένου πετραδιού που έχω δει σε κάποιες ταινίες, παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχουμε unhappy end. Εδώ δεν χρειάζεται καν το κλείσιμο με τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο «Καταχθόνιος γέρος» κινείται στη σφαίρα του φανταστικού και είναι εντελώς πρωτότυπο. Θυμίζει αμυδρά το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι».
Το «Έγκλημα χωρίς κίνητρο» μου άρεσε διπλά. Πρώτον, για τον φιλοσοφικό στοχασμό του, και δεύτερον για το απροσδόκητο τέλος του.
Για τον φιλοσοφικό στοχασμό θα αναφέρω απλά ότι ο Νίτσε θεωρεί τον εγκληματία ως μια ανώτερη φύση. Μάλιστα λέει κάπου χαρακτηριστικά ότι ο εγκληματίας δεν στέκεται συχνά στο ύψος του εγκλήματός του. Τέτοιον θεωρεί ο αφηγητής τον Ρασκόλνικοφ. «Έγκλημα χωρίς κίνητρο» είναι και του «Ξένου», στο ομώνυμο διήγημα του Καμύ.
Και το απροσδόκητο;
Να μην το αποκαλύψω.
Να αναφέρω μόνο ένα αληθινό περιστατικό που διάβασα παλιά στα media. Ο πατέρας πηγαίνει στην πόλη (δεν θα πω ποια) για δουλειές, και σκέφτεται να μπερμπαντέψει. Ζητάει μια escort. Κτυπάει η πόρτα, ανοίγει, και πέφτει κάτω ξερός. Μπροστά στην πόρτα στεκόταν η κόρη του.
Στο «Εγώ, ο Τζακ ο αντεροβγάλτης» ο Γιώργος πραγματεύεται μια εκδοχή (πολύ πιθανή) γιατί δεν αποκαλύφθηκε ποτέ ποιος ήταν.
Πόσες φορές δεν λαχταρήσαμε να ξαναδούμε αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει;
Πολλοί καταφεύγουν σε μέντιουμ, για να το ακούσουν τουλάχιστον. Με το «Πηγάδι των επιθυμιών» θα μπορούσε να πραγματωθεί αυτή η επιθυμία.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Τα όνειρα στο σπίτι βόρεια του Πλάντον», την κλείνουν κυκλικά, με το μοτίβο που είδαμε και στο πρώτο διήγημα: Ο αφηγητής την γλιτώνει, όχι όμως και ο φίλος του.
Θα το ξαναγράψω, ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης είναι ο Έλληνας Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Όλα τα διηγήματα είναι θρίλερ.
Σε πάρα πολλά απ’ αυτά κυριαρχεί ο τρόμος.
Σε πάρα πολλά εισβάλει το υπερφυσικό.
Όλα τα διηγήματα είναι εξαιρετικά.
Και χάρη στο στόρι, και χάρη στη γλαφυρή πένα του Γιώργου (το γλαφυρό πληκτρολόγιο καλύτερα, για να κάνουμε update στις μεταφορές).
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας
Αλλά δεν είχε νόημα να φέρω αντιρρήσεις
Το ξέφρενο τρεχαλητό ανάμεσα στα δέντρα
Να εκτεθώ δημόσια σε τέτοιες συζητήσεις
Το βάλτο που ζωντάνεψε και που τον κυνηγούσε
Και ένας ανάπαιστος.
Ξαγρυπνούσα τις νύχτες μαζί της
Μπάμπης Δερμιτζάκης