ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

«Στα μπαλκόνια του ουρανού» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη Μάρθα Παπαδοπούλου


«Στα μπαλκόνια του ουρανού» του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη




Η Ελλάδα του Αιγαίου, του ρομαντικού ηλιοβασιλέματος, του φυσικού πλούτου, του Έρωτα και της Ψυχής ξεπροβάλλει καθάρια και φωτεινή στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη «Στα μπαλκόνια του ουρανού». Είναι πανέμορφη, εκπληκτική η θέα από εκεί ψηλά. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία με την αίσθηση του πετάγματος, με το ρίγος του ύψους, των φτερών που ανοιγοκλείνουν, των ματιών που ερωτεύονται, αναπολούν, νοσταλγούν και συγκινούνται. Διάχυτος λυρισμός, βαθιά συναισθήματα, αισθαντικότητα, ειλικρίνεια, απρόσμενοι συνδυασμοί λέξεων που ξαφνιάζουν, εικονοπλαστική δύναμη, σύμβολα, μουσικότητα, στοχαστική εσωστρέφεια και ψυχικές εξάρσεις συνθέτουν το τοπίο μιας γνήσιας, ατόφιας ποίησης που σε κανένα σημείο δεν ψευτίζει, ούτε ακκίζεται.
Από τα «μπαλκόνια του ουρανού» ακούμε στις πλαγιές του Παρνασσού να φυσάει ο άνεμος απ’ την Αράχωβα, βλέπουμε τα Άγραφα να ξεχωρίζουν με τα απάτητα βουνά  και τον αδάμαστο ουρανό, στα πυκνά δάση του Τυμφρηστού το χιόνι να αργολιώνει, στις πλατανιές του Καρπενησίου να εισέρχεται η αρχόντισσα άνοιξη. Κατόπιν το βλέμμα αντικρίζει τη Γκιώνα με τις βαθιές χαράδρες, τα λιβάδια και τις ρεματιές, και λίγο πιο πέρα την ευμετάβλητη γοητεία της φύσης του Ολύμπου με το Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων.
Ξάφνου μεταφερόμαστε νότια στην καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς ή στις παρυφές του επιβλητικού και μυστηριώδους Ταΰγετου για να συνεχίσουμε στα ειδυλλιακά τοπία, στις χρυσές αμμουδιές της Πάτμου με τον μυστικισμό της Αποκάλυψης κι έπειτα από τα ηφαιστειακά κύματα της Σαντορίνης στο φαράγγι της Σαμαριάς κι από τα νησιά στις γαλάζιες Πρέσπες με την έξαρση του ασκητισμού των σπηλαίων.
Έλατα, πεύκα, πορτοκαλιές, κυδωνιές, ελιές, παπαρούνες, γαρύφαλλα, ανεμώνες, πελαργοί, γλάροι, κύκνοι, περιστέρια, αετοί, ένας ατέλειωτος κόσμος χλωρίδας και πανίδας παρελαύνει και κοσμεί την ποιητική συλλογή με σκοπό να υπογραμμίσει ο ποιητής με τις φλέβες του ευαίσθητου, λυρικού χεριού του και το μεγαλείο της ερωτικής ψυχής που θεάται την Ιδέα και την απέραντη ομορφιά της ελληνικής φύσης υπό το πέπλο της προστασίας μιας υπερκόσμιας, μεταφυσικής δύναμης που δεν ονομάζεται, αλλά ως αναγνώστες τη διαισθανόμαστε. Η Φύση, άλλωστε, είναι η σκέψη του Θεού, η Πρόνοια, που δεν δημιουργεί τίποτα τυχαία, μια άπειρη ουσία χωρίς αρχή και τέλος, που περικλείει τα πάντα, και όπου τα πάντα συμβαίνουν λόγω μιας αναγκαιότητας.
Μέσα σ’ αυτόν τον ζωγραφικό πίνακα, μέσα στο κάδρο της Φύσης, ο ποιητής
Γιώργος Πολ. Παπαδάκης θα επανανοηματοδοτήσει τον Έρωτα επαναφέροντας την αρχέγονη ουσία του, ως μια ζωογόνο φλόγα δημιουργίας, που εξυψώνει σε σφαίρες ουράνιες. Θα υμνήσει τον Έρωτα, αλλά θα σεβαστεί και τον δίδυμο αδερφό του τον Αντέρωτα. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο πρώτος είναι o φτερωτός, ξανθός θεός, που με την επτάχορδη λύρα του θρέφει με χαρά και πληρότητα την  ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος είναι ένας μελαχρινός, σκοτεινός και μοχθηρός θεός με σύμβολό του το τόξο και τα βέλη, που πυροδοτεί το πάθος, που ανοίγει βαθιές λαβωματιές κι αφήνει ανοιχτές πληγές.  Τέκνα της Αφροδίτης και οι δύο. Ο ένας θεραπεύει τα τραύματα, που δημιουργούν τα φαρμακερά βέλη του άλλου. Ποτέ δεν συνυπάρχουν. Όταν βρίσκεται εν ενεργεία ο Έρωτας, παραμένει εν δυνάμει ο Αντέρωτας και το αντίστροφο. Ο ένας είναι ουράνιος, θεϊκός, ενεργοποιεί τον ανώτερο εαυτό μας, μας φέρνει σε επαφή με την ψυχή μας και την αυτοσυνειδησία μας, ο άλλος γήινος, με το βάρος του σώματος, προσκολλημένος στον υλιστικό τρόπο ζωής, κατευθυνόμενος από τα πρότυπα και τις επίπλαστες ανάγκες της κοινωνίας μετατρέπεται σε επιθυμία να αρπάξει και να συντρίψει την ελευθερία του άλλου, να γεννήσει ενοχές, να διατάξει, να εκμεταλλευτεί, να πληγώσει, να ταπεινώσει, να εδραιώσει την κυριαρχία του. Κι όπως επισημαίνει ο Nietzsche: «Οι εραστές, με τίμημα μια αναμέτρηση, ενώνονται μέσα από τις πληγές που ανοίγουν ο ένας στον άλλον.»
Η ποιητική συλλογή «Στα μπαλκόνια του ουρανού» είναι το πέρασμα από το σκοτάδι και τα τραύματα του Αντέρωτα στο φως και στην αρμονία του Έρωτα. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο έρωτας μετουσιώνεται σε  μια ακατανίκητη επιθυμία να συμπορευθούμε με τους Θεούς και να κατακτήσουμε την αιωνιότητα, όπως θεωρούσε κι ο Πλάτωνας.
Ο ποιητής Γιώργος Πολ. Παπαδάκης έχοντας αναμετρηθεί με τις πληγές του, έχοντας βιώσει την εμβάθυνση στην οικειότητα, την τρυφερότητα, την απομάκρυνση, την αγωνία, την προδοσία, το ανεκπλήρωτο, την πίκρα του χωρισμού,  θα δει τον έρωτα με τη ματιά του φιλοσόφου. Θα θεωρήσει ότι ο έρωτας ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες.
Θα νιώσει έλξη για τα ωραία σώματα, έλξη προς τις ψυχές, έλξη προς τη δημιουργία και τη γνώση και στο τέλος θα κάνει την υπέρβαση για να νιώσει έλξη προς το Ιδεατό Ωραίο και την Ιδέα της Ωραιότητας. Το Ωραίο είναι αιώνιο. Γι’ αυτό ο ποιητής χρειάζεται το βάθρο της Φύσης. Μέσα στην ωραιότητα και την αιωνιότητα της Φύσης θα κάνει την υπέρβαση από τον αισθησιασμό, από τους «χίλιους σάρκινους έρωτες καρφωμένους στα σεντόνια», από το «γεμάτος είν’ ο άνεμος από ξεκούμπωτες θηλυκές φορεσιές» στην «αγάπη, γλυκιά ατέλειωτη αγάπη, γυμνή στης θάλασσας την αμμουδιά!» και στο «Μην ξεχνάς την αγάπη, μην ξεχνάς το χάδι της μπιγκόνιας στα τρυφερά μαλλιά σου, το πέταγμα της μέλισσας που μας κοιτά απ’ το παράθυρο μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο καλοκαίρι. Μην ξεχνάς την αγάπη!». Η αιωνιότητα της φύσης θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα της αγάπης. Γράφει: « Πέρα στα φλογερά περβόλια, ’κεί που κατοικεί ο έρωτας, θα φυτέψω μια τούφα απ΄τα μαλλιά σου, για να σ’ έχω πάντοτε αιώνια εισπνοή…». Σε ένα άλλο ποίημα με εξομολογητική διάθεση αποκαλύπτεται: « Κοίτα! Στο μέτωπό μου αχνές είν’ ακόμα οι στάλες απ’ τον ιδρώτα. Είν’ εκεί χρόνια τώρα και κυλάνε, έτσι αδυσώπητα, σαν μικρές φωτιές στο ξέφωτο παγερής νύχτας. Δε μ’ ενοχλούν, μα μου θυμίζουν συνεχώς τ’ αείζωο κύλημα του χρόνου, το βουτηγμένο μέσα στο κάλυμμα σιωπής. »
Η σιωπή και η θλίψη είναι το αναγκαίο σκηνικό για να εμφανιστεί η Ιδέα. Πρώτα πληγώνονται τα μάτια του και έπειτα αλλάζει οπτική. «Σ’ αγάπησα σαν έλατο σκισμένο στα δυο…Σ’ αγάπησα σα φούντωμα από κουκουνάρια που κατρακύλησαν στης ρεματιάς τα μπράτσα».   Πρώτα θα  δει το θύμα, που είναι ο ίδιος του ο εαυτός, να υποφέρει και να συντρίβεται, να εξουσιάζεται και να ελέγχεται κυριαρχικά από το πάθος, που προέρχεται απ’ το ρήμα «πάσχω», να βυθίζεται στον παραλογισμό της εμμονής και της ματαιότητας κι έπειτα θ΄ αναστηθεί με την παλλόμενη χορδή της λύρας του Έρωτα, ως σύμβολο απόλυτης χαράς.
Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης βιώνει και συγχρόνως ατενίζει τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη απ’ όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες, που συντηρείται απ’ το μυστήριο και είναι ασύμβατος με τη λογική. Ο έρωτας ως ένας δαίμων στην ψυχή του, παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στη θνητότητα και στην αθανασία,  καθιστά την ευτυχία αδιαχώριστη από τη δυστυχία. Ένα αίσθημα συντριβής και από την παρουσία και από την απουσία του άλλου προσώπου. Με πόση μαεστρία ο ποιητής καταφέρνει να συγκεράσει τον ρεαλισμό με τον ρομαντισμό. Βιώνει τον ρεαλισμό, ατενίζει τον ρομαντισμό του έρωτα.
«Ό,τι μου πεις είναι καημός. Ό,τι μου ψιθυρίσεις έρωτας. Είσ’ εσύ! Είσ’ η αγάπη μου η αιώνια π’ ερωτοτροπεί με το Καλοκαίρι, π’ ανασαίνει στο ρυθμό του τζίτζικα. Ν’ αρπάξεις και συ ένα μπαστούνι ξωτικού για να με ξαναγγίξεις, να σβήσεις τη δίψα σου. Στις δυο χούφτες μου μέσα τις γιομάτες από νεραϊδόγαλο!».  
Ο ποιητής ερωτεύεται ως μαθητευόμενος κι αντιμετωπίζει τον έρωτα ως μια εγκόσμια μαθητεία με γράμματα ιερογλυφικά, γνωρίζοντας τη μεγάλη πιθανότητα να μην ανακαλύψει ποτέ καμιά αλήθεια, παρά μόνο να αποκρυπτογραφήσει ορισμένα σημεία με τον κίνδυνο πάντα μιας λανθασμένης ερμηνείας, διότι ενυπάρχει στον έρωτα μια υψηλού βαθμού εγγενής απροσδιοριστία.
Το αγαπημένο πρόσωπο, ένας άγνωστος κόσμος, ένα τοπίο θολό, ένας τόπος που εμπεριέχεται στο σώμα του άλλου, ένας  εντυλιγμένος τρόπος ζωής που πρέπει να ξεδιπλώσει. Ο ποιητής δεν σκέφτεται τον εαυτό του, σκέφτεται να βγει από τον εαυτό του. Ολότελα κενός από τον ίδιο κι απορροφημένος από το άλλο αυτό σύμπαν θα προσφέρει το πιο βαθύ κόκκινο της ψυχής του. « Ξανάλα! Ξανάλα μικρή αρχόντισσα με τα μαβιά τα μάτια και τα μπριλάντια στα μαλλιά! Θα σε φιλέψω μια χούφτα γάργαρο νερό απ’ τα χέρια του Δία κι ένα κομμάτι ανθόμελο φυλαγμένο στο κελάρι της καρδιάς μου. Δεν ξέρεις ότι δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ ;»  Μ’ ένα αίσθημα ανακριτικό ζητάει να μάθει ακόμα περισσότερα για το αγαπημένο πρόσωπο και μαθαίνοντας υποφέρει, γιατί πάντα υπάρχει κάτι που το Εσύ δεν ομολογεί και του κρύβει. «Για δες πώς κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη τ’ ουρανού οι λέξεις και δε λεν να πέσουν! Κουράστηκα να κρέμομαι απ’ των χειλιών σου τις παρυφές και ν’ αρμέγω την Άνοιξη μέσ’ απ’ τις νεκρικές βουνοκορφές της νιότης».
Μα πώς να βγει από τον εαυτό του, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος ν’ αποκλειστεί απ’ αυτόν; Μα πώς να εισχωρήσει σ’ έναν κόσμο που δεν του ανήκει, που ποτέ δεν θα κατέχει ολόκληρο; Η βασανιστική επιθυμία να κατέχει ερωτικά το άλλο πρόσωπο δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί ολοκληρωτικά. «Κι εσύ, εσύ υπάρχεις μόνο για μένα. Άσπρο μεγάλο καλοκαίρι. Τα δάχτυλά σου, στα δάχτυλά μου. Αιώνια!» Ο ερωτευμένος κυριευμένος από ρομαντικά αισθήματα, προϊόντα της υποκειμενικής του κρίσης, καθιστά το αντικείμενο του πόθου του  φορέα ευτυχίας και νοήματος στη ζωή, δεν δύναται ν΄ ανιχνεύσει ψεγάδια σ΄ αυτό, δημιουργεί ένα πλάσμα προικισμένο με χαρίσματα, ένα φανταστικό πλάσμα, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, αφού οι εραστές δεν γνωρίζονται. «Σε ξανακοίταξα γυμνή, με κλεισμένα τα βλέφαρα της επιθυμίας. Σε ξανακοίταξα γυμνή, έτσι όπως ήσουν πάντα, ορθάνοιχτη, ερωτική γραμμή νοτισμένη απ’ τις πρώτες σταγόνες της βροχής!». Το υποκείμενο προβάλλει τις επιθυμίες του και τις σεξουαλικές του ενορμήσεις στο αντικείμενο του πόθου. «Θά ’ρθω να τραγουδήσουμε μαζί δυο τραγούδια ερωτικά… Πόσες φορές θα σε ξαναδώ, έτσι μικρή γυμνή ατόφια, πάνω στα χέρια της θάλασσας της φεγγαρόλουστης, μαζί να ψηλαφίσουμε το πεσμένο φως των αστεριών, μαζί ν’ αρμενίσουμε στ’ αρχέγονα λιβάδια του Πόε; Κι όταν ιδωθούμε θα χτυπήσουμε τα πλήκτρα στα χέρια της Άνοιξης, να ζωντανέψουμε ξανά όλες τις νεκρές αχιβάδες, όλα τα δίστιχα τα ξεψυχισμένα ν’ αναστήσουμε, όλα τα λησμονημένα φεγγάρια του παρελθόντος να ξανανταμώσουμε!»
Μα όταν τα είδωλα, όταν τα κατασκευάσματα του νου χαθούν και αντικρίζει ο ένας τον άλλον, όπως πραγματικά είναι, τότε καταλύονται οι ψευδαισθήσεις κι οι αυταπάτες και η απογοήτευση είναι μεγάλη ή η οδύνη, θα έλεγα. « …Δεν ήσουν ήλιου ανασεμιά μήτε αγέρας ήσουν, μόν’ ήσουν έρωτα πληγή αίμα πηχτό στα χείλη της λεμονιάς πικρός ανθός της Άνοιξης η δύση!» Τότε συλλαμβάνει ο ποιητής την αλήθεια στον έρωτα, τη στιγμή που παύει να τον ενδιαφέρει, τη στιγμή που το Εγώ του, που αγαπούσε, έχει κιόλας εξαφανιστεί. « Δεν θα μιλήσω για τις φλόγες της καρδιάς που τυραννιούνται, μέσ’ το σεντούκι του εαυτού σου…μόν’ θα μιλήσω για τα ερωτικά φλογισμένα γράμματα της ψυχής που πέφτουν και χάνονται, πνιγμένα απ’ τα κύματα της αδιαφορίας!».
Η οδύνη του έρωτα, δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας κι αυτή, μια τεράστια ψευδαίσθηση. Πάσχει το ποιητικό υποκείμενο και συγχρόνως φοβάται την ίαση, γιατί η γιατρειά θα σβήσει για πάντα το παλιό του Εγώ, έτσι ώστε, τελείως αποκομμένο απ’ αυτό, ν’ αναστηθεί σ’ ένα διαφορετικό Εγώ. Για να λησμονήσει πρέπει να ξαναγυρίσει και να καταδυθεί στο είναι του για να διασχίσει αντίστροφα τώρα όλα τα συναισθήματα που βίωσε στον τότε μεγάλο του έρωτα. « Γκρεμίστηκες απ’ το βάθρο που σ’ είχα ανεβάσει. Κρίμα! Άλλη μια κούφια γης χωρίς σφυγμό. Άλλη μια πηγή ξερή χωρίς νερό. Άλλη μια ύπαρξη ρηχή χωρίς καημό. »
Ακολουθώντας αυτόν τον οδυνηρό δρόμο και δια της επαναλήψεως  μαθαίνει ότι οι άνθρωποι, που έγιναν η αιτία της οδύνης του,  που αγάπησε και τον έκαναν να υποφέρει, τώρα δεν μπορούν να ασκήσουν πια καμιά δύναμη πάνω του. Και κοιτάζοντας βαθιά μέσα στην ύπαρξή του αυτήν τη σπασμένη αλυσίδα από σημεία ερωτικής οδύνης, θα συνειδητοποιήσει σε βάθος χρόνου, ότι μεταστοιχειώθηκαν σε χαρά. Έγιναν εικόνα, ουσία, Ιδέα για να μπορέσει ν’ αγαπήσει ξανά απ’ την αρχή. Άλλωστε, είμαστε πάντα στο τέλος πιο πιστοί κι αφοσιωμένοι στον εαυτό μας παρά στο πρόσωπο που αγαπήσαμε πολύ. Οι οδύνες δεν ήταν εξαρτημένες από το αντικείμενο του πόθου του, ήταν ένα κακόγουστο αστείο, ένα τέχνασμα εις βάρος του εαυτού του. Όταν ατενίσει τον Άλλον ως Ιδέα, αμέσως η λύπη μεταπλάθεται σε χαρά. Υπάρχει μια θεϊκή μορφή στο πρόσωπο, που τον πλήγωσε και τον έκανε να υποφέρει κι εκεί κρύβεται η τέχνη του ζην. «Μην κοιτάς ποτέ πίσω άνθρωπε, μην τις πληγές ανασκαλεύεις, ο ποταμός κοίτα πώς τρέχει, πισωγύρισμα δεν έχει, τρέχα κι εσύ μαζί, του ποταμού τ’ ατέλειωτου τα νερά ακολούθα.»
Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης έχει έγνοια και άγρυπνη συνείδηση για την αγάπη. Δεν την αφήνει να χαθεί «ανάμεσα στ’ ανοιχτόχρωμα βλέφαρα του χρόνου». Από τα μπαλκόνια του ουρανού κοιτάζει τόσο μακριά, μα τόσο μακριά και ως άνθρωπος και ως ποιητής! Πόσο δύσκολο ν’ ανεβεί κανείς στα μπαλκόνια του ουρανού. Πόσο δύσκολο να ξεφύγει απ’ τον μικρόκοσμό του και να απλώσει τα φτερά του, να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα και ν’ αγναντέψει τη σιωπή! Θεωρώ συγκλονιστικούς - και με αυτούς θα κλείσω το ταξίδι - τους στίχους του: «Μην κοιτάξεις πιο πέρα από το πέρα, απλά κοίτα πιο πέρα από το πρέπει κι απ’ το γιατί.»
Μάρθα Παπαδοπούλου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...