ΤΟ
ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ “ΒΟΥΡΚΟΣ” ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΑΝ ΚΑΘΑΡΗ ΛΙΜΝΗ
Το τι είναι λαϊκό τραγούδι και ποιες οι καταβολές του, αποτελεί θέμα μεγάλης ανάλυσης, που δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου. Βασικοί εκπρόσωποι του υπήρξαν οι Τσιτσάνης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου με πρωτεργάτη το Βαμβακάρη και ένα σωρό άλλους καλλιτέχνες που οριοθέτησαν, όχι μόνο την εποχή τους αλλά και τον ελληνικό πολιτισμό. Μαζί με το λαϊκό τραγούδι συμπορευόταν και το λεγόμενο ελαφρό (με επιρροές από το ευρωπαϊκό τραγούδι), με σημαντικούς εκπροσώπους τους Γιαννίδη, Σουγιούλ, Χαιρόπουλο, Γούναρη, Πολυμέρη, Μαρούδα Μωράκη, Κωνσταντινίδη κ.ά. το οποίο απευθύνονταν κυρίως στην μεσαία και ανώτερη τάξη, τη λεγόμενη αστική. Η μεγάλη όμως επανάσταση στο Ελληνικό τραγούδι ήρθε μετά το 1960 με την έλευση του Μίκη Θεοδωράκη και των λεγόμενων έντεχνων λαϊκών συνθετών όπως Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Πλέσσας, Σπανός, Κουγιουμτζής, Λοΐζος, Μαμαγκάκης, Μούτσης, Γλέζος, Λεοντής και άλλων, οι οποίοι ευτύχησαν με την συνεργασία σπουδαίων στιχουργών όπως οι Γκάτσος, Παπαγιανόπουλου, Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Ελευθερίου, κλπ να οδηγήσουν το ελληνικό τραγούδι στις συγκλονιστικότερες στιγμές του, με πρωτεργάτες μεγάλους τραγουδιστές, όπως οι Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Ξυλούρης, Πουλόπουλος, Κόκοτας, Λίντα, Μοσχολιού, Μητσιάς, Νταλάρας, Μαρινέλλα και αρκετούς άλλους. Η περίοδος αυτής της ακμής διήρκησε – χοντρικά μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όπου το έντεχνο λαϊκό τραγούδι συμπορευόταν με το λαϊκό και το ελαφρολαικό (Πάριος).
Μετά το 1980, άρχισε σταδιακά μια συνεχής παρακμή στο ελληνικό τραγούδι. Φυσικά υπήρχαν νέοι συνθέτες και δημιουργοί αξιόλογοι που παρήγαγαν (ήδη από παλαιότερα, Νικολόπουλος, Μικρούτσικος κ.α) αλλά το συνολικό κλίμα που υπερίσχυε ήταν εκείνο του καψουροτράγουδου, με πιασάρικο κακό στίχο και συμβατικές ή κλισέ μελωδίες χαμηλής ποιότητας. «Κακά» τραγούδια υπήρχαν και παλαιότερα αλλά ήταν λιγότερα. Τα μεγάλα ονόματα μέχρι και τις μέρες μας, ήταν «τραγουδιστές», που υπηρετούσαν το είδος πιστά, και δικαιώνονταν (και δικαιώνονται) σε υλικά αγαθά και σε δημοφιλία, δημιουργώντας την πλαστή εικόνα ότι : Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι ή έστω η μετεξέλιξη του και αυτοί οι γνήσιοι συνεχιστές του. Από την άλλη πλευρά το «νεοέντεχνο» έβγαλε συνθέτες και τραγουδοποιούς αξιόλογους, με αρκετή επιτυχία κυρίως στο νεανικό (και όχι μόνο) και πιο «κουλτουριάρικο» κοινό, με τραγούδια που εμπεριείχαν περισσότερο εγκεφαλικό στίχο, συμβατικές μελωδίες που καμία σχέση δεν είχαν με τα αριστουργήματα των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι Λοΐζου και ερμηνείες μέτριες, αφού πλέον είχαν εκλείψει οι μεγάλες φωνές του παρελθόντος. Οι λίγες φωνητικά εξαιρέσεις, όπως ο Πασχάλης Τερζής, δεν είχαν ρεπερτόριο ανάλογο να αφήσουν πίσω έργο, οπότε δεν μπορούμε να έχουμε και εικόνα πόσο ψηλά θα έφταναν σε μια εποχή όπως το ‘60 με άλλους δημιουργούς να τους τροφοδοτήσουν.
Το κατρακύλισμα αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, και περιβάλλεται από αρκετούς με το περίβλημα της «διαφορετικότητας», μέσα από μια λογική: Η κάθε εποχή έχει τους δικούς της μεγάλους, ο καθείς στο είδος του, τους αγαπάει πολύ ο κόσμος, μέχρι και τα νέα παιδιά τους ξέρουν, πάντα έτσι λένε οι παλιοί, ότι κάποτε ήταν καλύτερα, άλλαξαν οι εποχές δε μπορούμε να μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν και άλλες τέτοιες κοινοτυπίες και κλισέ, που φυσικά δεν απαντάνε στην ουσία ενός προβλήματος που μεγεθύνεται όσο περνάνε τα χρόνια και αποκτά και παρακμιακά παρακλάδια (τραπ). Φυσικά, όπως μου είχε πει ο σπουδαίος Θόδωρος Αντωνίου, το κοινό, αναμασά και «θαυμάζει» με ότι το τροφοδοτείς.
Το
πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη του «Γκουσγκούνη» του κάθε είδους. Καλώς υπάρχει
και όποιος θέλει το ακολουθεί. Το θέμα είναι η αγραμματοσύνη, η άγνοια και η
προσπάθεια των ΜΜΕ και αμύητων περί το λαϊκό τραγούδι ανθρώπων να προσπαθούν να
πείσουν είτε ότι ο «Γκουσγκούνης» είναι ο Λώρενς Ολιβιε ή ο Μάρλον Μπράντο, ή
ότι τέλως πάντων είναι η εξέλιξη τους.
Είναι τελείως διαφορετικό να πάς σε ένα «μαγαζί» να ακούσεις τον «Χ» «σκυλά» για κοινωνικούς λόγους, ή επειδή «περνάς μια φάση» αλλά έχοντας γνώση τι αντιπροσωπεύει αυτός και το όλο κλίμα και άλλο να έχεις άγνοια και να νομίζεις ότι ο Χ είναι αντίστοιχος του Μπιθικώτση ή του Καζαντζίδη, η του Πουλόπουλου ή του Ξυλούρη. Ο νέος από 15 έως 35 ετών, που έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με αμόρφωτους γονείς και βομβαρδίζεται από το πρωί έως το βράδυ με «τραγούδια» αυτού του τύπου, σίγουρα νομίζει ότι αυτοί είναι «κανονικοί λαϊκοί τραγουδιστές» και αυτά που ακούει «κανονικά τραγούδια». Δυστυχώς αυτό είναι το πρόβλημα και όσο ο καιρός περνάει και τα ΜΜΕ γιγαντώνονται και πλαισιώνονται από ανθρώπους που προβάλλουν «ως κανονικότητα» το παρακμιακό, ο βούρκος θα γίνεται μεγαλύτερος και η δυσωδία του θα πλαταίνει, οδηγώντας τον σύγχρονο Έλληνα σε μια σουρεαλιστική κοινωνία, όπου η κανονικότητα (σε όλα τα επίπεδα πια) θα είναι αυτή που θέλει ο πολύς κόσμος, θα προβάλλουν τα κανάλια και θα παίζουν τα ραδιόφωνα. Κανείς φυσικά δε θα μπορεί να βγει και να μιλήσει και «να σκούξει» όπως έλεγε στο τραγούδι «Ρήτορες», ο Νίκος Γκάτσος το 1979. Γιατί;; Γιατί θα έρθει σε σύγκρουση με το «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ». Κι αν έρθεις δημόσια σε σύγκρουση με το «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ», αυτό θα σε καταπιεί.
|