ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

 

 

ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

 


Η σύγκριση του Μπιθικώτση με το Καζαντζίδη έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές στο παρελθόν και έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ αυτών αλλά και απλών ανθρώπων κυρίως. Η μεγαλύτερη μερίδα των ακροατών και φίλων τη λαϊκής μουσικής είχε χωριστεί σε δυό πόλους, τους «Καζαντζιδικούς» και τους «Μπιθικωτσικούς». Η ιστορία βέβαια δικαιώνει και τους δύο καλλιτέχνες οι οποίοι με τις ερμηνείες τους οριοθέτησαν την εποχή τους.

Η γνώμη του ενός καλλιτέχνη για τον άλλον ήταν  η καλύτερη, υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, παρ’ όλο που αν κάποιος ερευνητής διαβάσει όσα έχει πει ο ένας για τον άλλον σε ένα χρονικό φάσμα σαράντα χρόνων θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν δηλώσεις που συγκρούονται μεταξύ τους.

 Σε ότι αφορά τον κόσμο καθοριστικό είναι το στοιχείο της   υποκειμενικότητας, δηλαδή ποια φωνή ακουμπάει κάποιον στην ψυχή. Κατά δεύτερο λόγο είναι η ίδια  η δυνατότητα της κάθε φωνής, η οποία πέρα από το χρώμα που σε άλλους αρέσει και σε άλλους όχι, έχει διαφορετικές τεχνικές δυνατότητες. Υψηλή τεχνική είχαν και οι δυο τραγουδιστές.  Οι τεχνικές δυνατότητες όμως από μόνες τους δεν επαρκούν, αν ήταν έτσι, η Κάλλας δε θα ήταν πρώτη όλων των εποχών στην όπερα, υπήρξαν κι άλλες σοπράνο με μεγαλύτερη έκταση φωνής. Επίσης μια τρίτη παράμετρος, είναι το ρεπερτόριο του κάθε τραγουδιστή το οποίο έχει να κάνει με το πόσα και τι είδους τραγούδια έχει ερμηνέυσει, πόσα έχουν γίνει επιτυχίες αλλά κυρίως η πολυμόρφικότητα της φωνής, δηλαδή η δυνατότητα να πει πολλά είδη τραγουδιών με επιτυχία. Όλα αυτά συνθέτουν μια συνισταμένη η οποία και τοποθετεί τον κάθε τραγουδιστή στη δική του μοναδική θέση στο πάνθεον των λαϊκών καλλιτεχνων. Σε ότι αφορά το χρώμα της φωνής μπορούμε να πούμε ότι κι οι δυο τραγουδιστές έχουν μια μοναδικότητα που τους καθιστά ξεχωριστούς.

 


Ο Μπιθικώτσης άφησε εποχή με τη μελοποιημένη ποίηση και τους Θεοδωράκη , Χατζιδάκι , Ξαρχάκο, Μούτση κ.α και κυριολεκτικά άλλαξε το ελληνικό τραγούδι την δεκαετία του 1960, όντας ο επιδραστικότερος τραγουδιστής όλων των εποχών. Ο Καζαντζίδης άφησε μόνο κάποια δείγματα έντεχνων τραγουδιών σε συνεργασίες . Ερμήνευσε 18 τραγούδια του Θεοδωράκη, (από την Πολιτεία και τον δίσκο Στην Ανατολή) 3 του Χατζιδάκι, ολόκληρο τον κύκλο «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή (μαζί με τη Μαρινέλλα), και 2 τραγούδια με τον Λοίζο. Συνεπώς η άποψη που έχει ακουστεί από αρκετούς ότι στον Καζαντζίδη δεν δόθηκαν οι ευκαιρίες που έπρεπε να αξιοποιήσει τη φωνή του κι ότι αν έλεγε τα τραγούδια του Θεοδωράκη ίσως τα «έλεγε καλύτερα» από τον Γρηγόρη  δεν θεωρούμε ότι ευσταθεί, αφενός γιατί  ο καθένας είναι κυρίαρχος των επιλογών του, αφετέρου το δείγμα που άφησε στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι σε καμιά περίπτωση δεν έπεισε για κάτι τέτοιο, τουναντίον οι ερμηνείες του σε όλα τα είδη είναι πανομοιότυπες και δεν προσφέρουν κάτι το διαφορετικό.

 


Βέβαια τραγούδησε και πολλά αυθεντικά λαϊκά τραγούδια, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έγινε επαναλαμβανόμενος, με κοινό χαρακτηριστικό την μεμψιμοιρία, την κλαψιάρικη ερμηνεία, το ινδοπρεπές ύφος και το παράπονο.  Η χροιά της φωνής του και ο τρόπος ερμηνείας του Καζαντζίδη δεν ευνοεί το «μεγαλοπρεπές» και το «υψηλά ιστάμενο». Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός πως αυτό που ήθελε ο Καζαντζίδης το επέτυχε. Να τραγουδήσει κομμάτια για το φτωχό, τον καταφρονημένο, τον απλό άνθρωπο, το μετανάστη, το βιοπαλαιστή και να ανασύρει μέσα από την ψυχή του βαθιά συναισθήματα, συναισθήματα που σε αρκετές περιπτώσεις τον μεγέθυναν σε σημείο που γι αυτού του είδους τους ανθρώπους έγινε κάτι σαν «θεός».

 Παρατηρούμε το εξής: Όλα τα έντεχνα που είπε ήταν πιο κοντά στο λαϊκό παρά στο καθαρό έντεχνο, ή ακόμα τους έδωσε και τέτοια διάσταση ο ίδιος με την φωνή του όπως στον καημό του Θεοδωράκη. Βλέπουμε δηλαδή το μονοδιάστατο της φωνής του Καζαντζίδη, υπό την έννοια του ομοειδούς τρόπου ερμηνείας. Ακόμα και τα δημοτικά που τραγούδησε ωραία, τα είπε με «τον ίδιο τρόπο».  Πόσο διαφορετικό είτε από ένστικτο είτε από ότι οτιδήποτε άλλο, είναι τα είδος της ερμηνείας του Μπιθικώτση!

 Ο ίδιος ο Καζαντζίδης επικυρώνει αυτή τη θέση την δεκαετία του 1980, όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί ο βασικός κύκλος των ερμηνειών του και δήλωνε στην Όλγα Μπακομάρου:[1] «Τα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη και των άλλων που αναφέρατε δεν είναι τα καλά τραγούδια. Είναι τραγούδια από ανθρώπους που γνωρίζουν την έντεχνη μουσική, αλλά για μένα καλά τραγούδια είναι αυτά που δέχθηκε να τραγουδήσει ο κόσμος. Λοιπόν, δεν συμφωνώ καθόλου, ότι τα τραγούδια αυτά είναι καλύτερα από τα λαϊκά τραγούδια».

 

Δηλώσεις Μπιθικώτση για Καζαντζίδη:

 Η γνώμη του Μπιθικώτση για τον Καζαντζίδη είναι η καλύτερη και αυτό έχει εκφραστεί αρκετές φορές. Κάπου όμως όταν ακούει πράγματα με τα οποία δεν συμφωνεί τα λέει έξω από τα δόντια. Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το ότι κάνανε συναυλίες με το Μίκη στο θέατρο (στο Κεντρικό) κι ο Μίκης έπαιρνε τα λεφτά κι εκείνοι τα ψίχουλα είπε.

 «Μα μανούλα μου τώρα τι συζητάμε; Σαχλαμάρες δεν υπάρχει θέμα. Ούτε να τ’ ακούω. Ο Στέλιος δεν έχει κάνει συναυλίες με τον Θεοδωράκη. Δυο όλες κι όλες στο «Κεντρικό». Μόνο που δουλέψαμε με το Στέλιο στην «Όμορφη πόλη» στο θέατρο Παρκ όπου ο Μίκης δεν είχε κανένα θέατρο δικό του. Είχε δώσει την μουσική του και μεις πληρωνόμαστε από τον Κύριο Κρίτα. Όσο για τον Στέλιο, πλην τα τραγούδια τα «πιαστά» που έχει πει, όλα τα άλλα είναι μια μπλόφα. Κατάλαβες; Είναι δική του ιστορία τ’ ανθρώπου. Σταμάτησε γιατί όλο έλεγε τα τραγούδια τα γνωστά, είχε κάμει κι όνομα και σου λέει : «Τι θα γίνει όλο Στελλάρα θα με λένε;». Ήθελε κι αυτός την πάνω γκάβα,  αλλά έμενε στα ίδια.  Ήταν και νόμος να του δίνουν αυτά τα τραγούδια γιατί πήγαιναν στην φωνή του. [2]

 

[3]Για τον Καζαντζίδη τι γνώμη έχεις που δεν εμφανίζεται στα νυχτερινά κέντρα;

 «Είναι κέφι του. Έχει σταματήσει από χρόνια. Αυτό οφείλεται στην αλλαγή. Την εποχή εκείνη με τα τραγούδια του Θεοδωράκη είχε αλλάξει το κλίμα του τραγουδιού, έκοψε η δουλειά και σταμάτησε. Όχι όμως πως φοβήθηκε. Γιατί, όπως και να το κάνουμε ο Καζαντζίδης είναι πρώτος στον τομέα του. Για να καταλάβεις, βάλε εμένα ας πούμε Αμερική και αυτόνε Ρωσία ή εμένα Ρωσία και αυτόνε Αμερική. Τα δυό μεγάλα κράτη δηλαδή».

 Στον Πάνο Γεραμάνη[4]

 «Πολλές φορές στο παρελθόν, όταν έδινα συνεντεύξεις, μου ζητούσαν να κάνω σύγκριση ανάμεσα σε μένα και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εγώ τους απαντούσα ιπποτικά και με τρόπο απλό: ο Καζαντζίδης είναι πρώτος, αλλά… στην άλλη όχθη του τραγουδιού. Κυλάει το ποτάμι και έχει δύο όχθες. Από τη μία είμαι εγώ και από την άλλη αυτός. Ένας λαϊκοδημοτικός τραγουδιστής, αξεπέραστος στο είδος του. Το ‘πα και αλλιώς: αυτός είναι αρχηγός της Χωροφυλακής κι εγώ της Αστυνομίας Πόλεων» 

 Σε ότι αφορά το θέμα «αν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε καλύτερα τραγούδια…»[5] στο βιβλίο του Κώστα Παπαδόπουλου «Ο Παγκανίνι του μπουζουκιου» ο λαϊκός οργανοπαίκτης τοποθετείται στις ερωτήσεις του Νέαρχου Γεωργιάδη (ο οποίος είχε σαφή προτίμηση στον Καζαντζίδη προσπαθώντας να προκαταβάλλει τις απαντήσεις του μεγάλου μπουζουκίστα):

 

Δηλαδή ήτανε τραγουδιστής του πάλκου; (για τον Καζαντζίδη)

 Κι ενας άλλος λόγος που τα παράτησε ήταν που, ενώ τραγουδούσε τα τραγούδια του Θεοδωράκη: «Ο καημός», «Βράχο, βράχο», τρανταχτά τραγούδια. Τα έκανε επανάληψη ο Μπιθικώτσης.

Τα είπε πιο καλά ο Καζαντζίδης. 

Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Τι εισέπραξε ο κόσμος; Ο Μπιθικώτσης βγήκε στην πιάτσα, έκανε συναυλίες, τραγούδησε όρθιος, απευθύνθηκε σε ένα κοινό, που εκείνο ήταν τα πιο λεπτό σημείο του Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης τότε δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει σε ένα κοινό μυημένο στο έντεχνο τραγούδι. Δηλαδή ήτανε μόνο για πόνο και για γλέντι.

 Ο Θεοδωράκης προτιμούσε τον Μπιθικώτση και έριχνε τον Καζαντζίδη.

 Κοιτάξτε δεν τον έριχνε τον Καζαντζίδη. Η ουσία έιναι ότι ο Καζαντζίδης δεν ήθελε να το κάνει αυτό, δεν ήθελε να γίνει το «όργανο» του Θεοδωράκη. Ο Μπιθικώτσης ήταν ανώνυμος τότε δεν διακινδύνευε τίποτα.

 Ήταν σωστή η επιλογή του Καζαντζίδη να ακολουθήσει το κοινωνικό τραγούδι, όπως το θεωρούσε ο ίδιος, και να δώσει τα πολλά τραγούδια της μεταπολίτευσης λίγο μετά… Σε οποιαδήποτε φάση, και σήμερα, και πριν πέντε χρόνια και πάντα,  αν γινόταν μια σφυγμομέτρηση, οι οποδοί του Καζαντζίδη είναι πολλαπλάσιοι από τους οπαδούς του Μπιθικώτση. Κι αν αυτή τη στιγμή, βγεί ένα βιβλίο για τον Καζαντζίδη κι ένα για τον Μπιθικώτση», αυτοί που θα αγοράσουν το βιβλίο για τον Καζαντζίδη είναι δέκα και είκοσι φορές περισσότεροι από αυτούς που θα πάρουν το βιβλίο του Μπιθικώτση. {ο δημοσιογράφος επιμένει προτάσσοντας το πρόσταγμα του Καζανζίδη στη λαϊκή δημοφιλία, ενώ είναι σαφής η ευγενική διαφοροποίηση που δίνεται με την απάντηση του Παπαδόπουλου}

 


Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι είναι άλλος ο κόσμος του Καζαντζίδη και άλλος του Μπιθικώτση. Αυτή είναι η διαφορά.

Ο Καζαντζίδης με τα εργατικά του τραγούδια και με εκείνα της μετανάστευσης, είναι ταξικός. Τον ακολούθησε η εργατική τάξη…Ο Μπιθικώτσης είναι διαταξικός: τα λαϊκά του τραγούδια εκφράζουνε τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ενώ τα έντεχνα εκφράσανε κυρίως τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Μην ξεχνάμε ότι οι διάφοροι Ωνάσηδες, ακόμα και ο διαδοχος Κωνσταντίνος, αρέσκονταν να πηγαίνουν στα κέντρα, όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης.

[6] Δηλώσεις Καζαντζίδη  για Μπιθικώτση:

:

Παρακολουθούσα τελευταία μιαν εκπομπή στην τηλεόραση αμέσως μετά τη δική μου. Ήταν για το Μπιθικώτση Φοβήθηκαν οι μουσικοσυνθέτες ότι με την επανεμφάνιση μου θα ενδιαφερθεί και πάλι ο κόσμος για το λαϊκό τραγούδι, τη μεθοδεύσανε και την κάνανε.

Ποιοι μεγαλοσυνθέτες;

Ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος προς τιμή του Μπιθικώτση που είναι το αιώνιο θύμα.

Τι έγινε σ’ αυτή την εκπομπή;

Ειπώθηκαν, μεταξύ άλλων και διάφορα περί αμανέ. Και θέλω να τους πληροφορήσω ότι ο αμανές είναι ένας ελιγμός του τραγουδιστή που βγάζει το σπαραγμό και το κλάμα….Αυτή η εκπομπή μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Και μου κακοφάνηκε που ο Μπιθικώτσης μας έκανε επίδειξη με τα ακίνητά του….Η δικιά μου η «βίλα» στον Άγιο Κωνσταντίνο είναι αυθαίρετη…»

2) [7]«Κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του…» (δήλωση του Καζαντζίδη που εκφράζεται ξεκάθαρα για την υπεροχή του Μπιθικώτση)

3) [8]Για τον Μπιθικώτση ποια γνώμη έχετε; Είχε πει κάποτε ότι σεις είστε... τραγουδιστικά ο αρχηγός της Χωροφυλακής κι αυτός της Αστυνομίας Πόλεων. 


"Καλά, βλακείες του Μπιθικώτση. Ήθελε να πει ότι εγώ είμαι ο τραγουδιστής των επαρχιωτών κι αυτός των αστών, που τον ακούνε οι κυρίες. Μια ζωή βλάκας ήτανε".

Εννοούσα ως φωνή.


Φωνή ωραία είναι. Το μυαλό του είναι κακό. Κουτοπόνηρος κι επιδειξίας. Βγήκε στην τηλεόραση κι έκανε επίδειξη των περιουσιακών του στοιχείων. Ένας τραγουδιστής που καταξιώθηκε από τον λαό, δεν μπορεί να είναι προκλητικός Εμένα ο κόσμος με θεωρεί τον πιο δικό του τραγουδιστή γιατί με βλέπει με παντελόνι ίδιο με το δικό του και μπορεί να με πλησιάσει ο καθένας.

4) [9]Στο ερώτημα του δημοσιογράφου για το παράδοξο της συγκλονιστικής ερμηνείας του Μπιθικώτση στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη μολονότι δεν καταλάβαινε τους στίχους, ο Καζαντζίδης απάντησε:

«Μπορεί ο Γρηγόρης να μη μπορούσε να συλλάβει το έργο στο σύνολό του αλλά το "ανοίγω το στόμα μου" αυτή την φράση την έχει πει επικά, γιατί την είχε βιώσει κι από τη μια και από την άλλη... και για να χορτάσει την πείνα του και για να τραγουδήσει και να χορτάσει την ψυχή του πεινασμένου που τον ακούει... επειδή ήταν ευαίσθητος άνθρωπος ένιωθε τι πάει να πει

 

5) Στην εκπομπή στην Υγειά μας ακούγεται η φωνή του Καζαντζίδη να λέει:

«Κακά τα ψέματα, η μισή Ελλάδα είμαι εγω, η άλλη μισή ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης».

 


ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ   ΤΟΥ   ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Κλεάνθης Γρίβας, [10] Περί Μελαγχολίας

Ο Καζαντζίδης έχει στη φωνή του μια διαρκή μελαγχολία, ένα κλαυθμύρισμα και κατάθλιψη. Ανεξάρτητα από το μέγεθος της φωνής ή την ποιότητα του ηχοχρώματος. Υποτίθεται ότι το τραγούδι συνιστά κατάφαση ζωής. Όχι άρνηση της. Η μελαγχολία συντελεί στην περιστροφή των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, το άτομο αυτοπεριορίζεται για να κάνει εξοικονόμηση ενέργειας και να αναλάβει. Σαν πράξη αυτοπροστατευτική για να κάνω καινούργιο ξεκίνημα, τη δεχομαι αλλά μόνο σαν τέτοια. Η γνώμη μου καθορίζεται όχι μόνο από τη ποιότητα ή την αξία της φωνής αλλά από το συναίσθημα, που προκαλεί. Ο Μπιθικώτσης έχει μια πέτρινη φωνή καταπληκτική στην οποία αναγνωρίζει ο καθένας τον εαυτό του, ένα στοιχείο διεκδίκησης. Ακόμη κι όταν τραγουδάει τραγούδια που περιέχουν τη μελαγχολία, είναι μια μελαγχολία αγωνιστική, όχι μελαγχολία παράιτησης…]

[11]Παναγιώτης Δόϊκος, Λέκτορας φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ

Ως προς την έκφραση της τελευταίας μέρας στο λαϊκό μέλος, ο Καζαντζίδης συνυπάρχει κεντρικά αλλά και αντιστικτικά, σε ένα θεμελιακό επίπεδο κορυφής με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Με τη φωνητική τέχνη του καθενός από τους δύο μορφοποιείται μια αντίστοιχη εμβληματική σχέση με τον καημό, δηλαδή μια προσωπική αναμέτρηση με το ενδεχόμενο του ανεκπλήρωτου, μέσα στην οποία η σφοδρή έκφραση της επιθυμίας εξυψώνει τη ζωή. Αναλαμβάνοντας αυτό το μεγάλο λογαριασμό, οι δυο καλλιτέχνες -  ο καθένας με τη δική του προοπτική – μεγαλούργησαν. Η ιδιαίτερότητα τους υπαγορεύεται από τη  φωνητική τους προσωπικότητα και αντανακλάται, βέβαια, στη διαφορά του ύφους των έργων τους. Ωστόσο, παράλληλα με τις διαφορετικές διαστάσεις που προσδίδουν στην ανάπτυξη του λαϊκού τραγουδιού, ο Μπιθικώτσης και ο Καζαντζίδης, ως ερμηνευτές, διέπονται από μια κοινή συνιστώσα. Τούτη συντίθεται από το ρωμαλέο στοιχείο, τη στερεότητα, τη συνδυασμένη ένταση δυναμισμού και αντοχής και μια ενστικτώδη νοηματική επιδεξιότητα στην εκφορά του μουσικού λόγου. Πάνω από όλα όμως, η συγκεκριμένη κοινή συνιστώσα αφορά, και κορυφώνεται, στο μεγαλείο που παράγει η φωνή του καθενός από τους δύο, καθώς εκφράζει τον καημό. Στην εμβέλεια της απήχησης αυτής ακριβώς της καταλυτικής δυνατότητας παραγωγής του μεγάλου, αναγνωρίζεται η ελληνική μοναδικότητα των δυο τραγουδιστών και (προσδι)ορίζεται η συνταρακτική αλήθεια μιας διαφορετικής –αλλά ίσως αλληλοσυμπληρούμενης- σχέσης τους με το οικείο μα αρχέγονο.

Μέσα στη φωνή του Καζαντζίδη το πάθος της ανατολικής (δι)αίσθησης συναντά τη ρώμη, τη δωρικότητα. Αντίστοιχα, στη φωνή του Μπιθικώτση, όπου κυριαρχει ο δωρικός πυρήνα, παράγεται μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στη σφοδρότητα της χθόνιας δύναμης και την ενστικτώδη ορμή προς το ύψος. Στον πρώτο. Η συνάντηση – στις βαρύτονες περιοχές – δονείται από τη μουσικότητα του ογκώδες σπαραγμού του. Στο δεύτερο, ο φορέας της νίκηφόρου ισσοροπίας – στις κλίμακες του τενόρου – είναι η δραματικη οξύτητα του φωνητικού μέλους. Και στις δυο περιπτώσεις, ο καλλιτεχνικός αγώνας προκαλεί μορφές μιας προσωπικής υπέρβασης – μέσα στην τραγουδιστική πράξη – όχι της ίδιας της δυναμικής του καημού, αλλά της απειλής του να μας νικήσει παραδίδοντας μας στην παθητικότητα του πόνου. Μια τέτοια έκβαση, στον Μπιθικώτση, είναι αποτέλεσμα τη ανοδικής απόβλεψης του ερμηνευτή, της εγγενούς τάσης του να τρέπει το πάθος του προς τα πάνω. Ο στιβαρός χαρακτήρας της φωνής, το παλμικό εύρος της οξύτητας της, η δραματική ποιότητα της σκληροτητάς της, η αυθόρμητη στοχαστικότητά της, ενεργοποιούν την ικανότητά της να συν-λαμβάνει την ταραχή που προκαλεί ο καημός, να πλήττει ευθέως μέσα του τη ροπή προς την παραίτηση και την ήττα και να στρέφει την έντασή του πάνω από τον οδυνηρό πειρασμό της περατότητας, διανοίγοντας το λαϊκό μουσικό γεγονός προς την περιοχή του μεγαλείου. Στην οριακότητα αυτής της εξέλιξης εντοπίζεται το τραγουδιστικό κύρος του Μπιθικώτση. Ανάλογα αναγκαία, αυθεντική και σύνθετη είναι η μουσική δύναμη του Καζαντζίδη, αλλιώς όμως προσανατολισμένη – μέσα στη διαφορετική σύστασή της – σε ότι αφορά τον τρόπο της να χειρίζεται τον καημό. Οι δυο ερμηνευτές συγκλίνουν ως προς το καθοριστικό έργο του ρωμαλέου στοιχείου (όπου κατεξοχήν αναγνωριζεται η ελληνική υφή των φωνών τους) αλλά αποκλίνουν σε σχέση με την ατμόσφαιρα του άμεσου μεγαλείου που παράγουν οι φωνες τους κατά την αναμέτρηση με την οδύνη.

Αγάθων Ιακωβιδης

[12]«…Αν ο Στέλιος τραγουδούσε ποίηση όπως ο Μπιθικώτσης, δεν νομίζω να έκανε κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια «Στην Ανατολή» του Μίκη, δεν άξιζαν ιδιαιτερα και δεν του πήγαιναν. Ούτε το «Σαββατόβραδο μ’ αρέσει. Ούτε όσα έιπε με τον Χατζιδάκι. Αυτά ήταν για τη Βουγιουκλάκη. Ο συνδυασμός του με τα έντεχνα ήταν αποτυχημένος. Με Δερβενιώτη με Καλδάρα, ναι ταίριαξε πολύ. Είπε πολύ ωραία τραγούδια του Χιώτη και του Τσιτσάνη μερικά, αλλά απ΄ολα αυτά της πρώτης εποχής του μ’ αρέσουν πιο πολύ «οι βαλίτσες» του Παπαϊωάννου. Αξεπέραστο τραγούδι.

Ο Κώστας Παπαδόπουλος

[13]«Ο Στέλιος να τραγουδήσει τους ποιητές; Μα ο ρόλος του Καζαντζιδη ήταν άλλος. Ήθελε βάσανο, πόνο, κοινωνικό πρόβλημα, όχι δύσκολο και βαθύ λόγο. Ούτε τρυφερό λόγο μπορούσε να πει, όπως είπε τα «επιφάνεια» ο Γρηγόρης. Αυτές είναι δυο ξεχωριστές προσωπικότητες στο τραγούδι. Εγω τους είδα και τους έζησα και τους δυο. Ο Στέλιος παρ’ όλο που είπε ωραία τραγούδια του Μίκη δεν θα μπορούσε να είναι ο τραγουδιστής του Θεοδωράκη. Εδώ δεν το έκανε ο Χιωτης που δεν ήθελε να παίζει το ρόλο του μπουζουκιού του Μίκη, γιατί είχε δυνατή προσωπικότητα. ‘Ηταν συνθέτης μουσικός,  πρώτος στα μαγαζιά, πρώτος…»

Ο Μίκης Θεοδωράκης

[14]«Πριν αρχίσω να γράφω το «Άξιον Εστί», έκανα διάφορους πειραματισμούς. Το ίδιο τραγούδι το έδινα και σε άλλους τραγουδιστές, ψαχνόμουν. Έτσι έχουμε όλες αυτές τις εκτελέσεις. Το «Ροδόσταμο» το λέει καλύτερα η Μαίρη Λίντα, τον «Καημό» τον λέει καλύτερα ο Μπιθικώτσης από ότι ο Καζαντζίδης. Τελικά συμπέρανα πως έχουμε δυο μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές. Τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη. Έτσι ξεκινώντας το «Άξιον Εστί» κι ενώ είμαι αποφασισμένος να έχω δυο βασικές ανδρικές φωνές, λέω να βάλω τον Καζαντζίδη να πει τα μέρη του ψάλτη και τον Μπιθικώτση στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή. Κι ενώ ήμουν σε αυτές τις σκέψεις, ήρθαν στο σπίτι μου απρόσκλητοι, χωρίς να με ειδοποιήσουν, ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Εκεί, ο Καζαντζίδης μου είπε πως σκέφτεται πλέον να συνεργάζεται μόνο με τον Χατζιδάκι και πως αυτό ήταν ιδέα του Λαμπρόπουλου, για να ανταγωνιστούν το δικο μας δίδυμο Θεοδωράκη-Μπιθικώτση που «έσπαγε» ταμεία, παρότι ο Καζαντζίδης με την «Πολιτεία» είχε κάνει μεγάλη επιτυχία. Όταν του είπα πως τον σκεφτόμουν για το ρόλο του ψάλτη  στο «Άξιον Εστί»  κι εφόσον του εξήγησα ότι πρόκειται για το  μεγαλύτερό μου έργο, μου απάντησε πως θα δεχόταν μόνο αν δεν ήταν κι ο Μπιθικώτσης. Τι του έφταιγε ο Μπιθικώτσης; Στο σημείο αυτό ο Καζαντζίδης- κατά τη γνώμη μου – έκανε ένα μεγάλο λάθος».

 

Ο Γιώργος Μακράκης (μουσικός παραγωγός)

[15]«Αξεπέραστοι τραγουδιστές, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, όλοι οι μεγάλοι...

Ο Καζαντζίδης όμως όπου σταθεί κι όπου βρεθεί κατηγορεί τη Minos

Ε, αυτό είναι το πιο έυκολο από όλα. Εγώ, απ’ ότι έχω ζήσει την περίπτωση Καζαντζίδη- Μάτσα, δεν νομίζω να έχει δίκιο ο Καζαντζίδης. Γιατί όταν έχεις ένα συμβόλαιο και έχεις πάρει χρήματα, έχεις μια υποχρέωση.  Του έλεγε λοιπόν τότε ο Μάτσας, «μπες, πες τα τραγούδια και φύγε», να εκπληρώσεις τις υποχρεώσεις σου. Είναι ιδιόμορφος άνθρωπος ο Καζαντζίδης.

Ο Μπιθικώτσης;

Ο Μπιθικώτσης! Του Μπιθικώτση του έλεγες: «πήγαινε στον Σταύρο Ξαρχάκο, να κάνεις πρόβα κάποια τραγούδια». Ούτε ρώταγε ποιοι άλλοι θα είναι στον δίσκο, ούτε αν θα πουλάει, τίποτε. Και τελικά έβγαινε ένας δίσκος, όπου ήταν ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού και ο Κόκκοτας. Δεν ρωτούσαν τότε, ειχαν εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτό το ήθος που λέμε. Σήμερα ο αντίστοιχος Μπιθικώτσης θα επέβαλλε αυτούς που ήθελε ή θα απαιτούσε να ακούσει τα τραγούδια, να δει αν του έχουν δώσει τα καλύτερα.

[16]Ο Ζαγοραίος για το δίλημμα μεταξύ των δυο

Ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης;

Με τον Καζαντζίδη δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, αλλά είμαστε φίλοι. Με τον Μπιθικώτση τι να σου πω; Μια φορά ήτανε να δουλέψουμε μαζί και διαφωνούσα με τον μαγαζάτορα για τον μισθό μου και μπαίνει στη μέση ο Μπιθικώτσης και λέει: «Κόψε από μένα και δώσ’ τα στο Σπύρο
Μια άλλη φορά τραγουδάγαμε στο Μενίδι κι έπαιρνε αυτός 600 κι εγώ 400. Επειδή δεν είχαμε αυτοκίνητα,  είχαμε πιάσει σπίτι κοντά στο μαγαζί και μέναμε εκεί, κι οι γυναίκες μας μαγείρευαν μαζί. Και λέει ο Γρηγόρης στη γυναίκα του: «Όλα τα έξοδα είναι δικά μας». Αυτός είναι ο Μπιθικώτσης.

 

[17]Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:

Ο Μίκης ο οποίος ήταν μαζί του στο Μακρόνησι (για το Μπιθικώτση) θυμόταν τη φωνή του. Του είχε κάνει εντύπωση. Δεν ήταν μια φωνή με τις λεγόμενες τσαλκάτζες, με ένα τρόπο που τραγουδάνε οι ανατολίτες, ήτανε μια φωνή ίσια, κεραυνός. Την θυμότανε λοιπόν ο Μίκης και μόλις έκανε  τα τραγούδια του, τον πήρε αμέσως κι έγινε έκτοτε ο άνθρωπος που τραγουδούσε τα τραγούδια του και δη τα σημαντικά τραγούδια του. Τραγούδησε τους κύκλους τραγουδιών με στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων. Αυτά τα τραγούδια τα έλεγε ο Μπιθικώτσης. Δε μπορούσε να τα πει αυτά τα τραγούδια ο Καζαντζίδης. Ο Καζαντζίδης μπορούσε να πει την Μαντουμπάλα καταπληκτικά, αλλά δεν μπορούσε φερ’ ειπείν να πει  το «Άξιον Εστί»; Δεν μπορούσε!

Σταμάτης Κραουνάκης[18]:

Τον Καζαντζίδη γιατί τον αναφέρετε δέυτερη φορά στο στίχο, Στο «Αυτή η νύχτα μένει» «γράφεται πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη και στη Ζωή νταλίκα κόκκινη λέτε «Του Στέλιου τα τραγούδια βενζίνα των φτωχών».

Ο Καζαντζίδης είναι ο πυλώνας. Δεν μπορεί να λείπει από την Νταλίκα. Δεν υπάρχει νταλικέρης που να μην έχει στο αμάξι έναν Καζαντζίδη. Δεν ακούν τίποτα άλλο. Δεν πάνε στον Πλούταρχο ή στην Νατάσα Θεοδωρίδου. Η νταλίκα βαράει Τσαουσάκη, Ζαγοραίο και… άγιος ο Θεός. Η ατάκα «Βενζίνα των φτωχών» ήταν το θέμα μου.  Να σου πω όμως  την ιστορία με το «Αυτή η νύχτα μένει». Ήταν να το πει ο Καζαντζίδης. Του το είχα στείλει και είχε πει «ναι». Εκεί που αναφερόταν το όνομά του όμως θα βάζαμε άλλη λέξη. Θα έλεγε: «έκαιγε ο Θεός το πριονίδι». Μετά αρρώστησε και δεν προλάβαμε. Για μένα η μεγάλη εποχή του ήταν η πρώτη του. Εκεί διακρίνω τον τενόρο τεχνίτη. Δεν μπορώ να πω ότι τα μετέπειτα τραγούδια του είναι από αυτά που μου έκαναν παρέα. Η φωνή που με τσάκισε ήταν του Μπιθικώτση.

[…]

Ο Καζαντζίδης σας έκανε κιτς;

Ναι, όλη αυτή η γκρίνια. Αυτό που μου έκανε και ο Ξανθόπουλος τότε,

Μανώλης Μητσιάς[19]

Τι ρόλο έπαιξε η ενασχόληση σας με τη βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική;

Πολύ σημαντικό. Είναι δυο σχολεία. Κάθησα στο ψαλτήρι 15 χρόνια. Αυτού του είδους η μουσική βοηθά τον λαιμό σου να κάνει ελιγμούς, αναπτύσσει την τεχνική γενικότερα, δίνει αίσθηση του μέτρου. Την αίσθηση που απέκτησα κι εγω, ώστε να μην κάνω ποτέ περιττούς λαρυγγισμούς. Το θεωρούσα και το θεωρώ αστείο. Ούτε οι κορυφαίου Καζαντζίδης και Μπιθικώτσης τραγουδούσαν με τέτοιους λαρυγγισμούς. Άκουγα τις γεμάτες φωνές τους να πλημμυρίζουν τις καρδιές των ανθρώπων χωρίς να καταφεύγουν σε φωνητικά τερτίπια, στα ίσα, δωρικά.

 

ΚΟΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΑΝ 

Μεταξύ άλλων είπαν και κάποια κοινά τραγούδια που μπορούν να αποτελέσουν σημείο σύγκρισης όπως: Ο «Καημός» , «Άπονη ζωή» , «Φτωχολογιά», κ.α (συνολικά είναι γύρω στα δέκα). 

Στον «Καημό» που τον είπε πρώτος ο Καζαντζίδης παρόλη την όχι τόσο καλή ενορχήστρωση, όπως στην περίπτωση του Μπιθικώτση έχουμε να κάνουμε με μιαν άριστη πράγματι ερμηνεία, αντάξια του μεγέθους του Στέλιου Καζαντζίδη. Το τραγούδι ακούγεται υπέροχα, γεμάτο καημό και ανθρώπινο λυγμό. Δεύτερη φωνή κάνει η Μαρινέλλα. Το τραγούδι με αυτή την ερμηνεία θα έμενε στη δισκογραφία ως μια θαυμάσια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού που θα ακουγόταν ευχάριστα σε ένα νυχτερινό κέντρο ή σε μια ταβέρνα.

 Στην περίπτωση του Μπιθικώτση η ερμηνεία ξεπερνάει κάθε πρόβλεψη αγγίζει θα λέγαμε το υπερβατικό,  και επιβεβαιώνει αυτό που είχε ήδη φανεί καθώς και τη συνέχεια. Γιατί ο Μπιθικώτσης ήταν ο αδιαφιλονίκητος ερμηνευτής τον τραγουδιών του Μίκη. Η ερμηνεία δίνει άλλες διαστάσεις στο τραγούδι. Ακούγεται σαν βυζαντινή υμνωδία βγαλμένη από τα βάθη του χρόνου, κάθε λέξη ακούγεται τονισμένη καθαρά σαν κρύσταλλο με τα "Α" και τα "Ο" να αντηχούν έτσι όπως οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν. Ο «καημός» είναι μια από τις περιπτώσεις που λέμε ότι ο Μπιθικώτσης «ξεπερνά» τους δημιουργούς, συνθέτη και στιχουργό. 

 Ο [20]Γιάννης Φλέσσας[21]αναφέρει για τον «καημό» : «το βράχο βράχο το έχει βέβαια σφραγίσει με την ερμηνεία του ο Καζαντζίδης. Και στον «Καημό» πρώτος ερμηνευτής υπήρξε ο Καζαντζίδης. Μετά από ένα χρόνο, περίπου ο Θεοδωράκης ξαναπαρουσίασε το τραγούδι αυτό στο θεατρικό έργο «Ομορφη Πόλη» σε διασκευή για χορωδία και σολίστα, και αυτό υπήρξε η αφορμή για τον Μπιθικώτση να δώσει μια από τις πιο σημαντικές ερμηνείες στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας».

 Οι ερμηνευτικές διαφορές, υπέρ του Μπιθικώτση, φαίνονται και στα άλλα δυο  τραγούδια του Ξαρχάκου, στην «Άπονη ζωή» , και στην  «φτωχολογιά», τραγούδια τα οποία ο Καζαντζίδης επανεκτέλεσε, χωρίς επιτυχία.

Ο Μιχαήλ Σμέρος (καθηγητής φωνητικής), μας αναλύει τον "ΚΑΗΜΟ"  με τη φωνή του Μπιθικώτση:

 Είναι μεγάλος ο γιαλός

είναι μακρύ το κύμα

είναι μεγάλος ο καημός

κι είναι πικρό το κρίμα

 

Γραμμένο σε "φα μείζονα" το τραγούδι, ξεκινάει με τη μελωδία του από τη νότα "Φα" που βρίσκεται στις μεσαίες περιοχές της φωνής του τραγουδιστή. Ο Γρηγόρης ξεκινάει με τη λέξη "είναι" και τραγουδώντας το φωνήεν "ε" στην κατάληξη της λέξης "-ναι" κάνει έναν ιδιαίτερο λυγμό, κόβει και ξαναρχίζει αμέσως την φωνή του, με μία τεχνική κίνηση του διαφράγματός του, θέλοντας να δώσει τον καημό που νιώθει μέσα από τις λέξεις που τραγουδάει. Τονίζουμε αυτόν τον λυγμό που κάνει γιατί είναι ιδιαίτερος και μοναδικός.

Οι φράσεις που ακολουθούν διαρκούν περίπου 10 δευτερόλεπτα η καθεμία. Ο Μπιθικώτσης τις τραγουδάει με χαρακτηριστική άνεση, έχει δηλαδή τέλεια τεχνική στην αναπνοή του. Θα σταθούμε εδώ στο "γύρισμα" που κάνει στην νότα "λα" με το φωνήεν "ι" της συλλαβής "κύ-" από την λέξη "κύμα" του δεύτερου στίχου. Σε αυτό το πανάλαφρο σε ήχο γύρισμα η φωνή του λες και μιμείται το ίδιο το κύμα, κάνει ένα κυματισμό ανάμεσα στις νότες και σου δίνει την αίσθηση της ροής και της γαλήνης της θάλασσας. Οι αρμονικές της φωνής του είναι τέλεια ισορροπημένες και η αντήχηση που καταφέρνει σε αυτές τις μεσαίες σε τονικότητα για τη φωνή του νότες είναι η καλύτερα δυνατή. Ζωντανή και πεντακάθαρη ρινική αντήχηση, χωρίς να κλείνει τον λάρυγγά του, χαρίζοντας σε εμάς έναν τέλειο ήχο. Έναν ήχο που τον κρατάει ζωντανό και φρέσκο και στους επόμενους στίχους που η φωνή του αρχίζει και ανεβαίνει σε ψηλότερες τονικότητες.

 Ποτάμι μέσα μου πικρό

το αίμα της πληγής σου

κι από το αίμα πιο πικρό

στο στόμα το φιλί σου

 Εδώ η τονικότητα βοηθάει τον καλλιτέχνη να αποδώσει ακόμη περισσότερη ενέργεια στον ήχο του. Ανεβαίνοντας η μελωδία στην νότα "ρε" στην συλλαβή "πλη-", το άκουσμα έχει πλέον απογειωθεί. Η κατάληξη της μελωδίας με το φωνήεν "ου" της λέξης "σου" στην νότα "Λα", μας δίνει ένα υπέροχα τραγουδισμένα "κλειστό" φωνήεν όπως είναι το "ου", που νομίζει κανείς οτι είναι "ανοικτό", ακούγεται δηλαδή με αρκετό όγκο και διαύγεια. Στους επόμενους 2 στίχους τα συναισθήματα είναι πολλά. Θέλεις να κλάψεις, να χαρείς, να ζήσεις, να ανυψωθείς. Δημιουργείται μία κάθαρση, μία λύτρωση με την μουσική του Θεοδωράκη, τους στίχους του Χριστοδούλου και την φωνή του Μπιθικώτση. Όλοι μας τραγουδάμε ακούγοντας αυτό το σημείο του τραγουδιού. Η φωνή του καλλιτέχνη εδώ δίνει ότι καλύτερο έχει. Ψηλές νότες, πεντακάθαρες, με αντήχηση που σου τρυπάει την καρδιά, με διάρκεια, με συναίσθημα, με γυρίσματα, με όγκο, ήχοι ανάτασης ή και ανάστασης θα λέγαμε. Εδώ να σημειώσουμε την δυσκολία που έχουν οι νότες αυτές, οι οποίες έχουν χρονική διάρκεια αρκετή για να δοκιμάσουν τον ήχο του τραγουδιστή. Αν ο τραγουδιστής δεν έχει απόλυτο έλεγχο της αντήχησης και του λάρυγγά του, δεν μπορούν να τραγουδηθούν. Επίσης να σημειώσουμε τα διαστήματα 6ης που ακούγονται στα σημεία "κι_α -πό" και στο "στο στό-" που η φωνή του τραγουδιστή κάνει μια βουτιά σε χαμηλές νότες πριν ανέβει ξανά, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου οτι η μελωδία κινείται σε ψηλούς τόνους σε αυτό το σημείο και δοκιμάζει με αυτό τον τρόπο την ευλυγισία και τοποθέτηση της φωνής του τραγουδιστή, κάτι που ο Γρηγόρης κάνει με χαρακτηριστική άνεση, μια ικανότητα που ο συνθέτης Μίκης χρησιμοποιεί με τις μελωδίες του στο έπακρο.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Στέλιος Καζαντζίδης, περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου, (αναπαραγωγή από περιοδικό ΛΑΙΚΟ τραγούδι, Οκτώβριος 2002, τ.1, σε. 41.

[2]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Γιατί είμαι ένας αντιήρωας στη ζωή και την τέχνη», Έθνος , 2/4/1982 Συνέντευξη στον ΑρηΣκιαδόπουλο.

[3]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Είμαι συνθέτης με απόφαση του Αρείου Πάγου», ΒΗΜΑ της Κυριακής, 26/11/1978. Συνέντευξη στο Γιάννη Φλέσσα.

[4] https://www.katiousa.gr/politismos/mousiki/grigoris-mpithikotsis-o-kazantzidis-ego-ki-apo-kei-kai-pera-min-to-psachneis/

[5]Νέαρχος Γεωργιάδης, Τάνια Ραχματουλίνα, Κώστας Παπαδόπουλος ο Παγκανίνι του μπουζουκιου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007, σελ. 52-52.

[6]Λευτέρης Παπαδόπουλος,  Εν αρχή ην ο Καζαντζιδης, Καστανιώτης, σελ. 19-21.

[7]Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Εγώ μαθήτευσα στον Πλάτωνα και το Σωκράτη», Απογευματινή, 7/12/1986, Συνέντευξη στη Γιώτα Συκκά.

[9] https://www.fosonline.gr/stiles/tragoydia/article/231154/otan-o-kazantzidis-milise-oraia-gia-ton-mpithikotsi

[10]Κλεάνθης Γρίβας (ψυχίατρος), «Περί Μελαγχολίας» στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, 2005, σελ. 71.

[11]Παναγιώτης Δόϊκος, «Η ογκώδης φωνή και ο λαϊκός λυγμός, το ελληνικό μουσικό πάθος του Στέλιου Καζαντζίδη», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα,εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 227.

[12]Αγάθων Ιακωβίδης, «Ο Καζαντζίδης και οι άλλοι», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 401.

[13]Κώστας Παπαδόπουλος, «Μιλούσε σα να τραγουδούσε», στο Θωμάς Κοροβίνης (επιμ.), Στέλιος Καζαντζίδης, Αφιέρωμα, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2005, σελ. 475.

[14]Από συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη, «Μίκης Θεοδωράκης, ένας εβδομηντάχρονος έφηβος», Αθήνα, 1995.

[15]Γιώργος Μακράκης, «Το μακρύ ταξίδι του παραγωγού στις δισκογραφικές εταιρείες», συνέντευξη στο περιοδικό Δίφωνο, τ. 16., Ιανουάριος 1997, σελ. 160.

[16]Σπύρος Ζαγοραίος, συνέντευξη στο περιοδικό «Μελωδία», τεύχος 3, Φεβρουάριος 2000, σελ. 105.

[18]Σταματης Κραουνάκης, «Ορίτζιναλ καλλιτεχνική φιγούρα», συνέντευξη στην Χρυσούλα Παπαϊωάννου, ΟΑΣΙΣ, Φεβρουάριος 2009, τ.6., σ.54.

[19]Μανώλης Μητσιάς, «Ποιος θα χορέψει σήμερα ένα ζεϊμπέκικο», (συνέντευξη στην Αφροδίτη Παπακαλού), περιοδικό ΟΑΣΙΣ, τ.10, σελ. 52.

[20] Είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ξεκίνησε την δημοσιογραφική του καριέρα στην "Αθλητική Ηχώ" το 1962 ως κριτικός κινηματογράφου. Υπήρξε μέλος της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών με πρόεδρο την αείμνηστη Ελένη Βλάχου. Εργάστηκε ως καλλιτεχνικός συντάκτης 26 χρόνια στην εφημερίδα "Έθνος" (όπου εξακολουθεί να εργάζεται) και 5 στο "Βήμα". Εργάστηκε επίσης στη "Μεσημβρινή". Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά "Οπτικοακουστική", "Ήχος", "Φαντάζιο", "Γυναίκα" και "Ταχυδρόμος". Υπήρξε μουσικός παραγωγός στο Ραδιόφωνο της ΕΡΤ 20 χρόνια (1977-1997), με εκπομπές γύρω απ' τη μουσική του κινηματογράφου και διαθέτει μια τεράστια συλλογή κινηματογραφικής μουσικής, με σπάνια κομμάτια βινυλίου και CD. Έχει γράψει περισσότερα από 10 βιβλία, με γνωστότερο το Μουσική στα 35 mm.

[21]Γιάννης Φλέσσας, 70 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης, Εθνος, 1995.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γιώργου Πολ. Παπαδάκη) γράφει ο Θ, Γιώγλου (Ογδοο)

  Τον Δεκέμβρη του 2022 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τη μελέτη του συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Πολ. Παπαδάκη σχετικά με τη διαδρομή, την προσφ...