Μπιθικώτσης, λαϊκός θρύλος
Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων, Δρόμων, Αθήνα 2022, 776 σελ.
Μια περιήγηση στη ζωή του Γρηγόρη Μπιθικώτση από έναν αφοσιωμένο φίλο του, ο οποίος έχει συγκεντρώσει το σύνολο της δισκογραφίας του και πλήθος δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά. Το ξεκίνημα, η σχέση του με τον Βαμβακάρη, η διασταύρωσή του με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, η μελοποιημένη ποίηση που τραγούδησε… Ένας λαϊκός βάρδος που σημάδεψε μια αξέχαστη ιστορική περίοδο. Τεύχος 141
Πριν από μια εικοσαετία είχε κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση (1922-2005), με τον τίτλο Εγώ ο σερ… (Κοχλίας, 2002), σε επιμέλεια του δημοσιογράφου Πάνου Γεραμάνη. Το βιβλίο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων (εκδ. Δρόμων), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δεν αποτελεί βιογραφία ούτε απόπειρα βιογραφίας. Είναι μελέτη - καταγραφή της δισκογραφίας του λαϊκού τραγουδιστή που ευτύχησε μεταξύ άλλων να πει εξαιρετικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι και άλλων σημαντικών συνθετών, καρπός πολυετούς έρευνας του Γιώργου Π. Παπαδάκη, ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και κομίστα. Ο συγγραφέας, φίλος του τραγουδιστή μέχρι το θάνατό του, συγκέντρωνε μεθοδικά το υλικό του. Είναι οι δίσκοι του τραγουδιστή και το περιεχόμενό τους, εφημερίδες και περιοδικά με τις συνεντεύξεις του και δημοσιεύματα γι’ αυτόν καθώς και βιβλία σχετικά με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι.
Κατά τον Γιώργο Π. Παπαδάκη, η επαγγελματική-δισκογραφική ζωή του Μπιθικώτση διαιρείται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη είναι η δεκαετία του 1950 με τις πρώτες ηχογραφήσεις του που κυκλοφόρησαν σε δίσκο, εποχή που τη σφράγισε η συνεργασία του τραγουδιστή με τον Μάνο Χατζιδάκι. Η δεύτερη περίοδος συμπίπτει με τη δεκαετία του 1960, και τη συνεργασία του με σημαντικούς συνθέτες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η τρίτη περίοδος εκτείνεται στη δεκαετία του 1970 και αρχίζει με την Επιστροφή του Μάνου Χατζιδάκι. Η τέταρτη περίοδος είναι ταυτόσημη με τη δεκαετία του 1980, οπότε ηχογραφληθηκε και το τελευταίο τραγούδι του στη δισκογραφία. Η πέμπτη περίοδος είναι η δεκαετία του 1990, πότε έδωσε συναυλίες σε μεγάλους χώρους, με πιο γνωστή ίσως την παρουσία του το 193 στο Ηρώδειο, όπου ερμήνευσε εκ νέου το Άξιον Εστί.
Επανάσταση
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο οποίος συνδέθηκε με την επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι που έφερε ο Μίκης Θεοδωράκης τη δεκαετία του 1960, πρώτα με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου και στη συνέχεια με το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, θεωρείται από ορισμένους πρόσωπο που ξεπέρασε τους δημιουργούς τα τραγούδια των οποίων ερμήνευσε, προσφέροντας με το ηχόχρωμα της φωνής του ένα άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα.
Με καταγωγή από την Κάρυστο, μεγάλωσε σε προσφυγική γειτονιά του Περιστερίου, όπου με μια κιθάρα έπαιζε ευρωπαϊκά τραγούδια, μπαίνοντας ορμητικά στο χώρο της μουσικής. Μια μέρα του 1937, την εποχή της μεγάλης διάδοσης του ρεμπέτικου τραγουδιού, πήγε να γνωρίσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, του είπε πως παίζει κιθάρα και μπουζούκι, κι εκείνος του έδωσε συμβουλές για ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο της νύχτας. Έπαιζε καλό μπουζούκι, ενώ εργαζόταν επαγγελματικά ως υδραυλικός. Στην αρχή συμμετείχε σε ηχογραφήσεις δίσκων, αλλά βαθμιαία εγκατέλειψε τη δουλειά του για ν’ αφιερωθεί στη μουσική.
Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, εποχή κατά την οποία το ρεμπέτικο, που αρχικά μιλούσε για τους μάγκες, τα ναρκωτικά, τους τεκέδες και τις φυλακές, μετεξελίχθηκε σε λαϊκό εξαιτίας της επίδρασης του Βασίλη Τσιτσάνη και του Μανώλη Χιώτη, ο Μπιθικώτσης άρχισε να εργάζεται σε μαγαζιά. Την ίδια εποχή, ανέτειλε το άστρο του Στέλιου Καζαντζίδη και η θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού μετατοπίστηκε στον έρωτα, τη φτώχεια, τον κατατρεγμό, την ξενιτιά, τον καημό της μάνας. Η ταβέρνα, ως χώρος γλεντιού των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τα κοσμικά νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως. Το ελαφρό τραγούδι που απευθυνόταν στα ανώτερα στρώματα, τα οποία απεχθάνονταν το μπουζούκι, σιγά σιγά έχασε την παλιά του αίγλη. Της μόδας έγινε το λαϊκό και οι τραγουδιστές που το υπηρετούσαν έγιναν σταρ. Μεταξύ αυτών, σταρ έγινε κι ο Μπιθικώτσης, που κάποια στιγμή μετακόμισε από το Περιστέρι σε μια λιγότερο λαϊκή περιοχή, το Χαλάνδρι.
Ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που έδωσε τραγούδια στον Μπιθικώτση ήταν ο Μπάμπης Μπακάλης. Αυτός έγραψε, σε στίχους του Δημήτρη Γκούτη, ένα από τα πιο ακουσμένα στο ραδιόφωνο τραγούδια, κάπως χιουμοριστικό. Αυτό συνέβη το 1958, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση από τους Σοβιετικούς του πρώτου τεχνητού δορυφόρου, του Σπούτνικ, κι ήταν το «Θα σε πάω στο φεγγάρι», το οποίο περιείχε και τους εξής στίχους:
Όλος ο κόσμος θα είναι δικός σου
και θα ζηλεύουνε τον πύραυλό σου.
Η συνεργασία του Μπιθικώτση με τον λαϊκό συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη του χάρισε το 1960 την επιτυχία, με το τραγούδι «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που είχε θέμα το παράνομο τζογαδόρικο παιχνίδι στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας από έξυπνους μάγκες, οι οποίοι έπαιρναν τα λεφτά των αφελών με ταχυδακτυλουργικά κόλπα:
Γέμισε ο κόσμος παπατζήδες,
απάτες και αεριτζήδες.
Το πρώτο τραγούδι του οποίου έγραψε ο ίδιος τη μουσική ήταν «Το τρελοκόριτσο» (1955), όμως η πιο μεγάλη επιτυχία του τη δεκαετία του 1950 ήταν η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, το 1956. Το τραγούδι «Γαρούφαλλο στ’ αυτί», σε στίχους του Σακελλάριου, που στην ταινία το τραγουδούσε η Σούλη Σαμπάχ, το δισκογράφησε ο Μπιθικώτσης μαζί με το «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω», χάρη στη συνδρομή του Τάκη Λαμπρόπουλου, του ισχυρού άνδρα της εταιρείας Columbia, κι αυτό ήταν το βήμα προς την καταξίωση, καθώς οι πωλήσεις του δίσκου ήταν ανεβασμένες. (Ο συγγραφέας, πάντως, σημειώνει ότι συγκεκριμένα δύο τραγούδια που προαναφέρθηκαν μάλλον δεν ήταν του Χατζιδάκι αλλά του Τόλη Χάρμα, ο οποίος τα είχε πουλήσει στον Φιλοποίμενα Φίνο της Φίνος Φιλμς.) Επίσης, λίγα χρόνια μετά, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε κι άλλα τραγούδια του Χατζιδάκι σε λαϊκούς δρόμους, το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά» σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και την «Κυρά», που γράφτηκε σε στίχους του συνθέτη.
Η δεύτερη περίοδος της επαγγελματικής ζωής του Μπιθικώτση σημαδεύτηκε από τη σχέση του με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ένα βράδυ του 1959, ο δημοφιλής πλέον λαϊκός τραγουδιστής, απεσταλμένος του Τσιτσάνη, χτύπησε την πόρτα του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου σ’ ένα υπόγειο στη Νίκαια –εκείνος ήταν ξεχασμένος και ζούσε στα όρια της φτώχειας– και του ζήτησε την άδεια να πει τα τραγούδια του. Έκτοτε, ο Μάρκος βγήκε από την αφάνεια.
Ήδη ο Μπιθικώτσης είχε αρχίσει από το 1956 να ερμηνεύει τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ στην πορεία είπε ακόμα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη, του Γιώργου Ζαμπέτα, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Γιώργου Μητσάκη, του Απόστολου Καλδάρα, του Άκη Πάνου και άλλων.
Ερμηνεύοντας ποιητές
Την ίδια εποχή άρχισε η συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, όταν κλήθηκε να ερμηνεύσει τα τραγούδια του Επιτάφιου, για την εταιρεία Columbia. Τον είχε γράψει ο Γιάννης Ρίτσος, ύστερα από τα δραματικά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936 και το θάνατο ενός νέου. Είχε προηγηθεί η ερμηνεία της Νανάς Μούσχουρη η οποία είχε τραγουδήσει τα τραγούδια υπό την διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι για την εταιρεία Fidelity του Αλέκου Πατσιφά. Μολονότι τα ποιήματα του έργου είναι ο θρήνος μιας μάνας για το γιο της, η φωνή του Μπιθικώτση, ιδανική στα λαϊκά τραγούδια, θεωρήθηκε από τον συνθέτη ως ιδανικότερη:
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω […]
Ο Τάκης Λαμπρόπουλος είχε προτείνει για την ερμηνεία των τραγουδιών τον Στέλιο Καζαντζίδη, που τότε μεσουρανούσε, αλλά ο Θεοδωράκης προτίμησε τον Μπιθικώτση για τη φωνή του και όχι όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι επειδή τον ήξερε από τη Μακρόνησο όπου αμφότεροι ήταν εξόριστοι. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η συνεργασία τους όρισε παντοτινά την καριέρα και τη ζωή και των δύο, ενώ στη συνέχεια, το 1960, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τα Επιφάνια σε ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και το 1964 το Άξιον Εστί σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Δυο χρόνια μετά, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε πάλι ποιήματα του Ρίτσου, τη Ρωμιοσύνη – με στίχους όπως οι παρακάτω:
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα […]
Ύστερα από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ήρθε η σειρά του άλλου σημαντικού συνθέτη, του Σταύρου Ξαρχάκου. Η αρχή της συνεργασίας τους έγινε το 1963, όταν τραγούδησε την «Άπονη ζωή» και τη «Φτωχολογιά», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου:
Άπονη ζωή,
μας πέταξες στου δρόμου την άκρη,
μας αδίκησες […]
Τα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, μετά το 1967, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε σε δίσκους έργα σπουδαίων συνθετών, όπως ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Σπανός, ενώ έγραψε και δικά του τραγούδια που ερμήνευσε ο ίδιος. Ανάμεσά τους, η «Επίσημη αγαπημένη» και το «Μια γυναίκα φεύγει», που ακούγονταν πολύ από το ραδιόφωνο. Κι έπειτα, το 1970, ηχογράφησε την Επιστροφή του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, δίσκο που προανήγγειλε την οριστική επιστροφή του συνθέτη –το 1972– στην Ελλάδα από το εξωτερικό όπου βρισκόταν – είχε φύγει το 1966 για τη Νέα Υόρκη όπου, μεταξύ άλλων, εργάστηκε με τον Ζυλ Ντασσέν και τη Μελίνα Μερκούρη στο θεατρικό έργο Ίλια, Ντάρλινγκ.
Μετά τη δικτατορία
Τα επόμενα χρόνια, ο Μπιθικώτσης ηχογράφησε πολλά δικά του τραγούδια, κυρίως σε στίχους του Κώστα Βίρβου, ώσπου το 1978, τέσσερα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος είχε κατεβεί υποψήφιος δήμαρχος στο Δήμο Αθηναίων με το ΚΚΕ, τον κάλεσε σε μια καινούργια συνεργασία. Ο δίσκος Οχτώβρης 1978 ήταν ο τελευταίο τους, σε αυτόν υπήρχαν εξαιρετικά τραγούδια σε στίχους δημοφιλών δημιουργών που όμως δεν έγιναν επιτυχίες.
Ο θάνατος του Τσιτσάνη το 1984 προκάλεσε σοκ στον Μπιθικώτση, ο οποίος δήλωσε ότι θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση, κάτι που τελικά δεν έπραξε. Το 1986 έβγαλε το δίσκο Σήμερα, με ερμηνευτές τον ίδιο, τον Λεωνίδα Βελή και την Πίτσα Παπαδοπούλου, ενώ το 1990 βγήκε η τελευταία του δισκογραφική δουλειά Ο άγνωστος Θεός. Οι εποχές είχαν αλλάξει και τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν, ούτε η φωνή του ούτε τα γούστα του κοινού.
Η συμμετοχή του στη συναυλία του Ηρωδείου το 1993, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την κυκλοφορία του Άξιον Εστί, και η συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1995 για τα 70 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ευκαιρίες να δείξει στο κοινό τις απεριόριστες φωνητικές του ικανότητες, μολονότι «η φωνή του δεν ήταν ίδια», όπως τονίζει ο συγγραφέας. Τον Ιούνιο του 1997 τιμήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός ο Ευάγγελος Βενιζέλος) για το σύνολο του έργου του και συμμετείχε σε συναυλία στο Παλλάς.
Το βιβλίο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής των Ελλήνων, εκτός από αυτές και πολλές άλλες λεπτομερείς και ελεγμένες πληροφορίες, περιέχει πολλές φωτογραφίες του τραγουδιστή με συνεργάτες και ομοτέχνους του τραγουδιστή, καθώς και την αναπαραγωγή συνεντεύξεων και δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου