ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΒΑΖΕ ΘΕΜΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19 ΑΙΩΝΑ


Η άνοδος της Γερμανίας στις αρχές του 20ου αιώνα.



Η Ευρώπη από το 1870 κι ύστερα, αυτό γνώρισε μεγάλες πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις, οι οποίες οδήγησαν σε λεπτές ισορροπίες μεταξύ των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών. Το αποκορύφωμα όλων αυτών των ζυμώσεων ήταν ο «Μεγάλος Πόλεμος» του 1914, ο οποίος αιματοκύλησε την Ευρώπη (κυρίως) για πέντε χρόνια.
Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, οι Γερμανοί δεν είχαν αποκτήσει ακόμη συμπαγή και σταθερή εθνική συνείδηση δεδομένου ότι ο όρος «Γερμανία» δεν αναφερόταν καν σε μια περιοχή με σαφή οριοθέτηση. Αποτελούμενη από ένα ψηφιδωτό κρατιδίων η Γερμανία είχε να περηφανευτεί κυρίως για τη γλωσσική ταυτότητα που χαρακτήριζε πληθυσμούς της Ελβετίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκούσε, κυρίως επειδή οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις των περιοχών αυτών μιλούσαν και τη γαλλική γλώσσα.[1] Στην πορεία της ιστορίας και κατά την περίοδο του ρομαντισμού, οι Γερμανοί άρχισαν να αντιδρούν απέναντι στη γαλλική κουλτούρα, αλλά και απέναντι στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού και πρέπει να πούμε ότι εκείνη κυρίως την περίοδο άρχισαν να αναπτύσσονται τα πρώτα εθνικά χαρακτηριστικά των Γερμανών. Κατά τη δεκαετία του 1780 μεγάλη επιρροή άσκησε και το έργο του Χέρντερ με τίτλο Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας της ανθρωπότητας έργο, που έθετε τις βάσεις για μια πιο ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα, μια ταυτότητα που θα χαρακτηριζόταν από τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, και γενικότερα από τις συνήθειες των λαϊκών στρωμάτων.[2] Μέσα σε έναν κόσμο που μεταβαλλόταν συνεχώς, η Γερμανία απέκτησε σταδιακά εθνική συνείδηση με κυρίαρχο μοχλό ανάπτυξης την Πρωσία, όπου ο αυτοκράτορας κατεύθυνε το κυβερνητικό έργο, με τη μοναρχία να υπερτερεί τελικά του κοινοβουλευτισμού (παρόλο που τον ακολούθησαν τα περισσότερα γερμανικά κράτη). Πάντως, γύρω στη δεκαετία του 1850, η Πρωσία ήταν μια χώρα συντηρητική χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και βλέψεις.[3] Μετά το 1870 και τη νίκη των Πρώσων στον πόλεμο με τους Γάλλους, η γερμανική υπεροχή άρχισε να διαφαίνεται ξεκάθαρα σε όλους τους τομείς. Αυτό διαφαινόταν, όχι μόνο από τη στρατιωτική υπεροχή και τον άρτιο εξοπλισμό, αλλά από τη γενικότερη βιομηχανική και βιοτεχνική εξέλιξη της ευρύτερης Γερμανίας. Η εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού ήταν καθοριστική καθιστώντας την Γερμανία σταδιακά ακαταμάχητη σε όλους τους τομείς. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν η κορυφαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ η διοικητική και γραφειοκρατική αρτιότητα ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την εικόνα ενός κράτους μοντέλου.[4]  

Η εμφάνιση του Βίσμαρκ στην πολιτική ζωή έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός νέου ισχυρού κράτους. Η Γερμανία είχε αποκτήσει μια δυναμική που βασιζόταν στις μεγάλες διπλωματικές και στρατιωτικές επιτυχίες της δεκαετίας του 1860, επιτυχίες που αύξησαν την ισχύ της αριστοκρατίας και όχι της αστικής τάξης κι ενίσχυσαν τη λογική των μεθόδων του Βίσμαρκ: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».[5] Ο πολιτικός αυτός, εκφραστής του πολιτικού ρεαλισμού, ισορροπούσε ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στις εναλλασσόμενες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Συνθηκολόγησε με την καθολική εκκλησία, η οποία κατηγορείτο ότι ενίσχυε αποσχιστικά κινήματα, με απότέλεσμα να «κερδίσει» η Γερμανία ένα πανίσχυρο καθολικό κόμμα που εξελίχθηκε σε κόμμα με μεγάλη επιρροή. Από την άλλη κατάφερε να αποκλείσει τον κίνδυνο του σοσιαλιστικού κόμματος, μέχρι τουλάχιστον το 1890, παίρνοντας μια σειρά απαγορευτικών μέτρων, με αντιστάθμισμα όμως την έντονη κοινωνική πολιτική.[6] Ανάμεσα στα 1885 και στα 1900 πληρώθηκαν ασφάλιστρα σε πενήντα εκατομμύρια περιπτώσεις, για αρρώστιες, ατυχήματα και ανικανότητα από γεράματα.[7]

Ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός, και δη ο αγγλογερμανικός, ενέτεινε τη διάθεση της Γερμανίας για ταχύτερη πρόοδο. Ορισμένα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά αυτής της ανόδου που επέφερε ο ανταγωνισμός. Στα 1884 η γερμανική παραγωγή σε ατσάλι ήταν η μισή από την αγγλική. Στα 1900 η γερμανική παραγωγή περνούσε την αγγλική κατά 20%. Η βρετανική παραγωγή σε χυτοσίδηρο, μένει στάσιμη μεταξύ 1880 και 1900, ενώ η γερμανική αυξάνεται κατά 20%. Το αποκορύφωμα ήταν η άνοδος του γερμανικού εμπορικού ναυτικού. Το τελευταίο, στη δεκαετία 1890-1900, δεν ξεπερνούσε ούτε το ένα έκτο του αγγλικού σε συνολική χωρητικότητα. Κι όμως τα γερμανικά πλοία, μειώνοντας τα ναύλα, κατάφεραν πολλούς βιομηχάνους, ακόμη και Άγγλους, να φορτώνουν τα εμπορεύματά τους σε γερμανικά πλοία. Χαρακτηριστικά, ομολογούν οι Τάιμς, το 1886: «οι Γερμανοί υπερτερούν ήδη ημών εις πολλά από τα προσόντα, τα οποία αποτελούν συντελεστάς της εμπορικής επιτυχίας».[8]

Μετά την απομάκρυνση του Βίσμαρκ από την ενεργό πολιτική σκηνή, τη νέα πολιτική της Γερμανίας εξέφρασε, από το 1890 έως 1914, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος ο Β. Τα πράγματα άλλαξαν, σε σχέση με την ισορροπημένη πολιτική του Βίσμαρκ, λόγω της υιοθέτησης μιας παγκόσμιας πολιτικής (Weltpolitik) που διακήρυξε ο ίδιος ο Γερμανός αυτοκράτορας το 1897. Με την πολιτική αυτή, ταράχτηκαν τα ευρωπαϊκά «πολιτικά ύδατα», επειδή αμφισβητούσε την εμπορική και ναυτική ηγεμονίας της Βρετανίας.[9] Η κατάσταση, όπως την είχε διαμορφώσει ο Βίσμαρκ, ένα δίκτυο συμμαχιών, με τη Γαλλία εκτεθειμένη και τη Βρετανία οικειοθελώς εκτός, είχε αλλάξει. Η πολιτική του Βίσμαρκ, ήταν μια ευρωπαϊκά προσανατολισμένη πολιτική, χωρίς αποικιοκρατικές βλέψεις και βασιζόταν στο ρεαλισμό (Realpolitik)[10] και τη δημιουργία μιας πανίσχυρης Γερμανίας που θα διατηρούσε την ειρήνη, κυρίως λόγω του φόβου που θα ενέπνεε στους άλλους. Η διπλωματική μαεστρία ήταν εκείνη που τα προηγούμενα χρόνια είχε κρατήσει τις ισορροπίες.[11] Οι ζυμώσεις που ακολουθούν οδηγούν σε μια νέα τάξη πραγμάτων με τη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων. Διαμορφώνονται δυο συμμαχικά μέτωπα στην Ευρώπη: η Βρετανία, η Γαλλία κι η Ρωσία από τη μια πλευρά κι από την άλλη οι δυνάμεις της Τριπλής Συμμαχίας, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία κι η Ιταλία.

Η Γερμανία, χώρα που είχε μείνει έξω από τον αποικιακό ανταγωνισμό, άρχισε να ορέγεται κι αυτή αποικίες. Έτσι το Ράιχ, πέραν του ευρύτερου ανταγωνιστικού πνεύματος, δημιουργεί ναυτικό δυνατό, για να μπορεί η Γερμανία έστω και καθυστερημένα να ορθώσει αποικιακές απαιτήσεις.[12] Η κατάκτηση εδαφών κι ο αποικιακός ανταγωνισμός μεγαλώνει την ήδη διαμορφωμένη ένταση, ενώ αποτελεί αιτία, όχι μόνο πολιτικού, μα και ψυχολογικού ανταγωνισμού.
Αρχίζει και αναπτύσσεται ραγδαία ο εθνικισμός, με την Παγγερμανική Ένωση το 1891 και τη Ναυτική Ένωση το 1898, με πολλές εκατοντάδες χι-λιάδες μέλη. Σαν σε «ηλεκτρική εκκένωση» αντίστοιχες ενώσεις αναπτύσσονται και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γαλλία (Ένωση της Γαλλικής Πατρίδας) και στη Βρετανία (Navy League, National service League).[13] Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Ράπτης: «η άνοδος του εθνικισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη του 19ου αιώνα είχε αλλάξει τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων».[14]

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Απόσπασμα από το "Δοκίμια στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό", Δρόμων, 2013. 



[1] Κολιόπουλος, Ι.Σ. Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, 1789-1945, Εκ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 69.
[2] Στο ίδιο, σ. 70.
[3] Στο ίδιο, σ. 204.
[4] Κ. Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σ. 100.
[5] Κολιόπουλος, Ό.π., σ. 210.
[6] Κ. Ράπτης, Ό.π., σ. 137.
[7] Sir B Ernest arker, Sir George Clark, Professor P. Vaucher, «Εκβιομηχάνιση και Ιμπεριαλισμός», Ιστορία του Πολιτισμού, μτφρ. Νίκας Άγγελος, Εκδοτική, Αθήνα, 1954, σ. 1065.
[8] Sir Ernest Barker, Sir George Clark, Professor P. Vaucher, Ό.π., σ. 1052-1053.
[9] Κ. Ράπτης, Ό.π., σ. 147.
[10] James Joll, Η Ευρώπη, 1870-1970, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2006, σ.129.
[11] G. Trausch, «Από την ισορροπία δυνάμεων στην ισορροπία των μπλόκ » στο Ε. Αρβελέρ, Maurice Aymard (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι, Νεότερη και σύγχρονη εποχή,(τόμος Β΄), εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 282.
[12] Στο ίδιο, σελ.280.
[13] G. Trausch, Ό.π., σελ. 285.
[14] Κ. Ράπτης, Ό.π., σ. 150.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ

  Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Δεν υπάρχει πλέον τίποτα που να μη μπαίνει στη διαδικασία να κρίνει κάποιος. Φυσικά μπορεί να κρίνει κ...