ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΜΠΑΟΥΜΑΝ



Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΜΠΑΟΥΜΑΝ


Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν παρουσιάζει μια διαφορετική όψη της νεωτερικότητας διυλίζοντάς τη μέσα από το πρίσμα της μετανεωτερικότητας την οποία και αναγνωρίζει ως υφιστάμενη και τροφοδότρια της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης. Η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα δεν είναι για το στοχαστή δυο διαφορετικές καταστάσεις παρά είναι –η μια της άλλης– μια συμπληρωματική εκδοχή ερμηνείας της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Η μετανεωτερικότητα εισάγει το διφορούμενο χα-ρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης και μέσα από το καλειδοσκόπιο των πολλαπλών ερμηνειών της κριτικάρει τις νεωτερικές θέσεις.[1] Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή που έχουν παρέλθει οι ‘απόλυτες’ αλήθειες και οι ‘μοναδικές’ ερμηνείες φαινομένων και καταστάσεων.
Η νεωτερικότητα για εκείνον είναι ένα πολύχρωμο πάζλ αποτελούμενο από διαφορετικά αφηγηματικά σενάρια τα οποία φωτίζονται διαφορετικά, έτσι ώστε να επιφέρουν διαφορετικές όψεις της κοινωνικής πραγματικότη-τας. Αυτή η πολλαπλότητα των αφηγήσεων είναι που προσφέρει όλες εκείνες τις διαφορετικές οπτικές γωνίες που προσδίδουν εκείνη την πολυσημία των νοημάτων για τον εκάστοτε κοινωνικό στοχαστή.[2]
Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα προσδιορίζεται από τον Μπάουμαν μέσα από τη σχέση συνέχειας και ασυνέχειας που χαρακτηρίζει την σχέση του παρόντος (μετανεωτερικότητα) και του παρελθόντος (νεωτερικότητα).
Η πρώτη σημαντική διαφοροποίηση είναι ότι για τον Μπάουμαν η νεωτερικότητα αποτελείται από ‘κοινωνίες της παραγωγής’, σε αντίθεση με τις ‘κοινωνίες της κατανάλωσης’ που χαρακτηρίζουν την μετανεωτερικότητα. Η συλλογικότητα που χαρακτήριζε τις νεωτερικές κοινωνίες του φορντισμού και των συνδικάτων, και το αίσθημα ομαδικότητας, δίνει σταδιακά τη θέση του σε μια κοινωνία από άτομα που καταναλώνουν όχι τόσο για λόγους ανάγκης αλλά περισσότερο για λόγους ‘προσωπικής θεραπείας’ και ‘συλλογής αισθήσεων’. Δεν υπάρχει πλέον ‘στρατηγική’ ζωής και μακροπρόθεσμοι στόχοι παρά μόνο η συλλογή της εμπειρίας και η ικανοποίηση του πρόσκαιρου ‘παρόντος.[3]
Χαρακτηριστικό είναι το “παράδειγμα του σεξ”, όπως μετεξελίχθηκε την εποχή της μετανεωτερικότητας. Ενώ στη νεωτερική περίοδο το σεξ συνδέθηκε περισσότερο με την οικογένεια, το ρομαντικό έρωτα και την κοινωνικοποίηση που προκύπτει μέσα από το συναίσθημα, μετά την δεκαετία του ’70 άρχισε να ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της αποδέσμευσης από κοινωνικούς κανόνες και οικογενειακές συμβάσεις.[4] Τα άτομα της μετανεωτερικής κοινωνίας έχουν εντάξει το σεξ περισσότερο σαν μια διαδικασία άντλησης ευχαρίστησης όσο και διαρκούς επιβεβαίωσης, με αποτέλεσμα να αποτελεί πλέον μια διαδικαστική διεκπεραίωση φυσικής ανάγκης, όπως η διατροφή και ο ύπνος. Οι μετανεωτερικοί καταναλωτές του σεξ δεν χρειάζονται πλέον ηθικές ‘θωρακίσεις’ και κοινωνικούς κανόνες. Το σεξ είναι πλέον ένα κομμάτι της κοινωνίας της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η ‘αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι’ να αποτελεί μάλλον στάση ζωής παρά ιδιοτυπία κάποιων εκκεντρικών.
Η νεωτερικότητα είναι συνεπώς μια αέναη κίνηση, περιγράφοντας την αδυνατότητα μιας σταθερής κατάστασης και θέσης στην υφιστάμενη κοινωνία. Αυτό έχει τη βάση του στη διάθεση αλλαγής που υπάρχει και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε τάση συντήρησης των κοινωνικών δομών. Η μετανεωτερικότητα εξελίσσει αυτή τη λογική ακόμη περισσότερο, μέσα από την αβεβαιότητα και την ρευστότητα του ‘τρέχοντος’. Δεν υφίσταται το μακροπρόθεσμο παρά μόνο ο έλεγχος του παρόντος μιας και το μέλλον μπορεί να είναι οποιοδήποτε. Άρα ο στόχος είναι πλέον η μη υποθήκευση του μέλλοντος κι όχι η οποιουδήποτε είδους τιθάσευσή του. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για κατακερματισμό της γραμμικότητας του χρόνου σε μια σειρά από άπειρα ‘τώρα’ χωρίς παρελθόν και μέλλον.[5]
Ο Μπάουμαν κάνει ακόμη μεγαλύτερη τομή στον κοινωνικό ιστό και μεσω γλαφυρών παραδειγμάτων περιγράφει τη ρευστότητα και αβεβαιότητα της εξελεγκτικής διαδικασία της νεωτερικότητας. Η κοινωνική ανισότητα υπάρχει ακόμα απλά έχει αλλάξει πρόσωπο. Τα κοινωνικά στρώματα εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ ο διαχωρισμός τους δεν είναι πλέον στατικός αλλά γίνεται εμφανής μέσω της ώσμωσης που προκαλείται από το βαθμό κινητικότητας καθώς και στην επιλογή των ατόμων να επιλέξουν που βρίσκονται. Η τεχνολογική πρόοδος ενέτεινε αυτές τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις διότι μέσω της διαρκούς κινητικότητας δημιουργείται μια παραπλάνηση ‘ομογενοποίησης’, κάτι που δεν ισχύει μιας και οι άνθρωποι αδυνατούν να επικοινωνήσουν πλέον μεταξύ τους.[6]
Αυτή η κατάσταση οδηγεί στη δημιουργία ‘ανθρώπων σκουπιδιών’. Η κινητικότητα αυτή παρουσιάζεται από τον Μπάουμαν μέσω του κλασικού πλέον παραδείγματος ‘πλάνητων-τουριστών’. Οι τουρίστες είναι περιπλανώμενοι επειδή το θέλουν ενώ οι πλάνητες είναι καταδικασμένοι να κινούνται μέσω των καθορισμένων τροχιών τους. Έτσι οι σύγχρονοι πλάνητες είναι οι αλήτες που είναι καταδικασμένοι να αλλάζουν τόπο μιας και πουθενά δεν μπορούν να στεριώσουν. Η μεταμοντέρνα κατάσταση ‘παράγει’ όλο και περισσότερους τέτοιους ανθρώπους ‘απόβλητα’ και τους θεωρεί παράγωγα της ίδιας της κοινωνίας. Είναι μια αναπόσπαστη παρενέργεια της ίδιας της εξελιξιμότητας, μια από τις πληγές της παγκοσμιοποίησης.[7] Τραγική φιγούρα που επιβεβαιώνει το πνεύμα της σύγχρονης αβεβαιό-τητας είναι για τον Μπάουμαν, η μορφή του παράνομου μετανάστη.
Σε συνθήκες ενός σύγχρονου ‘Φαρ Ουέστ’ ο πλάνητας είναι το μεγαλύτερο θύμα της παγκοσμιοποίησης, μιας τραγικής κατάστασης που δημιουργεί απελπισία σε πάρα πολλούς περιπλανώμενους ανθρώπους των ‘πολιτισμένων’ κοινωνιών.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση που δείχνει να μην έχει διέξοδο μιας και χωρίς να επιτελούν κάτι ουσιαστικά δημιουργικό, εγκλωβίζονται στην χώρα της προσωρινής παραμονής και φυσικά με ελάχιστες πιθανότητες επιστροφής στη χώρα προέλευσης τους.
Σαν να μην φτάνει όλο αυτό γίνονται και στόχος των ντόπιων κοινωνιών οι οποίες τους θεωρούν απόβλητους και ξεσπούν πάνω τους τη δυσφορία τους μετατοπίζοντας τους ευθύνες που στην πραγματικότητα, τουλάχιστον σε πρωτογενές στάδιο, οι ίδιοι δεν έχουν.
Συνοψίζοντας για τον Ζίγμουντ Μπάουμαν οι σχέσεις των ανθρώπων όπως διαμορφώνονται σε μια σύγχρονη κοινωνία γίνονται όλο και περισσότερο ασθενικές και προβληματικές, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου υπήρχε ένα ασφαλέστερο δίχτυ ασφαλείας. Αυτή η εξασθένιση οφείλεται στο ‘ξερίζωμα’ του τοπικού με την έννοια ότι η εξουσία έχει αποσχιστεί σε με-γάλο βαθμό από τις εθνικές κυβερνήσεις κι έχει μεταβιβαστεί στα παγκόσμια κέντρα αποφάσεων. (στον ανεξέλεγκτο παγκόσμιο υπερτοπικό χώρο). Τα μεταναστευτικά ρεύματα, τα ξεριζώματα, η ανασφάλεια που προκύπτει καθώς και η κατάρρευση της συστηματικής σκέψης και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, όπως και η εξασθένηση των κοινωνικών δομών οδηγούν στον κατακερματισμό της πολιτικής δράσης και του ατομικού βίου και επηρεάζουν την κοινωνική δομή με αποτέλεσμα μια ρευστότητα και ένα ασταθές πλαίσιο αναφοράς.
Ο ίδιος ο Μπάουμαν θεωρεί ότι, το διαφωτιστικό πρόταγμα περί ορθο-λογικότητας που έβαλε τα θεμέλια για την έλευση της νεωτερικότητας, είναι παραπλανητικό υπό την έννοια ότι πίσω από αυτό βρίσκεται μια δυτικού τύπου προπαγάνδα που φυσικά αφήνει ακάλυπτη την παγκόσμια πνευματικότητα.[8] Σε αυτό βρίσκεται σύμφωνος και ο Γκίντενς ο οποίος θεωρεί ότι τα περί’ οικουμενικού λόγου’ του Διαφωτισμού αντανακλούν μόνο τη δυτική σκέψη και αφήνουν έξω ολόκληρη την πολιτιστική κληρονομιά άλλων χωρών, λόγου χάρη της Ανατολής. Έτσι ταυτίζεται με τον Μπάουμαν θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν επειδή ο Δυτικός τρόπος ζωής έχει τον τρόπο να επιβάλλεται σε πολλούς τομείς πάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, ότι οι θέσεις του διεκδικούν παγκόσμια εγκυρότητα.[9]

 Για τον Μπάουμαν η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία καθυπόταξης των κυριαρχούμενων στους κυρίαρχους. Στις μεγάλες αγορές, όπως η αμερικανική, ο Μπάουμαν διακρίνει μια πιο ισορροπημένη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης με κεντρικό κυρίαρχο φυσικά τις ΗΠΑ, η οποία απειλείται μόνο στην περίπτωση που δημιουργηθεί μια παγκόσμια αστυνομική ή στρατιωτική εξουσία.[12]

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, από το "Προσεγγίσεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό", Δρόμων, 2013.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·       Δεμερτζής, Νίκος, «Ο Zygmunt Bauman και η Νεωτερικότητα», Προσεγγίσεις για τη Νεωτερικότητα κατά τον 20ο Αιώνα, ΕΠΟ 41, Πάτρα, ΕΑΠ.
·       Μαυρίδης, Ηρακλής, «Ο Άντονυ Γκίντενς και η νεωτερικότητα», περιλαμβάνεται στο cd (ΕΔΥ) Προσεγγίσεις για τη νεωτερικότητα κατά τον 20ο αιώνα, ΕΠΟ 41, Πάτρα, ΕΑΠ.
·       Σιακαντάρης, Γιώργος, Οι αόρατες πλευρές της παγκοσμιοποίησης, Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 15/10/2004.
·       Hall Stuart, Held David, McGrew Anthony, Η νεωτερικότητα σήμερα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2009.
·       Craib, Ian, Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, Από τον Λάριους στον Χάμπερμας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998.


[1] Νίκος Δεμερτζής, «Ο Zygmunt Bauman και η Νεωτερικότητα», στο cd (ΕΔΥ) Προσεγγίσεις για την Νεωτερικότητα κατά τον 20ο Αιώνα, ΕΠΟ 41, Πάτρα, ΕΑΠ, σ. 3.
[2] Στο ίδιο, σ. 4.
[3] Δεμερτζής, Ό.π., σ. 5.
[4] Στο ίδιο, σ. 6.
[5] Στο ίδιο, σ. 8.
[6] Δεμερτζής, Ό.π., σ. 9.
[7] Στο ίδιο, σ. 10-11.

[8] Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew, Ό.π., σ. 496.
[9] Στο ίδιο, σ. 503.
[10] Στο ίδιο, σ. 500.
[11] Στο ίδιο, σ. 501.
[12] Γιώργος Σιακαντάρης, Οι αόρατες πλευρές της παγκοσμιοποίησης, Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 15/10/2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ

  Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Δεν υπάρχει πλέον τίποτα που να μη μπαίνει στη διαδικασία να κρίνει κάποιος. Φυσικά μπορεί να κρίνει κ...