H Θεωρία των Ιδεών στον Πλάτωνα και η αλληγορία του σπηλαίου
περί των ιδεών
διδασκαλία του Πλάτωνα, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες φιλοσοφικές θεωρίες
που έχουν διατυπωθεί, δεδομένου ότι, ο διανοητικός κόσμος που συνίσταται,
θεωρείται από εκείνον δεσπόζων πάσης πραγματικότητας και ως φορέας του
περιβάλλοντος κόσμου μας. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ανατροπή και αξιολογική
μετατροπή στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Η πηγή της δημιουργίας αυτής
ξεκινάει, από τη βαθιά δυσαρέσκεια του Πλάτωνα εξ αιτίας του κοινωνικού και
πολιτικού κατεστημένου της εποχής του. Η αγανάκτηση του φιλοσόφου έγκειται στο
γεγονός, ότι παίρνονται σημαντικές αποφάσεις για ύψιστης αξίας και
σπουδαιότητας θέματα, χωρίς την πρέπουσα σοβαρότητα και με αμφιταλαντευόμενη
ψυχική διάθεση. Αυτό προβληματίζει το φιλόσοφο, αφού θεωρεί ότι πράξεις
υποταγμένες σε συμφέροντα και αλλότριες αρέσκειες, δεν περιέχουν αρετή και
ευδαιμονία.[1] Αυτά τα γεγονότα
δημιουργούν στο διανοητή μεγάλες εσωτερικές συγκρούσεις και προσπαθεί να βρει
λύσεις, κατά κάποιον τρόπο, εξερχόμενος της ανθρώπινης φύσης. Αυτό όμως δεν
είναι εύκολο μιας και για να εξέλθει του κόσμου τούτου θα πρέπει να υπερνικήσει
τον καθημερινό βίο ο οποίος κυριαρχείται από τις αισθήσεις και το επιστητό.
Αναρωτιέται λοιπόν μήπως υπάρχει κάτι παραπέρα από αυτόν τον κόσμο. Στα βήματά
του αυτά τον βοηθάει η περί του «συλλογίζεσθαι» και «περί των εννοιών»
διδασκαλία του Σωκράτη, αλλά εκείνος κάνει ένα βήμα παραπέρα. Προσπαθεί να
αφήσει την ενόρασή του να ξεφύγει από το στενό κύκλο της καθημερινότητας και
του περιγύρου και να «δει» παγκόσμια και υπεράνω. Έτσι συνέλαβε την ιδέα του
«μεγάλου» και «αναλλοίωτου», κάτι το οποίο θα ξεφεύγει από τις αισθήσεις, ο
κόσμος των μεγάλων εννοιών πολύ μακρύτερα του ασταθούς και ευμετάβλητου κόσμου
των αισθήσεων.
Η λέξη «ιδέα» πρωτοσυναντάται στον Αναξαγόρα και το Δημόκριτο (χαρακτήριζαν σαν ιδέες κάποια άτομα). Στον
Πλάτωνα αρχικά,
αναφέρεται στους πρώτους διαλόγους, αλλά όχι με την τελική καθαρή της σημασία,
την οποία και αποκτά τελικά στο Συμπόσιο,
όπου από εκεί και στο εξής γίνεται έννοια με υψηλή υπόσταση και πραγματική
ουσία. Όπως την ορίζει ο πλατωνικός Ξενοκράτης ως «την αιτίαν παραδειγματικήν των κατά φύσιν αεί συνεστώτων».[2] Η ιδέα λοιπόν δεν είναι υποκειμενική
έννοια («λόγος») αλλά υφίσταται αφεαυτή και έχει ουσία «αυτό καθ’ αυτό μεθ’ αυτού».[3] Ο
κόσμος των ιδεών για τον Πλάτωνα είναι αμετάβλητος κι αιώνιος σε αντίθεση με
τον κόσμο των αισθήσεων. [4] Αυτή
η σταθερότητα κι η απολυτότητα του κόσμου των ιδεών είναι που οδηγεί τον
Πλάτωνα στην χάραξη της Πολιτείας του.
Εκεί η εκπαίδευση στη θεωρία των ιδεών αντιπροσωπεύει
τον ύψιστο τύπο παιδείας. Η εκπαίδευση που ξεκινά με γυμναστική και μουσική,
οδηγεί στις επιστήμες και για τους πιο δυνατούς στη φιλοσοφία, που στην ουσία
της είναι η διδα-σκαλία των ιδεών.[5] Ο
Πλάτων πίστευε ότι η ψυχή είχε γνωρίσει τις έννοιες όλων των πραγμάτων σε μια
προσωματική περίοδο της ύπαρξής της. Γι’ αυτό θεωρεί ότι κάθε γνώση και μάθηση
είναι ανάμνηση από τον παρελθόντα βίο της ψυχής, που τώρα, κατά τη διάρκεια του
βίου, έχει ξεχάσει. Έτσι όταν αντικρίσουμε για παράδειγμα κάτι εκθαμβωτικά
ωραίο, ξυπνά μέσα μας η ανάμνηση κι η νοσταλγία του αιώνιου αρχέτυπου, του ωραίου. Συνεπώς μέσω της διαλεκτικής, η
ψυχή θα ασκηθεί να μπορεί να ξεχωρίσει με σαφήνεια τις πρωταρχικές έννοιες,
μιας και κατά τον Πλάτωνα τα μόνα αληθινά όντα είναι οι ιδέες και επομένως μόνο μέσα από αυτές μπορούμε να έχουμε γνώση και
πληρότητα. Κατά συνέπεια οι Ιδέες για τον Πλάτωνα αποτελούν αμετάβλητες
οντότητες που υπάρχουν πέρα από κάθε τι γήινο και αισθητό και αποτελούν τα πρό-τυπα
και τα αίτια για ότι συμβαίνει στον κόσμο. Πάνω από όλα είναι η ιδέα του αγαθού, το σύνολο όλων των
αιτιών, ο απόλυτος σκοπός του κόσμου, ενώ η ίδια η Ιδέα του αγαθού δεν ταυτίζεται με το «είναι», αλλά βρίσκεται
«επέκεινα του είναι» και είναι αυτή και μόνη η δημιουργική αιτία των πά-ντων.[6]
Πάντως, δύο αλληγορίες αποκαλύπτουν
το νόημα της θεωρίας των ιδεών,
καλύτερα από κάθε τι άλλο. Η αλληγορία του σπηλαίου και της γραμμής. Η
αλληγορία της γραμμής δίνει μια επιτυχημένη αναπαράσταση του κόσμου των ιδεών.
Ο φιλόσοφος φαντάζεται μια γραμμή και τη χωρίζει σε δυο μέρη. Το επάνω μέρος
παριστά τις ιδέες και το κάτω τα αι-σθητά πράγματα. Τα δυο αυτά μέρη χωρίζονται
ξανά. Το κάτω μέρος χωρίζει τα ίδια τα αισθητά αντικείμενα στα είδωλα και τις
σκιές. Κατά παραχώρηση σε αυτό το μέρος θα μπορούσαν να ενταχθούν και τα έργα
τέχνης. Όμοια το επάνω μέρος του ιδεατού «είναι» χωρίζεται ξανά στο πιο κάτω
τμήμα, που περιλαμβάνει τα μαθηματικά αντικείμενα και στο ανώτερο τμήμα που
περιλαμβάνει τις καθαρές Ιδέες. Έτσι αυτός ο διαχωρισμός, παριστά μια διάταξη,
κατά πραγματικότητα και σημασία του εί-ναι. Στην κορυφή βρίσκονται οι Ιδέες και
στο χαμηλότερο σημείο οι σκιές, τα είδωλα και τα έργα τέχνης.[7]
Στην
αλληγορία του σπηλαίου, ένα υπέροχο κομμάτι από την Πολιτεία, έχουμε μια λογοτεχνικότερη προσέγγιση
της θεωρίας των ιδεών, σε ένα αριστουργηματικό κείμενο, όπου οι άνθρωποι ζουν
φυλακισμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο. Το μοναδικό πράγμα που μπορούν να διακρίνουν
είναι οι σκιές από αντικείμενα τα οποία κινούνται πίσω τους. Έτσι οι άνθρωποι
θεωρούν ότι αυτό που βλέπουν, οι σκιές δηλαδή, είναι η μια και μοναδική
πραγματικότητα. Αν υποθέσουμε ότι, ο πιο προικισμένος από αυτούς τους
ανθρώπους, καταφέρνει να αποδράσει από τη σπηλιά και να βγει στο φως της
ημέρας, θα αντικρίσει το πλούσιο ηλιακό φως και τυφλωμένος από αυτό γυρίζει
πίσω και διηγείται στους υπολοίπους το τι είδε. Οι συμβολισμοί είναι φανεροί.
Το σπήλαιο αντιπροσωπεύει την κανονική ζωή που ζούμε, τον κόσμο της
αισθητηριακής αντίληψης, τον κόσμο πέραν του οποίου δεν μπορούμε να εξέλθουμε.
Εκείνος που καταφέρνει να αποδράσει είναι ο φιλόσοφος ο οποίος εναγωνίως
αναζητά την αλήθεια, τη μοναδική πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα, όπως
αναπαρίσταται από το φως του ηλίου, εί-ναι ο κόσμος των ιδεών.[8]
Είναι φανερή στις
αλληγορίες η σημασία που δίνει ο φιλόσοφος στα μαθηματικά, γιατί δίνουν τη
δυνατότητα να προχωρήσει ο άνθρωπος από τα μερικά στα γενικά σε πιο καθολικές
και ολοκληρωμένες αλήθειες. Θα έλεγε κανείς ότι τα μαθηματικά είναι ο ενδιάμεσος
εκείνος «σταθμός» μεταξύ των αισθητών, των εμπειρικών και των αληθειών εκείνων,
που υπερβαίνουν και τα μαθηματικά. Αυτό συνίσταται στο ότι τα μαθηματικά θεμελιώνονται
πάνω σε ένα σύστημα αξιωμάτων, θεωρημάτων, υποθέσεων. Ποιο είναι όμως το
θεμέλιο των θεμελίων; το αξίωμα των αξιωμάτων πάνω στο οποίο «ακουμπούν» και οι
μαθηματικές αλήθειες; Είναι η Ιδέα του
αγαθού.[9]
Έτσι
γίνεται στον Πλάτωνα η διάκριση ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και στον
υπεραισθητό, ανάμεσα στον κόσμο των επί μέρους πραγμάτων, των καθ’ εκάστων και
στα υπεραισθητά, τα οποία μάλιστα είναι πιο πραγματικά από τα «πραγματικά».
Αυτή η προσπάθεια να ορίσουμε την υπερβατική πραγματικότητα έχει τριπλή θα
λέγαμε διάσταση. Είναι μεταφυσική, μιας και αναφερόμαστε σε προσέγγιση του
θείου, είναι γνωσιολογική μιας και θέτει επιστημολογικά ερωτήματα αλλά είναι
και ηθική μιας και θέτει ερωτήματα για τον ανθρώπινο βίο, για το πώς πρέπει να
ζει κανείς. Το ηθικό κομμάτι είναι πολύ σημαντικό μιας και θέτει ερωτήματα περί
ευδαιμονίας και μίας ευρύτερης ηθικότητας. Σε όλο τον αρχαίο κόσμο ο πρωταρχικός
στόχος είναι η ευδαιμονία, σε αντίθεση με τα μεσαιωνικά χρόνια, που ανθρώπινος
στόχος πρέπει να είναι η σωτηρία της ψυχής.[10]
Η θεωρία των ιδεών, ως θαυμαστό οικοδόμημα
μιας ερμηνείας του κό-σμου, έδωσε την αφορμή σε κάποιους μελετητές να αποδώσουν
στον Πλά-τωνα «μια οργανική θεωρία του κράτους» –μιας και στην Πολιτεία ανα-πτύσσεται
η σχέση πολίτη-κράτους– τη σκέψη δηλαδή, ότι το ίδιο το κράτος αποτελεί μια
οργανική οντότητα, ένα ‘υπέρ-άτομο’ να είναι, εν τέλει, το ίδιο μιαν ιδέα. Αυτό όμως αποτελεί μιαν υπερβολή,
καθώς ο Πλάτων δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Δεν επιθυμεί ένα κράτος σαν οντότητα
διακριτή από το σύνολο των πολιτών.[11]
Κατά τον Stephen Clark η θεωρία
των ιδεών έχει τουλάχιστον τρεις πηγές «τη
συζήτηση περί του τι υπάρχει, περί του πως το γνωρίζουμε, και περί του τι
πρέπει να κάνουμε»[12] και
αυτό θεωρούμε είναι μια ξεκάθαρη προσέγγιση για το ότι η πλατωνική θεωρία των ιδεών είναι μια ολοκληρωμένη
ερμηνεία του κόσμου που επιδίωξή της είναι να καλύψει τις βαθύτερες ανησυχίες
του ανθρώπου για την υπέρτατη αλήθεια και δημιουργία.
Απόσπασμα από το "Προσεγγίσεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό", Γιώργος Πολ Παπαδάκης, Εκδόσεις Δρόμων, 2013.
Απόσπασμα από το "Προσεγγίσεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό", Γιώργος Πολ Παπαδάκης, Εκδόσεις Δρόμων, 2013.
[1] Παύλος Δρανδάκης, Μεγάλη Ελληνική
εγκυκλοπαίδεια, τόμος εικοστός, Φοίνιξ, σ. 306.
[5] Gottfried Martin, Πλάτων, «Βίοι και Έργα», Rowohlt, Αμβούργο, 1969, για την Ελλάδα «Οργανι-σμός Κλασσικών Εκδόσεων», μτφρ. Κων/νος
Τσελεμέγκος, σ. 149.
[9] σ.σ. Τα μαθηματικά είναι για τον
Πλάτωνα μια γέφυρα προς την φιλοσοφία. Είναι ένα
βασικό σκαλοπάτι προς την κατάκτηση της γνώσης όπως περιγράφει στην Πολιτεία. Αν και δεν
περι-λαμβάνονται στο βασικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εν τούτοις η διδασκαλία
τους είναι εκείνη η οποία στο τέλος διαφοροποιεί τους ηγέτες από τους
επίκουρους.
[10] σ.σ. Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε αυτό που ονομάζουμε
ευδαιμονία ως πρωταρχικό ανθρώπινο στόχο, ενώ ασκεί κριτική στις θέσεις του
Πλάτωνα περί ηθικής σε θέματα που αφορούν ιδιαίτερα
την έννοια του απόλυτου Αγαθού.
[11] Julia Annas, Εισαγωγή στην πολιτεία του Πλάτωνα, μτφρ. X. Γραμμένου, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 2006, σ. 231 –
233.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου