ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ Η ΔΕΞΙΟΣ; ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ; ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ.



ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ Η ΔΕΞΙΟΣ; ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ; ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ.


Η δημοκρατία – η διακυβέρνηση δηλαδή από το λαό – δύναται να έχει ποικίλες μορφές οι οποίες βασίζονται στην εκάστοτε ιδεολογία[1] (σύνολο ιδεών που  συγκροτούν κοινό όραμα). Οι βασικοί πυλώνες εφαρμογής της δημοκρατίας έχουν – σε γενικές γραμμές - αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση.

Αριστερά: Ιδεολογική ταυτότητα που βασίζεται σε θεωρητικές αρχές που έχουν σα βάση την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και την πρόοδο.

Δεξιά: Ιδεολογική ταυτότητα που βασίζεται σε θεωρητικές αρχές που έχουν σα βάση την εξουσία, την ευταξία, την ιεραρχία το καθήκον και την πίστη στην παράδοση.

Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο, φιλτραρισμένο μέσα από απόψεις και ιδέες που οι ίδιοι γαλουχήθηκαν σε αυτές – ανάλογα με τον τρόπο που μεγάλωσαν – κι έτσι οι πεποιθήσεις που διαμορφώνουν αντανακλούν ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΟΠΤΙΚΗ, η οποία και αντιπροσωπεύει την δική τους ΑΛΗΘΕΙΑ. Ακόμα και οι έννοιες οι ίδιες, όπως ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΙΙΝΟΝΤΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΕΣ  μιας και η κάθε ιδεολογία αποδίδει διαφορετική σημασία στις έννοιες. Θεωρείτε ότι αν μιλήσετε σε ένα «δεξιό» για ελευθερία ισότητα και πρόοδο, θα αρνηθεί την σημασία τους; Ίσα ίσα που θα υπερθεματίσει, απλώς θα  προσδώσει διαφορετική προοπτική στον τρόπο ερμηνείας αλλά και εφαρμογής τους. Ακριβώς το ίδιο ισχύει για έναν «αριστερό» σε ό,τι αφορά τις απόψεις του για την έννοια του καθήκοντος, την οικογένεια, ή τη δημοκρατία[2]. Η εξέλιξη των ιδεολογιών αφορά περισσότερο ένα «ενδιαίτημα» ή μια ταμπέλα που «εξυπηρετεί» παραδοσιακές θέσεις που κληροδοτήθηκαν «από πάππου προς πάππον». Δεν υπάρχει μια κοινή πλατφόρμα αντικειμενικών κριτηρίων βάσει των οποίων θα μπορούσαν να κριθούν οι Ιδεολογίες.


Παράδειγμα

Κάποιοι πολίτες που έχουν εργασία στο κέντρο της Αθήνας κατευθύνονται με τα οχήματά τους προς τα εκεί. Όμως εμποδίζονται από την τροχαία που έχει κλείσει το κέντρο λόγω απεργίας  μιας ομάδας εργαζομένων και στην συνέχεια ταλαιπωρούνται από την κίνηση.  Οι αντιλήψεις πάνω στο πρόβλημα σε ότι αφορά το θέμα αυτό είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.


1)      Δεν είναι κράτος αυτό. Αυτούς όλους θα έπρεπε να τους μπουζουργιάσουν και να τους πάνε μέσα. Α ρε Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται σε αυτό τον τόπο! Τώρα δε σέβεται κανείς κανέναν. Η πολλή ελευθερία μας έχει καταντήσει έτσι.

2)      Είναι πράγματι ταλαιπωρία, αλλά οι άνθρωποι διεκδικούν το δίκιο τους. Καλά κάνουν και μάχονται. Χωρίς μάχη κανείς δεν κερδίζει τίποτα στη ζωή. Η ελευθερία της έκφρασης και της διαμαρτυρίας είναι υπέρτατο αγαθό.

3)      Τι χάλι είναι αυτό. Δε σέβονται τίποτα. Εκεί που τελειώνει η ελευθερία του ενός ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Σε ποια χώρα της Ευρώπης γίνονται αυτά τα πράγματα; Θα πρέπει να απαγορευθούν οι διαδηλώσεις στο κέντρο.

4)      Είπαμε να απεργήσετε ή να διαδηλώσετε, αλλά όχι εις βάρος των άλλων. Καμιά φορά χρειάζεται βούρδουλας σε αυτόν τον τόπο.

Στις παραπάνω αντιλήψεις διακρίνουμε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις σε ό,τι αφορά έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η ελευθερία. Κι αν εκ πρώτης άποψης διαφαίνεται ότι ο «δεξιός» θα εκφραστεί πιο αυταρχικά από τον «αριστερό» οδηγό, θα σας λέγαμε να μην είστε τόσο σίγουροι. Εξαρτάται πόσο βιάζεται ή πόσο είναι κουρασμένος.

Φυσικά η εκάστοτε αντιπολίτευση θα υποστηρίξει τα «δίκαια θεσμικά αιτήματα των εργαζομένων» και επίσης φυσικά θα πράξει το εντελώς αντίθετο όταν γίνει κυβέρνηση. Είτε αριστερή είτε δεξιά.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΑΘΕΡΑ πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί κανείς και να εξάγει συμπεράσματα.[3] Μπορεί για παράδειγμα η Δεξιά να θεωρείται ότι αναπολεί «τους παλιούς καλούς καιρούς», στην περίπτωση όμως της άκρας δεξιάς, όπως του Ιταλικού φασισμού (Μουσολίνι) υπήρχαν προοδευτικά ανοίγματα. Το ίδιο ισχύει και με την Αριστερά, η οποία συνήθως έχει προοδευτικές ή επαναστατικές θέσεις, αλλά σε περιπτώσεις κομμουνιστικών καθεστώτων υπάρχουν τεράστιες αγκυλώσεις στην πρόοδο μέσα από μια τρομακτική «καφκική δυσπραγία».

Ας αναφέρει κάποιος μια χώρα που το πολιτικό της σύστημα – βασισμένο σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία – έχει επιφέρει την «τέλεια ευτυχία» στους πολίτες της. Μηδέν πληθωρισμός, μηδέν ανεργία,  συνεχής οικονομική ανάπτυξη, απόλυτη ελευθερία, ουσιαστική ισότητα (κι όχι στα χαρτιά). ΔΕ ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ τέτοια χώρα ή κράτος, πράγμα που από μόνο του αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει «τέλεια ιδεολογία» ή τουλάχιστον δεν είναι ανθρωπίνως δυνατόν να εφαρμοστεί.

Ας πάρουμε ένα «φανταστικό παράδειγμα. Ας θωρήσουμε ότι υπάρχει ένα κράτος όπου έχει εφαρμοστεί μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και στην πράξη αποδεικνύεται ότι αγγίζει το τέλειο. Είναι ο παράδεισος επί γης. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα αποδεχόταν ότι το μοντέλο αυτό λειτουργεί και ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ θα το χειροκροτούσε θερμά.
 Στην πράξη πιστεύετε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο;

1)      Αν η ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία βασίστηκε η ανάπτυξη και η επιτυχία της «Χώρας - παράδεισος» ήταν δεξιά, ο αριστερός ή κομμουνιστής ΘΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ διότι: «Μπορεί οι πολίτες να περνάνε πρόσκαιρα καλά, αλλά αυτή η ανάπτυξη είναι επίπλαστη διότι δε βασίζεται στους ανιδιοτελείς νόμους της ισότητας και της δικαιοσύνης αλλά στους νόμους της αγοράς οι οποίοι αποτελούν βόρβορο για τους εργαζομένους και …»

2)      Αν η ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία βασίστηκε η ανάπτυξη και η επιτυχία της «Χώρας - παράδεισος» ήταν αριστερή, ο δεξιός ΘΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ διότι: «Μπορεί οι πολίτες να περνάνε πρόσκαιρα καλά, αλλά αυτή η ανάπτυξη είναι επίπλαστη διότι βασίζεται στα σαθρά θεμέλια ενός γραφειοκρατικού πολιτεύματος και συστήματος που λειτουργεί εις βάρος της ατομικής ικανότητας και προσφέρει πλούσια αγαθά σε ανθρώπους που δεν έχουν την ίδια ικανότητα και δεν προσφέρουν το ίδιο στην κοινωνία. Μια κοινωνία που βασίζεται σε αυτή την αδικία δεν έχει μέλλον».

Σαφώς λέμε, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προτάσσουν ή δεν διακρίνουν το «ΠΡΟΦΑΝΈΣ», αντίθετα αυτό που τους ενδιαφέρει ΕΙΝΑΙ Η: ΜΕ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ φίλτρου στον εγκέφαλο.  Τον παν είναι η διατήρηση των δικών τους πεποιθήσεων. Για αυτό και – εκτός από ελάχιστους – οι περισσότεροι κομμουνιστές μετά την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων το 1989- 1990, «άρχισαν να αλλάζουν» τα λεγόμενα τους προτάσσοντας νέες απόψεις όπως «δεν ήταν αληθινός κομμουνισμός εκείνος, δεν βασιζόταν σε αυτά που έλεγε ο Μαρξ, το καθεστώς σάπισε έσωθεν». Με αυτό τον τρόπο διατηρούν την ουτοπιστική τους αντίληψη περί μιας «τέλειας κομμουνιστικής κοινωνίας» διατηρώντας έτσι το
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ τους φίλτρο ανέπαφο. Πόσο πιο σημαντικό όμως θα ήταν να είχαν διατυπώσει τις ίδιες απόψεις πριν το 1989.
Ο φασισμός απευθύνεται περισσότερο στην ψυχή και τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα τα οποία εκφράζονται μέσα από ανορθολογικές μεθόδους και πράξεις. Είναι περισσότερο αντι-ιδεολογία (αντι- κομμουνισμός, αντι- φιλελευθερισμός, αντι- αστισμός κ.λπ.). Η δύναμη του ΕΘΝΟΥΣ και της ΦΥΛΗΣ είναι πάνω από οτιδήποτε άλλο.  Οι απόψεις του βασίζονται στο μότο: «Ετσι είναι η ζωή, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» και πρέπει να επιβιώσει ο ισχυρότερος και ο καλύτερος διότι αυτό είναι το «φυσιολογικό». (Κοινωνικός Δαρβινισμός).  Έτσι για εκείνους ο Χίτλερ ήταν «καλός» διότι έθεσε την κοινότητα πάνω από το άτομο, ήλεγξε την «απεχθή επιθυμία για πλούτο που γεννά ο καπιταλισμός», «προέταξε τον ικανό άνθρωπο» πάνω από τον ανίκανο ή τον ανάπηρο, στόχευσε στον «νέο άνθρωπο» που θα θεμελιώσει μια «τέλεια κοινωνία» την κοινωνία του μέλλοντος. Ο φασισμός αποτελεί μια καθαρή εξέγερση απέναντι στην νεωτερικότητα.

Η διαμόρφωση των ιδεολογιών όπως εξελίχθηκε και κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα μέσα από την άνοδο και την παρακμή του φασισμού και του κομμουνισμού, οδήγησε τον διανοητή Φράνσις Φουκουγιάμα στη δήλωση του 1989 περί «Τέλους της ιστορίας». Εμείς θα αντιπροτείναμε το τέλος του μονοπωλίου της απόλυτης αλήθειας των ιδεολογιών, συμπεριλαμβανομένου του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.

Βρισκόμαστε στο τέλος των ιδεολογιών; Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα για να την πει κανείς με ευκολία. Ο μεταμοντερνισμός υποστηρίζει ότι η έννοια της βεβαιότητας δεν υφίσταται και έχει επέλθει ο «θάνατος της ιδεολογίας». Η από-ιδεολογικοποιημένη θέση του αφορά περισσότερο τον ρεαλισμό και την πραγματικότητα παρά «ιδεολογικά οράματα». Η ιδέα μιας «απόλυτης αλήθειας και βεβαιότητας» απλά δεν υπάρχει για τον μεταμοντερνισμό, του οποίου οι θέσεις φαίνονται να βρίσκονται πιο κοντά στο «σημερινό γίγνεσθαι» από οτιδήποτε άλλο. Ας μην βιαστούμε όμως να ταυτιστούμε. Κι ο ίδιος ο μεταμοντερνισμός αποτελεί «κίνημα ή ρεύμα» και ως εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης προτάσσει και ο ίδιος θέσεις οι οποίες κάποτε μπορεί να ξεπεραστούν. Η καλύτερη «θέση» για εμάς είναι η τοποθέτηση του καθενός βάσει των εξελίξεων, κοινωνικών και πολιτικών, η κατάργηση των παρωπίδων, η υιοθέτηση οποιασδήποτε θέσης ή άποψης μπορεί να βελτιώσει την ζωή του ατόμου και του συνόλου και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας.

                                                                                                Γιώργος Πολ. Παπαδάκης






[1] Η λέξη ιδεολογία γεννήθηκε από τον Antoine Destutt de Tracy (1754-1836) κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
[2] Για αυτό και κατά τον W.B. Gallie η έννοια της ιδεολογίας είναι τόσο βαθιά αμφισβητούμενη. Επειδή δεν μπορεί να αποδοθεί ένας κοινός ορισμός σε κατά βάση «διαμφισβητούμενες έννοιες».
[3] Andrew Heywood, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ, Επίκεντρο, Αθήνα, 2005, σελ. 58. 

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ BULLΥING ΚΑΙ Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ, ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΚΟΛΗ ΕΞΑΓΩΓΗ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ (ΠΟΛΙΤΙΚΟ BULLYING)

Το χειρότερο πράγμα με τους φανατικούς είναι η ειλικρίνεια. ~Oscar Wilde | (Ιρλανδός συγγραφέας ) | 1854-1900

Αν κάποιος καλοπροαίρετος παρατηρητής ρίξει μια ματιά στις καθημερινές αναρτήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προφανώς θα δει εκατοντάδες αναρτήσεις που αφορούν πολιτικά σχόλια ή αναλύσεις.  Η πλειοψηφία αυτών, αν η προσέγγιση τους δεν είναι απλοϊκή, είναι γραμμένες με επιχειρήματα και διέπονται από τα εξής χαρακτηριστικά:

 α) Έντονο ύφος του συντάκτη.
 β) ανάπτυξη επιχειρημάτων που θεμελιώνουν ή «θεμελιώνουν» την άποψή του.
 γ) Επικριτικότητα, ειρωνεία ή ακόμα και χλευασμός προς ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ που έχουν διαφορετική πολιτική θέση ή υποστηρίζουν το κόμμα ή την ιδεολογία την οποία κατακεραυνώνει ο συντάκτης.
 δ) Ενίοτε έντονοι χαρακτηρισμοί για τους έχοντες άλλη άποψη.
 ε) Εικόνα ανθρώπου που  κατέχει την «απόλυτη αλήθεια» και δεν επιδέχεται άλλη άποψη.

Οι πολιτικές αυτές αναπτύξεις κυμαίνονται σε όλο το φάσμα του ιδεολογικού τοπίου με χρήση όρων χαρακτηριστικών, όπως: «Αριστερά», «δεξιά», «νεοφιλελές», «φασίστας», «κομμουνιστής». Ενίοτε ο συντάκτης, αν επιχειρήσει κάποιος να αναπτύξει αντίθετη άποψη από εκείνον, αν δεν τον μπλοκάρει ή διαγράψει από  «φίλο» σπεύδει να τον χαρακτηρίσει με ακραίους χαρακτηρισμούς με πιο μοδάτο το «φασίστας» ή το «αριστερός του κ…» ανάλογα την περίπτωση βεβαίως. Το πλέον ενδιαφέρον σε αυτού του είδους τις συζητήσεις είναι η βιασύνη «εξαγωγής συμπερασμάτων». Αυτό σημαίνει ότι ο χαρακτηρισμός έρχεται με μεγάλη ταχύτητα αν ο συνομιλητής σπεύσει να «ξεπεράσει» κάποια όρια. Για παράδειγμα:

α) Αν γίνει συζήτηση ας πούμε για την περίπτωση της διακυβέρνησης της χώρας από την  Χούντα και κάποιος αναφέρει ότι η οικονομία εκείνη την περίοδο ανθούσε ή έστω ήταν σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι σήμερα. Το συμπέρασμα εξάγεται αυτομάτως: «Φασίστας». (Το παράδειγμα είναι τυχαίο και δεν μπαίνει στην ουσία ούτε ότι η οικονομία ανθούσε επί Χούντας, ούτε το αντίθετο)

Β) Αν κάποιος αναφέρει ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» σαν ιδεολογία δεν έχει να κάνει με αύξηση της φορολογίας δεδομένου ότι από «φύση» είναι αντίθετος στο μεγάλο κράτος, άρα και στην επιβολή φόρων, το συμπέρασμα εξάγεται άμεσα: «νεοφιλελές», «δεξιούλης».

Γ) Αν κάποιος αναφέρει ότι στην περίοδο διακυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης από τον Στάλιν, ή τον Μπρέζνιεφ υπήρξε μεγάλη επιστημονική ανάπτυξη ενώ η πλειοψηφία του κόσμου είχε ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, ο χαρακτηρισμός θα είναι άμεσος: «κομμουνιστής», «κ…αριστερός».

Δ) Αν κάποιος υποστηρίξει ένα μέρος των πραχθέντων από την εκάστοτε κυβέρνηση που κυβερνά τη χώρα, το συμπέρασμα είναι άμεσο και αβίαστο:  «φιλοκυβερνητικός».

Ε) Αν κάποιος αναφερθεί με θετικά λόγια (τυχαίο παράδειγμα) για τον Άρη Βελουχιώτη, θα θεωρηθεί άμεσα «κομμουνιστής» ή «υποστηρικτής ενός σφαγέα», αν αναφερθεί με αρνητικό τρόπο, φυσικά θα θεωρηθεί δεξιός, εθνικόφρων κλπ και υποστηρικτής του Ζέρβα. Όλα τα παραπάνω βέβαια πηγάζουν από το ιδεολογικοπολιτικόθρησκευτικό φίλτρο που έχει εγκαταστήσει ο ΚΑΘΕΝΑΣ μέσα στο κεφάλι του. Για παράδειγμα: Όταν η λέξη «Χίτλερ» ( ή και Στάλιν αν επιθυμείτε)  έχει ταυτιστεί με την έννοια του κακού, δηλαδή  ΧΙΤΛΕΡ = ΚΑΚΟ, η οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με αυτό το ιστορικό πρόσωπο, « θα πρέπει να οδηγεί» προς μια κατεύθυνση: την κατηγορία. Οποιαδήποτε παρέκκλιση στην συζήτηση π.χ. «Η τρυφερή σχέση του Χίτλερ με τους σκύλους» «η ανάπτυξη της οικονομίας της Γερμανίας επί Χίτλερ στις αρχές της δεκαετίας του ‘30» καθιστά τον συζητητή «ύποπτο» στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη «φασίστα». (Ενώ απλά ο συζητητής μπορεί να ενδιαφέρεται ΑΠΛΑ να θίξει ή να συζητήσει την συγκεκριμένη θεματολογία).


Ε) Αν κάποιος επισκεφθεί την Αμερική και εκθειάσει τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων θα χαρακτηριστεί άμεσα φιλομερικάνος, ενώ αν επισκεφθεί τη Ρωσία και πράξει το ίδιο θα χαρακτηριστεί κρυφοκομμουνιστής ή παλαιοκομμουνιστής.

Κοινό χαρακτηριστικό των πιο πάνω είναι ότι ο «συζητητής» συνήθως καταλήγει σε ένα μόνιμο συμπέρασμα (σε σχέση με τα πιστεύω του άλλου) το οποίο αναπαράγει σε κάθε ευκαιρία σε κοινωνικούς κύκλους ή σε άλλες συναντήσεις. Τυχόν αντιρρήσεις του άλλου δεν λαμβάνονται υπόψη.

Οι επεκτάσεις μπορούν να γίνουν και σε κοινωνικό επίπεδο. (Αλλά πάλι υπάρχει πολιτικό background).

Παράδειγμα

Γίνεται ένα ατύχημα στο κέντρο μιας πόλης. Ακούγεται ότι ένας αστυνομικός πυροβόλησε ένα νεαρό, ο οποίος τελικά απεβίωσε.

Πιθανά σενάρια

Α) Ο αστυνομικός είναι ψυχοπαθής και κακός.
Β) Ο αστυνομικός αμύνθηκε διότι του επετέθη ο νεαρός.
Γ) Ο αστυνομικός πυροβόλησε αλλού, αλλά εξοστρακίστηκε η σφαίρα.

Το μόνο «αντικειμενικό» γεγονός είναι ένα: «Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου». Από κει και πέρα οι αντιδράσεις του κοινού (φυσικά λαβαίνουν θέση και οι «αντικειμενικοί» δημοσιογράφοι) είναι άμεσα συσχετιζόμενες με τον πολιτικό και ιδεολογικό του προσανατολισμό. Το τραγικό και ειρωνικό είναι ότι κανείς δεν περιμένει να γίνει η δίκη και φυσικά κανείς δεν ήταν αυτόπτης μάρτυς.

Έτσι:

Α) Αν είναι δεξιός, η αντίδραση θα είναι του τύπου : «Αληταράς ήταν, θα όρμησε του αστυνομικού και ο άνθρωπος αντέδρασε για να σωθεί. Τι τους θέλουμε τους αστυνομικούς αν δεν μπορούν να μας προστατεύσουν;»

Β) Αν είναι αριστερός, η αντίδραση θα είναι του τύπου: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, το φάγατε το παλικάρι…στην κρεμάλα …» κλπ.

Γ) Αν πει δε γνωρίζω, δε λαβαίνω θέση (σπάνια περίπτωση) διότι δεν ήμουν παρών προξενεί συνήθως την περιέργεια αρχικά και αργότερα τον θυμό των πλειοψηφούντων την μία ή την άλλη αντίληψη.

Δυστυχώς μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων αντιδρά και δρα έτσι. Οι σκεπτόμενοι, οι άνθρωποι που δεν βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα, οι αντικειμενικοί, οι μη παθιασμένοι, είναι λίγοι. Στο χέρι του καθενός είναι να επιλέξει τους συνομιλητές του, το ύφος της συνομιλίας καθώς και το «άνοιγμα» της συζήτησης χωρίς όρια και στεγανά. Και μην θεωρήσει κάποιος ότι το μορφωτικό επίπεδο έχει να κάνει με την έλλειψη  φανατισμού ή της κατοχής της «απόλυτης αλήθειας». Υπάρχουν διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης ή επιστήμονες οι οποίοι σε αυτά τα θέματα μεταμορφώνονται σε «ταύρους εν υαλοπωλείω» αν τυχόν «περάσεις τις γραμμές τους», ή «μυριστούν» ότι ανήκεις σε διαφορετικό στρατόπεδο (ή δεν συμφωνείς με τις απόψεις τους) . Ενίοτε αυτό μπορεί να παίξει και ρόλο και να έχει επίπτωση σε πιθανή διάκριση του «διαφωνούντα» στο χώρο που υπηρετεί ή ασχολείται.
Όλα φυσικά ξεκινούν και τελειώνουν στο θέμα της έννοιας της ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Τι είναι «αλήθεια»; Υπάρχει μια και αντικειμενική αλήθεια; Ή η αλήθεια του καθενός; Αλλά αυτό θα αποτελέσει το θέμα ενός επόμενου άρθρου.



Φανατικός είναι κάποιος που δεν θέλει ν' αλλάξει γνώμη και δεν θέλει ν' αλλάξει θέμα. ~Ουίνστον Τσώρτσιλ | (Βρετανός Πρωθυπουργός , Νόμπελ 1953 ) | 1874-1965 | Φανατισμός

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ



ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Για να κάνεις μεγάλα πράγματα, δεν είναι ανάγκη να είσαι μεγαλοφυΐα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι πάνω από τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να είσαι μαζί τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης αποτελεί  την μεγαλύτερη εν ζωή φυσιογνωμία στη χώρα μας και μια από τις σπουδαιότερες παγκοσμίως. Το έργο του αντανακλά όλα εκείνα τα πολιτισμικά και πνευματικά ιδεώδη ενός πολιτισμού και μιας δημοκρατίας που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, από την ίδια την αρχαία Ελλάδα. Για εξήντα χρόνια κρατάει το λάβαρο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας μέσα από μουσικές δημιουργίες ιδιοφυείς και αθάνατες. Ο «Επιτάφιος» το 1960 σηματοδότησε το γύρισμα μιας άλλης εποχής. Έφερε την υψηλή ποίηση στο στόμα του λαού, όχι μέσα από «διανοουμενίστικες» συμφωνίες και βαρύγδουπες συνθέσεις που απευθύνονται σε λίγους, αλλά μέσα από τραγούδια κυρίως, που ενώ στέκονταν σε υψηλό ποιοτικό ύψος κατάφεραν ταυτόχρονα να τραγουδηθούν από κάθε κοινωνική τάξη και από ανθρώπους κάθε μορφωτικού επιπέδου. ΑΥΤΟ
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ. Ο συνδυασμός ποιότητας και δημοφιλίας. Οι μελωδίες που έφερε έχουν τις ρίζες τους στην παράδοση, στο δημοτικό και λαϊκό τραγούδι ενώ ταυτόχρονα φέρνουν τον καινούργιο επαναστατικό αέρα της αλλαγής στον τρόπο που ο Έλληνας έμαθε να ακούει μουσική. Τα τραγούδια του δεν έχουν το ιδεολογικό περίβλημα που θέλουν πολλοί να προσδώσουν. Η επαναστατικότητα, η μάχη απέναντι στον ολοκληρωτισμό, η κραυγή του λαού, η φωνή του ερωτευμένου, ο πόνος του εργάτη ή του μετανάστη, είναι στοιχεία  με διαχρονικό και οικουμενικό πρόσωπο και δύναμη ακατάβλητη. Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ. Η έντεχνη λαϊκή μουσική η σύζευξη δηλαδή δυο εννοιών εκ πρώτης άποψης αντιθέτων (το έντεχνος προϋποθέτει το λόγιος και σπουδαγμένος, ενώ το λαϊκός προϋποθέτει το αυτοδίδακτος και το παραδοσιακός) αποτέλεσε μέγα επίτευγμα του Θεοδωράκη και είναι το επιστέγασμα της νέας κουλτούρας που αποτέλεσε τη βάση για μια σειρά από νέα έργα, σπουδαία και πρωτότυπα (ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, Ρωμιοσύνη, κλπ). Επίσης επηρέασε και καθοδήγησε μια νέα γενιά συνθετών που για είκοσι περίπου χρόνια (1960-1980) – με το δικό του τρόπο ο καθένας – έδωσε στο λαό μουσική και τραγούδια ανεπανάληπτα. Η μουσική του Θεοδωράκη απαλλαγμένη από το βάρος δύσκολων ενορχηστρωτικών σχεδιασμών, στηριγμένη στη λαϊκή παράδοση, κατόρθωσε να παράγει πρωτότυπες μελωδίες, και να παράγει ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, στηρίζοντας έναν ποιητικό λόγο, όχι εύκολο σε πρώτη ανάγνωση. Για να το καταλάβει καλύτερα αυτό ο αναγνώστης ας ερευνήσει και
ακούσει πολλά έργα (κυρίως σύγχρονα) που αφορούν μελοποιήσεις ποιητών και δεν θα «δει» παρά ένα αποτέλεσμα, «άχρωμο», «επίπεδο» χωρίς ουσιαστικά ρεφρέν και κουπλέ. Η άλλη έξυπνη και ευφυής κίνηση ήταν η χρήση λαϊκών τραγουδιστών για την μεταφορά αυτών των έργων. Ο Θεοδωράκης κατάλαβε ότι ένας τραγουδιστής λυρικός (τενόρος, βαρύτονος) δεν θα μπορούσε να μεταδώσει τα έργα με την ίδια αμεσότητα που θα μπορούσε ένας τραγουδιστής λαϊκός. Εκεί η «κοσμική χημεία» έπαιξε το ρόλο της και του «έφερε» τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Δεν είναι τυχαίο ότι κι ο ίδιος έχει δηλώσει δημόσια: «50% εγω και 50% ο Γρηγόρης).
Η συναυλία που δόθηκε στις 19/6/2017 αποτελεί φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό  Έλληνα δημιουργό που το ανάστημα του αποτελεί ΦΑΡΟ κατεύθυνσης για τους νέους και τα παιδιά σε μια εποχή έκπτωσης, πνευματικής μιζέριας και κακομοιριάς. Οι συντελεστές και οι ερμηνευτές που παρευρέθησαν λάμπρυναν την βραδιά με τις ερμηνείες τους. Δυστυχώς δεν υπήρχε στη σκηνή ο μέγιστος των ερμηνευτών του Θεοδωράκη (αλλά και γενικά) Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο οποίος παρακολουθούσε από «ψηλά» και σιγοτραγουδούσε. (Ήταν παρών στην αντίστοιχη συναυλία του 1995 για τα 70χρονα του Μίκη). Θα έπρεπε – κατά τη γνώμη μας- να βρίσκονταν σε αυτή τη συναυλία σταθμό δυο άνθρωποι, ενεργοί τραγουδιστές, που βρίσκονται πιο κοντά από τον καθένα στο πνεύμα του συνθέτη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης υιός και ο Τάκης Κωσταντακόπουλος.  Ο πρώτος έχει και τις καταβολές αλλά και τη φωνή ενώ ο δεύτερος εκτός από την φωνή έχει και μια αξιοπρόσεκτη πορεία δεκαετιών στο έντεχνο λαϊκό και ποιοτικό τραγούδι. Οι επιλογές στην Ελλάδα όμως δυστυχώς δεν γίνονται πάντα με αντικειμενικά κριτήρια.
Η σκηνή με τον συνθέτη να διευθύνει την ορχήστρα θα χαραχτεί στην μνήμη όλων μας για πάντα. Είναι μια ακόμα απόδειξη ότι κι αν το γήρας έρχεται, όταν το πνεύμα είναι ΓΙΓΑΝΤΙΟ, υπερκεράζει ακόμα κι αυτή, τη φθορά του χρόνου!

ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΜΙΚΗ ΜΑΣ, ΕΙΣΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ! ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ!

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ: ΤΟ ΝΕΟΕΝΤΕΧΝΟ

ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ: ΤΟ ΝΕΟΕΝΤΕΧΝΟ[1]

Με την μελοποίηση του «Επιταφίου», το 1960 ο Θεοδωράκης, άνοιξε μια νέα πύλη στα μουσικά δρώμενα της χώρας. Τα μέχρι τότε ακούσματα ήταν το ελαφρό τραγούδι με ευρωπαϊκές καταβολές το ρεμπέτικο και η εξέλιξη του: το λαϊκό. Οι αστοί και οι αριστοκράτες αρέσκονταν σε πιο ελαφρά ακούσματα ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ήταν κοντά στο λαϊκό τραγούδι όπως εκφραζόταν από τους Τσιτσάνη, Παπαιωάννου, Μητσάκη, Χιώτη κλπ. Ο Χατζιδάκις ήδη από την δεκαετία του 1950, είχε δώσει δείγματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση («Ο κύκλος με την κιμωλία», «Παραμύθι χωρίς όνομα») αλλά χωρίς καμιά αμφιβολία ο «Επιτάφιος» ήταν το έργο που τάραξε τα νερά και οριοθέτησε όχι μόνο την εποχή του αλλά ήταν ταυτόχρονα η απαρχή για κάτι καινούργιο. Η καινοτομία ήταν η μελοποιημένη
ποίηση, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε το ηχητικό αποτέλεσμα να είναι εύληπτο από όλες τις κοινωνικές ομάδες και δη από το λαό. Η μεγαλοφυής σύλληψη του Θεοδωράκη κατάφερε να συνταιριάξει το λόγιο στοιχείο με το λαϊκό και να προσδώσει ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.  Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η χρησιμοποίηση του Γρηγόρη Μπιθικώτση σαν βασικού ερμηνευτή των έργων του. Ο Μπιθικώτσης τη δεκαετία του ‘60 καθιερώθηκε σαν ο ιδανικότερος τραγουδιστής για την ερμηνεία έντεχνων λαϊκών τραγουδιών και ταυτόχρονα σαν η μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ στην Ελλάδα. Το καινούργιο αυτό κύμα ανανέωσης που έφερε ο Θεοδωράκης επηρέασε κι άλλους νέους συνθέτες που ο καθένας αφήνοντας το προσωπικό του στίγμα, οδήγησε την ελληνική μουσική στις μεγαλύτερες στιγμές της. Αναφέρουμε ενδεικτικά μεγάλα ονόματα συνθετών που οριοθέτησαν την
εποχή τους και έμειναν στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών. (τυχαία σειρά) Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λεοντής, Μούτσης, Λοϊζος, Μαμαγκάκης, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Γλέζος, Κατσαρός, Χατζηνάσιος, Σαββόπουλος, Πιτσιλαδής και άλλοι. Εδώ πρέπει να πούμε προς αποφυγή παρεξήγησης ότι οι επιρροές που άφησε ο Θεοδωράκης αντανακλούν μονάχα τη θετική αύρα μιας έναρξης και όχι ενός μιμητισμού, καθώς οι περισσότεροι νέοι δημιουργοί είχαν προσωπικό στίγμα και ύφος με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γιάννη Μαρκόπουλο.
 Ταυτόχρονα η νέα μουσική αύρα επηρέασε και καθαρά λαϊκούς συνθέτες που έδωσαν φρέσκα έργα με έντεχνο αποτύπωμα όπως ο Απόστολος Καλδάρας κι ο Γιώργος Ζαμπέτας. Τα χαρακτηριστικά του
έντεχνου λαϊκού τραγουδιού είναι τα εξής:

     1)      συνθέσεις πάνω σε ποιητικό λόγο
   2)      συγχορδίες ματζόρε – μινόρε (όχι πάντα, καθώς πολλά τραγούδια βασίστηκαν σε λαϊκούς δρόμους)
    3)      μελοποίηση ποίησης ή στίχου εκλεπτυσμένου (π.χ Γκάτσος)
   4)      Διαφορετικές ενορχηστρώσεις σε κάποιες περιπτώσεις
      5) χρήση του μπουζουκιού

Εδώ να πούμε ότι δε θέλουμε να μπούμε στην διαδικασία σχετικοποίησης των όρων που είναι «της μόδας» τα τελευταία χρόνια. Σχετικοποιήσεις του τύπου: Όλα τα τραγούδια που απευθύνονται στο λαό είναι «λαϊκά», «Ο Τσιτσάνης, τι είναι ; άτεχνος;» «ο Χ λαϊκός «είναι
ροκ», διοτι…. κλπ κλπ». Είναι σαφές ότι κανείς δεν είναι άτεχνός αλλά εν τέλει μιλάμε για ένα  ηχητικό αποτέλεσμα, που διαφοροποιείται από ένα άλλο. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης ας ακούσει το «Μάγκας βγήκε για σεργίανι» του Καλδάρα κι ύστερα το «Τέλος δεν έχει ο ουρανός» του ιδίου. Είναι σαφής η διαφορά στο ύφος που αποδίδεται. Κυρίως αυτό το «μπλέξιμο» γίνεται λόγω της χρήσης μπουζουκιού, διότι κανείς δε θα χαρακτηρίσει το «Κέλομαι σε γογγύλα» της Σαπφούς στο «Μεγάλο Ερωτικό» λαϊκό τραγούδι.
Επίσης έχει μεγάλη σημασία η ενορχήστρωση σε κάποιες περιπτώσεις και η ερμηνεία. Για παράδειγμα αν δεν γνώριζε κάποιος ότι ο «Καημός» είναι τραγούδι του Θεοδωράκη και το άκουγε από τον σπουδαίο μεν, πλην «καθαρά λαϊκό» τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη, η αίσθηση που θα
αποκόμιζε είναι το άκουσμα ενός ωραίου τραγουδιού «ταβέρνας» ερμηνευμένου εξαιρετικά. Οι ίδιοι ακριβώς στίχοι με διαφορετική ενορχήστρωση και διαφορετικό εκτελεστή παράγουν ένα τελείως διαφορετικό ηχητικό αποτέλεσμα. Το τραγούδι στη δεύτερη του εκτέλεση το 1962 από το Γρηγόρη Μπιθικώτση «απογειώνεται» και γίνεται «κάτι διαφορετικό». Ένα έντεχνο άσμα ερμηνευμένο χωρίς «βαχ» με τρόπο δωρικό και «αποστασιοποιημένο» όσο ακριβώς χρειάζεται,  με ενσωματωμένο ένα αδιόρατο συναισθηματικό πέπλο που προσδίδει μια ερμηνευτική «ευγένεια». Τα τραβήγματα και οι εκφορά των λέξεων στην εκτέλεση προσδίδουν μια διαφορετική ιδιοφυή προσέγγιση που μόνο ο Μπιθικώτσης θα μπορούσε να κάνει. Εν τέλει,ο «Καημός» γίνεται ένα διαφορετικό τραγούδι και ήταν επόμενο στα «αυτιά του κόσμου» να καθιερωθεί η δεύτερη εκτέλεση κι όχι η πρώτη (όπως συνήθως γίνεται).



Εκτός του Μπιθικώτση πολλοί τραγουδιστές ανατράφηκαν μέσα στο νέο είδος και άφησαν εποχή με τις ερμηνείες τους (τυχαία σειρά): Πουλόπουλος, Μοσχολιού, Νταλάρας, Μητροπάνος, Μητσιάς, Βιολάρης, Κουμιώτη, Κόκοτας, Μαρινέλλα, Γαλάνη, Καλατζής και αρκετοί άλλοι. Πέραν των μελοποιημένων ποιητών (Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο κ.α.) η εποχή ευνόησε να γραφούν καταπληκτικοί στίχοι από ανθρώπους όπως: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου, Κώστας Βίρβος, Δημ. Χριστοδούλου, Τ. Λειβαδίτης, Ι. Καμπανέλλης, Α. Δασκαλόπουλος και άλλοι. Ο Χατζιδάκις συνέχισε την προσωπική του πορεία με κορύφωση το «Μεγάλο Ερωτικό» (1972), ένα έργο που κατατάσσεται στα μεγάλα έντεχνα έργα μεν, αλλά χωρίς το λαϊκό εκείνο στοιχειό που θα το έφερνε στο στόμα των πολλών. Αντίθετα οι κορυφώσεις του Θεοδωράκη: «Άξιον Εστί» (1964) και «Ρωμιοσύνη» (1966) τραγουδήθηκαν πολύ από κάθε λογής ανθρώπους ανεξάρτητα μόρφωσης και κοινωνικής τάξης.
Μετά το 1980 το τραγούδι άρχισε να παρακμάζει. Το ελαφρολαϊκό τραγούδι και οι μεγάλες πίστες ήδη υπήρχαν από την δεκαετία του ‘70 αλλά μετά το ‘80 τα πράγματα άρχισαν να γίνονται χειρότερα. Οι αυθεντικοί λαϊκοί δημιουργοί είχαν σωπάσει ή φύγει από τη ζωή ενώ τα τραγούδια με τη φτηνή μουσική και τον εύκολο στίχο άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Παράλληλα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 άρχισαν τα πρώτα δείγματα «ανανέωσης» του έντεχνου τραγουδιού από ανθρώπους με τελείως διαφορετικά βιώματα από τους παλαιούς. Το «νεοέντεχνο» τραγούδι με απαρχή (ίσως) την «Εκδίκηση της γυφτιάς» το 1978, είχε δώσει δείγματα ήδη του νέου του ύφους και συνεχίστηκε να υπηρετείται από ανθρώπους με διαφορετικές προτιμήσεις και γούστα. Ο Θάνος Μικρούτσικος με τις μελοποιήσεις του Καββαδία είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που πέρασε και από την παλαιότερη εποχή αλλά εδραιώθηκε στην νέα εποχή. Υπάρχουν πολλά ονόματα άξιων δημιουργών μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:  (Παπάζογλου, Ξυδάκης, Θαλασσινός, Θαν. Παπακωνσταντίνου, Μάλαμας, Θηβαίος, Μαχαρίτσας, Πασχαλίδης, Ιωαννίδης, Περίδης κλπ) που έδωσαν πολλά ωραία τραγούδια Τα χαρακτηριστικά του νέου ύφους είναι τα εξής:

1)      απομάκρυνση από τη λαϊκή ρίζα
2)      πιο εγκεφαλικός και «δύσκολος» στίχος
3)      λιγότερη χρήση του μπουζουκιού έως καθόλου
4)      λιγότερο άμεσες μελωδίες
5)      εισαγωγή της έννοιας του τραγουδοποιού (εκτός του Σαββόπουλου που ανήκει στην πρώτη γενιά)

Φυσικά η παραπάνω προσέγγιση είναι εντελώς «χοντρική».  Γράφηκαν τραγούδια ωραία (με μπουζούκι ή χωρίς), που έγιναν αγαπητά από μεγάλη μάζα του λαού αλλά κυρίως από τη νεολαία (που δεν είχε γνώση του παλαιού έντεχνου λαϊκού τραγουδιού για να συγκρίνει). Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γραφεί πολλά τραγούδια διαφορετικής ποιότητας αλλά ποτέ το νέο ρεύμα δεν κατάφερε να χαρίσει στο ελληνικό τραγούδι τις συγκλονιστικές στιγμές της δεκαετίας του ‘60. (Το καθαρό λαϊκό τραγούδι βρήκε το συνεχιστή του στο όνομα του Χρήστου Νικολόπουλου και αργότερα του Βαγγέλη Κορακάκη). Απόδειξη αυτού είναι ότι σχεδόν όλοι: λαϊκοί, «λαϊκοί», έντεχοι και «μοντέρνοι» τραγουδιστές στο τέλος το προγράμματος τους όταν λένε τα «παλιά» τραγούδια ξεσηκώνουν τον κόσμο.

Οι λόγοι αυτής της «ανισότητας» του παλαιού με το νέο είναι οι εξής:

1)      η έλλειψη πλέον των μεγάλων ερμηνευτών και των φωνών της δεκαετίας του ‘60
2)      η έλλειψη εμπνευσμένων μελωδιών που να «χτυπάνε στην καρδιά»
3)      η έλλειψη οραμάτων μέσα από μια τελείως διαφορετική και τεχνοκρατική εποχή
4)      ο εγκεφαλικός στίχος αντικατέστησε τα απλά, πλην όμως ευφυή στιχουργήματα (πέραν της υψηλής ποίησης) με αποτέλεσμα το χάσιμο της αμεσότητας

Οι εποχές αλλάζουν και οι άνθρωποι πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές αλλά η μουσική και τα τραγούδια υπάρχουν πάντα για να θυμίζουν την διαφορετικότητα καθώς και το ότι όταν μιλάμε για τραγούδι μιλάμε πάντα για κάτι που θα «πρέπει να πηγαίνει» εύκολα στο «στόμα του λαού» κι όχι κάτι αποστασιοποιημένο ή «κατασκευασμένο» με «λόγιο μανδύα» που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός μπορεί να συλλαβίσει ύστερα από λίγο καιρό. Αυτό που φυσικά λέμε είναι ότι η ΕΠΙΤΥΧΙΑ σε αυτό το δημιούργημα που ονομάζουμε «τραγούδι» θα πρέπει ταυτόχρονα με τη δημοφιλία να έχει και ΠΟΙΟΤΗΤΑ. Ένας δύσκολος συνδυασμός που όμως μας δόθηκε απλόχερα τη δεκαετία του ‘60 αλλά και του ‘70. Ο χρόνος έδειξε ότι κάτι που φάνταζε απλό με τραγούδια σαν τη «Τζαμάικα» του Λοϊζου δεν είναι καθόλου απλό. Για αυτό και πρέπει να είμαστε περήφανοι για την μουσική κληρονομία μας, σε μια εποχή όπου η μουσική βιομηχανία έχει εκπέσει και το τραγούδι αποτελεί πλέον μέσο διαδυκτιακής συναναστροφής και εκτόνωσης ενώ τα περισσότερα τραγούδια έχουν εκπέσει στην κοινοτοπία ή τη φτήνια.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης





[1] Είναι προφανές ότι το παρόν άρθρο δε καλύπτει, ούτε κατ’ ελάχιστον το μεγάλο αυτό θέμα, θέμα που θα χρειαζόταν βιβλίο να το αναλύσει κανείς. Είναι απλώς ενδεικτικό ενός «περάσματος» από τη δεκαετία του 1960 στο σήμερα. Η ονοματολογία τραγουδιστών, συνθετών στιχουργών, δεν είναι φυσικά πλήρης. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποια ονόματα. 

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΠΑΔΟΥ

Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΠΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΣΤΡΕΒΛΩΣΗΣ

Ο οπαδός είναι τυφλός. Η ομάδα του είναι αντικείμενο λατρείας όπως είναι η θρησκευτική πίστη για άλλους. Κρίνει και κατακρίνει καθημερινά ο οτιδήποτε έχει σχέση με την ομάδα του. Το χρώμα της φανέλας, τον προπονητή, τους παίκτες, τους ανθρώπους που μιλάνε για εκείνη, τις αποφάσεις τις πολιτείας σε σχέση με εκείνη και φυσικά τις αποφάσεις του διαιτητή όταν είναι εναντίον. Η έννοια της αντικειμενικότητας απλά δεν υπάρχει για τον οπαδό. Φιλτράρει τα πάντα μέσα από το δικό του πρίσμα αντιμετώπισης των καταστάσεων. Ένα φάουλ που δόθηκε ανάποδα, ένα «άδικο» πέναλτι, ένα γκολ που δε μέτρησε είναι αρκετά για να χτυπήσει η αδρεναλίνη του κόκκινο και να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτο φωνακλά στη καλύτερη περίπτωση. Φυσικά, είναι βέβαιο, ότι οι ίδιες ακριβώς φάσεις αν δίνονταν υπέρ της ομάδας του δεν θα έλεγε κουβέντα. Όταν το θυμικό χτυπάει κόκκινο, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε ένα τέρας. Κυριολεκτικά έχουμε μια περίπτωση «Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χαυντ». Είναι πολλές οι περιπτώσεις φιλήσυχων ανθρώπων στην καθημερινότητα τους που μεταμορφώνονται σε «τέρατα» όταν νοιώθουν ότι αδικείται η πολυαγαπημένη τους ομάδα. Δεν υπάρχει περίπτωση τιμωρίας ομάδας στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου/ μπάσκετ που να μη θεωρήθηκε «άδικη» ή «τραβηγμένη» από τους οπαδούς της. Ο οπαδός φαντάζεται συνωμοσίες κυβερνητικές και ίντριγκες, που στρέφονται εναντίον του συλλόγου που αγαπά. Βλέπει τους μεγάλους ανταγωνιστές του (αντίπαλες ομάδες) σαν αντίζηλους που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπονομεύουν τη δική του ομάδα. Σκοτεινά και υπόγεια σενάρια διαδίδονται από στόμα σε στόμα και φορτίζουν ακόμα περισσότερο την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Οι δημοσιογράφοι – οπαδοί, πνέουν μένεα κατά της άδικης διαιτησίας ή κατά των άδικων αποφάσεων και μιλούν για «εξυγίανση» και «καθαρότητα». Ακόμα και η φαινομενικά πιο ευνοημένη ομάδα σε ένα άθλημα – με την κατάκτηση των περισσοτέρων τίτλων – έχει παράπονα από την πολιτεία ή τη διαιτησία.
Οι οπαδοί είναι αδηφάγα όντα. Στην περίπτωση που ένα πρωτάθλημα κατακτηθεί με 20 ή 30 βαθμούς διαφορά, πάλι θα έχουν άλλες απαιτήσεις. Ότι το ποδόσφαιρο/μπάσκετ που παίχτηκε δεν ήταν καλό, ότι ο προπονητής είναι άχρηστος απλά ήταν τυχερός, ή ότι οι άλλοι τους ...ζηλεύουν. Ο οπαδός «δεν έχει γιατρειά», δεν μπορεί καμιά λογική συζήτηση να τον συνεφέρει. Όταν η ομάδα του χάνει, χάνει επειδή «δεν έπαιξε καλά», όταν κερδίζει, κέρδισε «επειδή ήταν ανώτερη ποιοτικά από τον αντίπαλο». Ο οπαδός είναι ένα προγραμματισμένο ρομπότ, με προβλεπόμενες αντιδράσεις, σε αντίθεση με το φίλαθλο. Το τσιπάκι που έχει μέσα του έχει τίτλο: «φανατισμός». Ο φίλαθλος πρώτα χαίρεται το παιχνίδι. Επιθυμεί να κερδίσει η ομάδα του αλλά όταν χάνει δέχεται το αποτέλεσμα και ελπίζει την επόμενη φορά θα παίξει καλύτερα και θα κερδίσει. Ο φίλαθλος δεν φαντάζεται συνωμοσίες. Ο φίλαθλος αναγνωρίζει το αθλητικό πνεύμα και χειροκροτεί όταν βλέπει ωραίο θέαμα, την αντίπαλη ομάδα ή τον αντίπαλο παίκτη. Ο φίλαθλος αγαπά πρωτίστως τον αθλητισμό και το ωραίο θέαμα.  Είναι επιλογή μας αν στο σχολείο του μέλλοντος θα εκθρέψουμε φιλάθλους ή οπαδούς. Διότι όλα είναι θέμα παιδείας. 

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΑΣΕΡ – ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΑΣΕΡ – ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ


Αριστουργηματικό  διήγημα, θεωρείται εκ των κορυφαίων μικρών ιστοριών στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Πόε καταφέρνει σε αυτό το διήγημα να συμπυκνώσει όλες εκείνες τις εκφραστικές αρετές που τον τοποθέτησαν στην κορυφή των συγγραφέων: Υποβλητική ατμόσφαιρα, υπαρξιακός τρόμος, εκφραστική πυκνότητα, ακρίβεια στη χρήση λέξεων και φράσεων. Ένας μοναχικός καβαλλάρης πλησιάζει στην ξεχασμένη από το χρόνο έπαυλη ενός παλαιού του φίλου. Το σπίτι εμπεριέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της γοτθικής περιγραφής: παλαιό αρχοντικό, επιβλητικό περιβάλλον, μυστηριώδη ατμόσφαιρα και το πιο σημαντικό: η συμμετοχή του φυσικού στοιχείου αποτελεί καταλύτη στην ανάπτυξη της ιστορίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το «φόβο» ο οποίος μετατρέπεται ενίοτε σε τρόμο για να παίξει με τα συναισθήματα και το θυμικό του αναγνώστη.
Μτφρ: Γιώργος Γούλας
«Έτσι απεγνωσμένος και αξιολύπητος που είμαι, έχω μια έντονη αίσθηση ότι θα έρθει αργα η γρήγορα η μέρα που θα αναγκαστώ να εγκαταλείψω ζωή και λογικό μαζί, πάνω σε κάποια από τις αδιάκοπες μάχες μου με το αποτρόπαιο φάντασμα, το ΦΟΒΟ».
Ο τρόμος που διαχέεται σε όλο το κείμενο απλά αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού. Ο Πόε μάστορας της τεχνικής του λόγου μέσω της ιδιάζουσας γλώσσας του πείθει τον αναγνώστη ότι κάτι πέρα από κάθε φαντασία συμβαίνει. Στην πραγματικότητα πέραν από κάποια μικρά σημάδια ότι το αλλόκοτο  και το παράξενο κυριαρχούν, όλα κυμαίνονται στα όρια του ρεαλιστικού. Άλλωστε αυτό που γοητεύει τον Πόε δεν είναι το μεταφυσικό αυτό καθ’ αυτό, αλλά η ίδια η ιδέα του θανάτου. Η ιδέα του θανάτου κυριαρχεί στα περισσότερα κείμενα αλλά και ποιήματα του, όπως κυριάρχησε και στην προσωπική του ζωή.
Οι αναθυμιάσεις τις λίμνης, οι αντίλαλοι μέσα στο παλαιό σπίτι, τα τριξίματα, η αλλόκοτη συμπεριφορά του ίδιου του Άσερ, η ύπαρξη στη βιβλιοθήκη του παράξενων βιβλίων (τα περισσότερα εκ των οποίων είναι πραγματικά) και κυρίως οι λεπτομερείς περιγραφές δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι κάτι τρομακτικό πρόκειται να συμβεί:
«Μπήκα σε ένα απέραντο, ψηλοτάβανο  δωμάτιο με στενά, ψηλά παράθυρα που κατέληγαν σε μυτερές κορυφές και βρίσκονταν τόσο πολύ μακριά από το σκουρόχρωμο δρύινο πάτωμα, που δν μπορούσες να φτάσεις. Ασθενικές βαθυκόκκινες ανταύγειες τρύπωναν από τα σιδερόφραχτα παράθυρα, ίσα ίσα για να κάνουν ορατά τα περιγράμματα από τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα, μάταια πάλευε το βλέμμα μου να φτάσει ως τις μακρινές γωνίες του δωματίου, ως τα διακοσμητικά ανάγλυφα του θολωτού ταβανιού. Σκούρες κουρτίνες έκρυβαν του τοίχους. Όλα τα έπιπλα ήταν βαριά, καθόλου άνετα, παλαικά και φθαρμένα. Πλήθος βιβλία και μουσικά όργανα ήταν σκορπισμένα ολόγυρα, όμως κι αυτά δεν κατάφερναν να ζωντανέψουν κάπως την σκηνή. Ένοιωθα να αναπνέω μια  βαριά ατμόσφαιρα θλίψης. Ένας βλοσυρός αέρας βαθιάς, ακατανίκητης μελαγχολίας ήταν απόλυτα κυρίαρχος στο χώρο».
Ο θάνατος βρίσκει «πρόσωπο» στη μορφή της Λαίδη Μαντλέν η οποία δεν εκφράζεται πουθενά σε όλο το κείμενο. Η μακάβρια ετοιμασία, κι ο θλιβερός αποχαιρετισμός ανατρέπονται όταν η Λαίδη επανεμφανίζεται βγαλμένη από τις πύλες του Άδη. Εκεί ο συγγραφέας κορυφώνει την αγωνία αλλά ταυτόχρονα προσφέρονται και οι απαντήσεις από το στόμα του Ρόντερικ. Είναι όμως τέτοια η δύναμη της  περιγραφής και της ατμόσφαιρας που στο τέλος δεν σβήνουν όλες οι αμφιβολίες και ο αναγνώστης σοκαρισμένος συνεχίζει να αναρωτιέται.
Το διήγημα the fall of the house of Usher  δημοσιεύτηκε στο περιοδικό για «Κυρίους του Μπάρτον» τον Σεπτέμβριο του 1839. Επαναδημοσιεύτηκε βελτιωμένο στα Tales το 1845.
Σύντομο βιογραφικό

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe[1], 19 Ιανουαρίου 1809  7 Οκτωβρίου1849) ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΑΛΕΝΤΟΥ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ

Όταν χρησιμοποιούμε την λέξη ταλέντο, εννοούμε το φυσικό χάρισμα και την επιδεξιότητα, που παρουσιάζουν κάποιοι άνθρωποι σε έναν ή περισσότερους τομείς. Έτσι και στο ποδόσφαιρο, όταν μιλάμε για ταλέντο εννοούμε κάποιους αθλητές που παρουσιάζουν μια συγκεκριμένη κλίση στο σπορ αυτό. Με αυτή την έννοια σχεδόν όλοι οι ενασχολούμενοι είναι ταλέντα. Παίκτες του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος, της Δ’ Εθνικής ή της Γ’ Εθνικής είναι ταλέντα, όταν μπορούν να βγάζουν ενενηντάλεπτα, να πασάρουν να σουτάρουν και ενίοτε να βάζουν γκολ. Ακούμε συχνά να λέγεται και δη από ξένους προπονητές, ότι στην Ελλάδα «υπάρχει πολύ ταλέντο στο ποδόσφαιρο». Άραγε στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στη Σερβία, στη Γαλλία κλπ. τι υπάρχει; Μήπως περισσότερο ταλέντο; Ενώ σε χώρες όπως η Κίνα, ο Καναδάς, ή η Ζιμπάμπουε το ταλέντο είναι λιγότερο; Συνεπώς μιλάμε για διαβάθμιση ταλέντου ή μήπως πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή με περισσότερη φειδω;
Χθες έλαβε χώρα ο αγώνας Βοσνία – Ελλάδα 0-0. Αυτό
είναι ένα καλό αποτέλεσμα για την Ελλάδα, όπως εξαιρετικό ήταν το 1-1 με το Βέλγιο στο προηγούμενο παιχνίδι της Εθνικής. Το θέαμα είναι το ίδιο που παρουσιάζε η εθνική ομάδα και στις καλύτερες στιγμές της και επι Ρεχάγκελ και Σάντος. Σφιχτή άμυνα, αντιποδόσφαιρο και ελάχιστα έως καθόλου δείγματα «μπαλαδοροσύνης». Σέντρες στο «γάμο του καραγκιόζη», σουτ άνευρα ή εντελώς άστοχα( θυμηθείτε απλά πως σουτάρουν οι Γερμανοί), μηδενικοί αυτοματισμοί και οι κλασικές επιθέσεις με έναν προωθημένο που ψάχνουν να τον βρουν οι μέσοι μπάς και κάτσει τίποτα. Σε όλα αυτά μπορούμε άνετα να προσθέσουμε και την έλλειψη φαντασίας.
Δε χρειάζεται να θυμίσουμε σε αυτούς που παρακολουθούν ποδόσφαιρο πως παίζουν οι ξένες ομάδες που βρίσκονται σε κάποιο επίπεδο ακόμα και χωρίς παίκτες επιπέδου Μέσι η Ρονάλντο. Ταχύτατες αναπτύξεις, αυτοματισμοί, ακρίβεια στις μεταβιβάσεις, ωραία σουτ και φυσικά στις επιθέσεις (κυρίως από μεγάλες ξένες ομάδες) κατεβαίνουν τουλάχιστον έξι ποδοσφαιριστές με ταχύτητα και οι μέσοι δεν …σκέφτονται πριν δώσουν την μπαλα, αλλά συνήθως την δίνουν με
ακρίβεια ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί στην Ελλάδα (όχι μόνο σε επίπεδο Εθνικής) δεν τα βλέπουμε αυτά; Μήπως λοιπόν έχουμε υπερεκτιμήσει την έννοια του ταλέντου; Μήπως πράγματι το ταλέντο ήταν αυτό που είχαν παίκτες όπως ο Δομάζος, ο Κούδας, ο Δαβουρλής, ο Χατζηπαναγής, ο Δεληκάρης, ο Παπαιωάννου; Ποιοι ποδοσφαιριστές από την σημερινή εθνική ομάδα αποπνέουν κάτι το ξεχωριστο; Προσοχή, όχι δεν είναι καλοί παίκτες, η ερώτηση είναι : ποιοι παίκτες αποπνέουν κάτι το ξεχωριστό;

Κάποιοι θα πουν και δικαιολογημένα ότι οι παλαιοί ποδοσφαιριστές όσο ταλέντο και να είχαν
δεν κατάφεραν κάτι το ιδιαίτερο όπως η ομάδα του 2004 και γενικότερα η Εθνική από το 2002 έως το 2014. Αυτό είναι αλήθεια και πράγματι καλύτερα να υπάρχει μια διάκριση έστω με αυτό το θέαμα παρά να μην υπάρχει καθόλου. Φυσικά υπάρχει απάντηση γι αυτό, όπως, ότι τα χρόνια του ‘70 το ποδόσφαιρο δεν είχε την επαγγελματικοτητα του σημερινού και οι παίκτες τότε είχαν ελλειπή φυσική κατάσταση και μειωμένη προετοιμασία. Δεν έχει σημασία όμως τώρα πια αυτό. Ας προσέχουμε όμως όταν χρησιμοποιούμε την λέξη «ταλέντο». Είναι πολύ ιδιαίτερη για να γίνεται η χρήση της με αμετροέπεια και για «ψύλλου πήδημα». Πραγματικό ταλέντο έχουν λίγο ποδοσφαιριστές και δυστυχώς η χώρα μας δεν παράγει τέτοιους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με την αθρόα εισαγωγή ξένων μέτριων παικτών η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη. Το μέλλον διαφαίνεται σκοτεινό. Ο χρόνος θα δείξει. Πάντως σε ομαδικό επίπεδο, ας στηρίξουμε όλοι αυτό που έχουμε: άμυνα, πείσμα και ψυχή και ας πορευτούμε. «Απ΄το τίποτα, καλή κι η Παναγιώταινα». 

Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ

  Ο ΜΕΣΟΣ ΝΕΟΗΛΙΘΙΟΣ ΚΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Δεν υπάρχει πλέον τίποτα που να μη μπαίνει στη διαδικασία να κρίνει κάποιος. Φυσικά μπορεί να κρίνει κ...