ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ: ΤΟ ΝΕΟΕΝΤΕΧΝΟ

ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ: ΤΟ ΝΕΟΕΝΤΕΧΝΟ[1]

Με την μελοποίηση του «Επιταφίου», το 1960 ο Θεοδωράκης, άνοιξε μια νέα πύλη στα μουσικά δρώμενα της χώρας. Τα μέχρι τότε ακούσματα ήταν το ελαφρό τραγούδι με ευρωπαϊκές καταβολές το ρεμπέτικο και η εξέλιξη του: το λαϊκό. Οι αστοί και οι αριστοκράτες αρέσκονταν σε πιο ελαφρά ακούσματα ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ήταν κοντά στο λαϊκό τραγούδι όπως εκφραζόταν από τους Τσιτσάνη, Παπαιωάννου, Μητσάκη, Χιώτη κλπ. Ο Χατζιδάκις ήδη από την δεκαετία του 1950, είχε δώσει δείγματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση («Ο κύκλος με την κιμωλία», «Παραμύθι χωρίς όνομα») αλλά χωρίς καμιά αμφιβολία ο «Επιτάφιος» ήταν το έργο που τάραξε τα νερά και οριοθέτησε όχι μόνο την εποχή του αλλά ήταν ταυτόχρονα η απαρχή για κάτι καινούργιο. Η καινοτομία ήταν η μελοποιημένη
ποίηση, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε το ηχητικό αποτέλεσμα να είναι εύληπτο από όλες τις κοινωνικές ομάδες και δη από το λαό. Η μεγαλοφυής σύλληψη του Θεοδωράκη κατάφερε να συνταιριάξει το λόγιο στοιχείο με το λαϊκό και να προσδώσει ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.  Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η χρησιμοποίηση του Γρηγόρη Μπιθικώτση σαν βασικού ερμηνευτή των έργων του. Ο Μπιθικώτσης τη δεκαετία του ‘60 καθιερώθηκε σαν ο ιδανικότερος τραγουδιστής για την ερμηνεία έντεχνων λαϊκών τραγουδιών και ταυτόχρονα σαν η μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ στην Ελλάδα. Το καινούργιο αυτό κύμα ανανέωσης που έφερε ο Θεοδωράκης επηρέασε κι άλλους νέους συνθέτες που ο καθένας αφήνοντας το προσωπικό του στίγμα, οδήγησε την ελληνική μουσική στις μεγαλύτερες στιγμές της. Αναφέρουμε ενδεικτικά μεγάλα ονόματα συνθετών που οριοθέτησαν την
εποχή τους και έμειναν στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών. (τυχαία σειρά) Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λεοντής, Μούτσης, Λοϊζος, Μαμαγκάκης, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Γλέζος, Κατσαρός, Χατζηνάσιος, Σαββόπουλος, Πιτσιλαδής και άλλοι. Εδώ πρέπει να πούμε προς αποφυγή παρεξήγησης ότι οι επιρροές που άφησε ο Θεοδωράκης αντανακλούν μονάχα τη θετική αύρα μιας έναρξης και όχι ενός μιμητισμού, καθώς οι περισσότεροι νέοι δημιουργοί είχαν προσωπικό στίγμα και ύφος με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γιάννη Μαρκόπουλο.
 Ταυτόχρονα η νέα μουσική αύρα επηρέασε και καθαρά λαϊκούς συνθέτες που έδωσαν φρέσκα έργα με έντεχνο αποτύπωμα όπως ο Απόστολος Καλδάρας κι ο Γιώργος Ζαμπέτας. Τα χαρακτηριστικά του
έντεχνου λαϊκού τραγουδιού είναι τα εξής:

     1)      συνθέσεις πάνω σε ποιητικό λόγο
   2)      συγχορδίες ματζόρε – μινόρε (όχι πάντα, καθώς πολλά τραγούδια βασίστηκαν σε λαϊκούς δρόμους)
    3)      μελοποίηση ποίησης ή στίχου εκλεπτυσμένου (π.χ Γκάτσος)
   4)      Διαφορετικές ενορχηστρώσεις σε κάποιες περιπτώσεις
      5) χρήση του μπουζουκιού

Εδώ να πούμε ότι δε θέλουμε να μπούμε στην διαδικασία σχετικοποίησης των όρων που είναι «της μόδας» τα τελευταία χρόνια. Σχετικοποιήσεις του τύπου: Όλα τα τραγούδια που απευθύνονται στο λαό είναι «λαϊκά», «Ο Τσιτσάνης, τι είναι ; άτεχνος;» «ο Χ λαϊκός «είναι
ροκ», διοτι…. κλπ κλπ». Είναι σαφές ότι κανείς δεν είναι άτεχνός αλλά εν τέλει μιλάμε για ένα  ηχητικό αποτέλεσμα, που διαφοροποιείται από ένα άλλο. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης ας ακούσει το «Μάγκας βγήκε για σεργίανι» του Καλδάρα κι ύστερα το «Τέλος δεν έχει ο ουρανός» του ιδίου. Είναι σαφής η διαφορά στο ύφος που αποδίδεται. Κυρίως αυτό το «μπλέξιμο» γίνεται λόγω της χρήσης μπουζουκιού, διότι κανείς δε θα χαρακτηρίσει το «Κέλομαι σε γογγύλα» της Σαπφούς στο «Μεγάλο Ερωτικό» λαϊκό τραγούδι.
Επίσης έχει μεγάλη σημασία η ενορχήστρωση σε κάποιες περιπτώσεις και η ερμηνεία. Για παράδειγμα αν δεν γνώριζε κάποιος ότι ο «Καημός» είναι τραγούδι του Θεοδωράκη και το άκουγε από τον σπουδαίο μεν, πλην «καθαρά λαϊκό» τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη, η αίσθηση που θα
αποκόμιζε είναι το άκουσμα ενός ωραίου τραγουδιού «ταβέρνας» ερμηνευμένου εξαιρετικά. Οι ίδιοι ακριβώς στίχοι με διαφορετική ενορχήστρωση και διαφορετικό εκτελεστή παράγουν ένα τελείως διαφορετικό ηχητικό αποτέλεσμα. Το τραγούδι στη δεύτερη του εκτέλεση το 1962 από το Γρηγόρη Μπιθικώτση «απογειώνεται» και γίνεται «κάτι διαφορετικό». Ένα έντεχνο άσμα ερμηνευμένο χωρίς «βαχ» με τρόπο δωρικό και «αποστασιοποιημένο» όσο ακριβώς χρειάζεται,  με ενσωματωμένο ένα αδιόρατο συναισθηματικό πέπλο που προσδίδει μια ερμηνευτική «ευγένεια». Τα τραβήγματα και οι εκφορά των λέξεων στην εκτέλεση προσδίδουν μια διαφορετική ιδιοφυή προσέγγιση που μόνο ο Μπιθικώτσης θα μπορούσε να κάνει. Εν τέλει,ο «Καημός» γίνεται ένα διαφορετικό τραγούδι και ήταν επόμενο στα «αυτιά του κόσμου» να καθιερωθεί η δεύτερη εκτέλεση κι όχι η πρώτη (όπως συνήθως γίνεται).



Εκτός του Μπιθικώτση πολλοί τραγουδιστές ανατράφηκαν μέσα στο νέο είδος και άφησαν εποχή με τις ερμηνείες τους (τυχαία σειρά): Πουλόπουλος, Μοσχολιού, Νταλάρας, Μητροπάνος, Μητσιάς, Βιολάρης, Κουμιώτη, Κόκοτας, Μαρινέλλα, Γαλάνη, Καλατζής και αρκετοί άλλοι. Πέραν των μελοποιημένων ποιητών (Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο κ.α.) η εποχή ευνόησε να γραφούν καταπληκτικοί στίχοι από ανθρώπους όπως: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου, Κώστας Βίρβος, Δημ. Χριστοδούλου, Τ. Λειβαδίτης, Ι. Καμπανέλλης, Α. Δασκαλόπουλος και άλλοι. Ο Χατζιδάκις συνέχισε την προσωπική του πορεία με κορύφωση το «Μεγάλο Ερωτικό» (1972), ένα έργο που κατατάσσεται στα μεγάλα έντεχνα έργα μεν, αλλά χωρίς το λαϊκό εκείνο στοιχειό που θα το έφερνε στο στόμα των πολλών. Αντίθετα οι κορυφώσεις του Θεοδωράκη: «Άξιον Εστί» (1964) και «Ρωμιοσύνη» (1966) τραγουδήθηκαν πολύ από κάθε λογής ανθρώπους ανεξάρτητα μόρφωσης και κοινωνικής τάξης.
Μετά το 1980 το τραγούδι άρχισε να παρακμάζει. Το ελαφρολαϊκό τραγούδι και οι μεγάλες πίστες ήδη υπήρχαν από την δεκαετία του ‘70 αλλά μετά το ‘80 τα πράγματα άρχισαν να γίνονται χειρότερα. Οι αυθεντικοί λαϊκοί δημιουργοί είχαν σωπάσει ή φύγει από τη ζωή ενώ τα τραγούδια με τη φτηνή μουσική και τον εύκολο στίχο άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Παράλληλα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 άρχισαν τα πρώτα δείγματα «ανανέωσης» του έντεχνου τραγουδιού από ανθρώπους με τελείως διαφορετικά βιώματα από τους παλαιούς. Το «νεοέντεχνο» τραγούδι με απαρχή (ίσως) την «Εκδίκηση της γυφτιάς» το 1978, είχε δώσει δείγματα ήδη του νέου του ύφους και συνεχίστηκε να υπηρετείται από ανθρώπους με διαφορετικές προτιμήσεις και γούστα. Ο Θάνος Μικρούτσικος με τις μελοποιήσεις του Καββαδία είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που πέρασε και από την παλαιότερη εποχή αλλά εδραιώθηκε στην νέα εποχή. Υπάρχουν πολλά ονόματα άξιων δημιουργών μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:  (Παπάζογλου, Ξυδάκης, Θαλασσινός, Θαν. Παπακωνσταντίνου, Μάλαμας, Θηβαίος, Μαχαρίτσας, Πασχαλίδης, Ιωαννίδης, Περίδης κλπ) που έδωσαν πολλά ωραία τραγούδια Τα χαρακτηριστικά του νέου ύφους είναι τα εξής:

1)      απομάκρυνση από τη λαϊκή ρίζα
2)      πιο εγκεφαλικός και «δύσκολος» στίχος
3)      λιγότερη χρήση του μπουζουκιού έως καθόλου
4)      λιγότερο άμεσες μελωδίες
5)      εισαγωγή της έννοιας του τραγουδοποιού (εκτός του Σαββόπουλου που ανήκει στην πρώτη γενιά)

Φυσικά η παραπάνω προσέγγιση είναι εντελώς «χοντρική».  Γράφηκαν τραγούδια ωραία (με μπουζούκι ή χωρίς), που έγιναν αγαπητά από μεγάλη μάζα του λαού αλλά κυρίως από τη νεολαία (που δεν είχε γνώση του παλαιού έντεχνου λαϊκού τραγουδιού για να συγκρίνει). Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γραφεί πολλά τραγούδια διαφορετικής ποιότητας αλλά ποτέ το νέο ρεύμα δεν κατάφερε να χαρίσει στο ελληνικό τραγούδι τις συγκλονιστικές στιγμές της δεκαετίας του ‘60. (Το καθαρό λαϊκό τραγούδι βρήκε το συνεχιστή του στο όνομα του Χρήστου Νικολόπουλου και αργότερα του Βαγγέλη Κορακάκη). Απόδειξη αυτού είναι ότι σχεδόν όλοι: λαϊκοί, «λαϊκοί», έντεχοι και «μοντέρνοι» τραγουδιστές στο τέλος το προγράμματος τους όταν λένε τα «παλιά» τραγούδια ξεσηκώνουν τον κόσμο.

Οι λόγοι αυτής της «ανισότητας» του παλαιού με το νέο είναι οι εξής:

1)      η έλλειψη πλέον των μεγάλων ερμηνευτών και των φωνών της δεκαετίας του ‘60
2)      η έλλειψη εμπνευσμένων μελωδιών που να «χτυπάνε στην καρδιά»
3)      η έλλειψη οραμάτων μέσα από μια τελείως διαφορετική και τεχνοκρατική εποχή
4)      ο εγκεφαλικός στίχος αντικατέστησε τα απλά, πλην όμως ευφυή στιχουργήματα (πέραν της υψηλής ποίησης) με αποτέλεσμα το χάσιμο της αμεσότητας

Οι εποχές αλλάζουν και οι άνθρωποι πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές αλλά η μουσική και τα τραγούδια υπάρχουν πάντα για να θυμίζουν την διαφορετικότητα καθώς και το ότι όταν μιλάμε για τραγούδι μιλάμε πάντα για κάτι που θα «πρέπει να πηγαίνει» εύκολα στο «στόμα του λαού» κι όχι κάτι αποστασιοποιημένο ή «κατασκευασμένο» με «λόγιο μανδύα» που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός μπορεί να συλλαβίσει ύστερα από λίγο καιρό. Αυτό που φυσικά λέμε είναι ότι η ΕΠΙΤΥΧΙΑ σε αυτό το δημιούργημα που ονομάζουμε «τραγούδι» θα πρέπει ταυτόχρονα με τη δημοφιλία να έχει και ΠΟΙΟΤΗΤΑ. Ένας δύσκολος συνδυασμός που όμως μας δόθηκε απλόχερα τη δεκαετία του ‘60 αλλά και του ‘70. Ο χρόνος έδειξε ότι κάτι που φάνταζε απλό με τραγούδια σαν τη «Τζαμάικα» του Λοϊζου δεν είναι καθόλου απλό. Για αυτό και πρέπει να είμαστε περήφανοι για την μουσική κληρονομία μας, σε μια εποχή όπου η μουσική βιομηχανία έχει εκπέσει και το τραγούδι αποτελεί πλέον μέσο διαδυκτιακής συναναστροφής και εκτόνωσης ενώ τα περισσότερα τραγούδια έχουν εκπέσει στην κοινοτοπία ή τη φτήνια.

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης





[1] Είναι προφανές ότι το παρόν άρθρο δε καλύπτει, ούτε κατ’ ελάχιστον το μεγάλο αυτό θέμα, θέμα που θα χρειαζόταν βιβλίο να το αναλύσει κανείς. Είναι απλώς ενδεικτικό ενός «περάσματος» από τη δεκαετία του 1960 στο σήμερα. Η ονοματολογία τραγουδιστών, συνθετών στιχουργών, δεν είναι φυσικά πλήρης. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποια ονόματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (MOST AWARDED MEN ACTORS)

 Η έρευνα αφορά, το άθροισμα βραβείων και υποψηφιοτήτων σε ότι αφορά τα σπουδαιότερα βραβεία, σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, των με...